ISLE OF DOGS
Ο τίτλος ακούγεται ίδιος σαν «I Love Dogs» και το εννοεί.
Ο ένας από τους δύο Υπέροχους Άντερσον, αν και κάνα-δυο συνάδελφοι επιμένουν πως ο καλύτερος είναι ο Πολ «Alien vs Predator» Άντερσον ‒αλλά αυτό το θεώρημα δεν είναι της παρούσης‒, επιστρέφει στο stop motion animation.
Μετά τον φανταστικό «Φανταστικό κύριο Φοξ», ο Γουές Άντερσον ραψωδεί τη σκυλίσια ζωή μέσα από τις περιπέτειες ενός αγοριού, του επίμονου μικρού πιλότου που ψάχνει τον τετράποδο φίλο του σε έναν τοξικό σκουπιδότοπο στην Ιαπωνία, στο Μεγκασάκι, την ίδια στιγμή που επίκειται διάταγμα κυνο-εξολόθρευσης, σε ένα πολύ εχθρικό περιβάλλον.
Τα ταλέντα στην ταινία ξεχειλίζουν. Από τις φωνές των επίτιμων μελών του θιάσου του, όπως η Τίλντα και ο Μπιλ Μάρεϊ, αλλά και των εκλεκτών καλεσμένων, του Μπράιαν Κράνστον, του Τζεφ Γκόλντμπλαμ, της Σκάρλετ Τζοχάνσον, της Γιόκο Όνο και του Μάρεϊ Άμπρααμ, ως τον Άνταμ Στοκχάουζεν που επιμελήθηκε τα σκηνικά και τον Αλεξάντρ Ντεσπλά που έγραψε το σκορ.
Η ταινία είναι σκληρή και συγκινητική, έκκεντρη αλλά ουσιαστική, και το υπογραμμίζω, ως μη φαν του Άντερσον μέχρι πρότινος.
Διότι ο κάποτε μόνο hipster σκηνοθέτης κινηματογραφικών ομοιωμάτων έκανε ταινίες-ταπετσαρίες ή ταινίες ικανές να συζητιούνται σε site αφιερωμένα στις ταινίες του. Χαριτωμένες, γεμάτες υπέροχα στοιχεία, αλλά στεγνές.
Αυτό που το διαχωρίζει από τα υπόλοιπα καλά και κατάλληλα για ανηλίκους κινούμενα σχέδια είναι ακριβώς ο γουεσαντερσονισμός του με την πεντανόστιμη ιαπωνοφιλία και τον γλυκόπικρο κυνισμό, τις μεστές βινιέτες και τις χιουμοριστικές λεπτομέρειες στα πιο μικρά και περαστικά στοιχεία στη μέση ενός φασιστικού, αγέλαστου πεδίου
Όλο το στυλ, ωστόσο, έχει έρθει σε συμφωνία με το περιεχόμενό του και δεν αποζητά αποκλειστικά την πόζα του βλέμματος αλλά πολλά παραπάνω από τη σπίθα του πνεύματος.
Σε αντίστροφη ειρωνεία, το «Νησί των Σκύλων», που άνοιξε το Φεστιβάλ Βερολίνου, λειτουργεί περίφημα κυρίως στις παραδοξολογίες του, έχοντας λύσει τον πυρήνα της πλοκής και την πορεία των χαρακτήρων προς την ανατροπή ενός φασιστικού καθεστώτος που ψεύδεται και τιμωρεί άδικα τους σκύλους, χρίζοντάς τους επικίνδυνους για τη δημόσια υγεία.
Αυτό που το διαχωρίζει από τα υπόλοιπα καλά και κατάλληλα για ανηλίκους κινούμενα σχέδια είναι ακριβώς ο γουεσαντερσονισμός του με την πεντανόστιμη ιαπωνοφιλία και τον γλυκόπικρο κυνισμό, τις μεστές βινιέτες και τις χιουμοριστικές λεπτομέρειες στα πιο μικρά και περαστικά στοιχεία στη μέση ενός φασιστικού, αγέλαστου πεδίου.
Φυσικά, υπάρχουν βαγόνια και άλλα αυτοαναφορικά παραφερνάλια, αλλά το γούστο του Γουές Άντεσρον δεν ξοδεύεται.
#MeToo bonus: Η μοναδική Αμερικανίδα της κυρίως αντερσονικής τζαπανοπαρέας, η σπουδάστρια Τρέισι, με τη φωνή της Γκρέτα Γκέρβιγκ, λέει τη γνώμη της ευθαρσώς και ξεσκεπάζει την επονείδιστη, άδικη, αντι-κυνική προπαγάνδα.
TRANSIT
Η πιο μεστή ταινία της Berlinale, μέχρι στιγμής, είναι το «Transit» του Κρίστιαν Πέτσολντ.
Αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος της Άννα Σέγκερς και, άκρως επινοητικά, διασκευάζει χρονικά τη δράση, που στο βιβλίο εκτυλίσσεται το 1942 και άπτεται άμεσα του Ολοκαυτώματος, μεταφέροντάς την στη σύγχρονη, αν και χωρίς την παρουσία της τεχνολογίας, Μασσαλία.
Ο Γερμανός πρωταγωνιστής τίθεται στον ρόλο του κυνηγημένου, ανάμεσα σε άλλους πρόσφυγες, σε μια κατάσταση που θυμίζει συνθήκες γκέτο, σαν να μην έχουν ουσιαστικά αλλάξει οι περιστάσεις.
Ο Γκέοργκ επιβιώνει όπως-όπως στην κατεχόμενη Γαλλία και ιδιοποιείται την ταυτότητα ενός συγγραφέα, του Βάιντελ, που αυτοκτόνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Η γυναίκα του Βάιντελ, η Μαρί, τον περιμένει για να σαλπάρουν για το Μεξικό, το ποιητικό concept της ελευθερίας στην ταινία.
Όταν ο Γκέοργκ γνωρίσει τη Μαρί θα πρέπει να αποφασίσει αν θα της πει το μυστικό του και μαζί την αλήθεια, καταστρέφοντας το όνειρο ή διατηρώντας τη δική του ελπίδα.
Ο δημιουργός του «Μπάρμπαρα», του «Γιέλα» και του «Φοίνικα» δεν διστάζει να ισορροπεί ταυτόχρονα πολλά διλήμματα, διατηρώντας μια μελαγχολική στατικότητα, απόλυτα συμπληρωματική της έννοιας του transit που θέλει να μεταδώσει ως κεντρικό θέμα στην ομώνυμη ταινία.
Το γεγονός πως δηλώνει ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει 75 χρόνια μετά τη χειρότερη εποχή της ευρωπαϊκής Ιστορίας είναι μια ειρωνεία που δεν χρειάζεται να υπογραμμίσει.
Ο παραλληλισμός του Γερμανού πρόσφυγα με τη «φιλελεύθερη» Γαλλία που καταδιώκει τους sans papier ως εχθρούς μιας έκρυθμης κοινωνίας δεν αποκαλύπτεται ως σχόλιο στην πολιτική αντιπαράθεση των δύο χωρών αλλά περισσότερο ως διαπίστωση πως στη σύγχρονη κατάσταση ρευστότητας καμιά εθνικότητα δεν είναι εγγυημένα προστατευμένη.
Κυρίως ασχολείται με το προσωπικό δράμα και έχει κάνει διάνα στην επιλογή του ανερχόμενου Φρανκ Ρογκόφσκι.
Το βλέμμα του μαγνητίζει, μεταφέρει τη θερμή αύρα μιας άλλης εποχής και καταφέρνει να συνδεθεί μυθιστορηματικά με τη Μαρί σαν φάντασμα της επιθυμίας, κολλημένος σε έναν ενδιάμεσο σταθμό, με τον τελικό προορισμό αδιευκρίνιστο και ομιχλώδη.
#MeToo κλειδί: Η Πάουλα Μπέερ είναι η Μαρί, που σαν αερικό καταλαμβάνει έναν σημαντικό χώρο της ταινίας στο δεύτερο μέρος, όταν νομίζει πως βρίσκει το εισιτήριο έξω από την κόλαση του λιμανιού, και γίνεται ο ρυθμιστικός παράγοντας στο δράμα.
LAS HEREDERAS
Ντεμπούτο για τον Μαρσέλο Μαρτινέσι από την Παραγουάη στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της Berlinale με τις «Κληρονόμους», το θαυμάσιο πορτρέτο δύο γυναικών που διατηρούν σχέση εδώ και δεκαετίες και πρέπει να αντιμετωπίσουν μια σκληρή οικονομική κρίση που οδηγεί τη μία από τις δύο στη φυλακή και την άλλη σε μια αξιοπρεπή, εσωστρεφή απόγνωση.
Κι ενώ η Τσικίτα τα καταφέρνει καλύτερα, αν και στη δεινότερη θέση που επιφέρει ο εγκλεισμός, η Τσέλα βιώνει τη μοναξιά με βαριά υπαρξιακή σιωπή, την ίδια στιγμή που ο Τομασίνο αποδίδει ανάγλυφα την παρακμή της ελίτ της χώρας του.
Αν και χρεοκοπημένες, οι γυναίκες διατηρούν υπηρέτριες και κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτε, για τα μάτια του κόσμου.
Ο σκηνοθέτης διεισδύει στον μύχιο γυναικείο ψυχισμό, και δη στον εσωτερικό κόσμο της καταπιεσμένης ομοφυλόφιλης που μεγαλώνει αφήνοντας πίσω της ευκαιρίες και επιθυμίες, κουβαλώντας έναν αδιέξοδο αστικό καθωσπρεπισμό.
#MeToo κρεσέντο: Το φιλμ είναι η επιτομή της ενοχοποίησης της γυναικείας επιθυμίας, χωρίς καν να χρειαστεί η εξουσιαστική παρουσία των ανδρών.
EVA
Η πόρνη πολυτελείας με μια εσάνς σαδισμού που χρεώνει πολύ ακριβά και λέει ακριβώς αυτά που θέλουν να ακούσουν οι πελάτες της προσελκύει το ενδιαφέρον ενός τυχοδιώκτη που έχει κλέψει το θεατρικό ενός άλλου, κάνει τρομερή επιτυχία, ψάχνει μάταια, ελλείψει ταλέντου, τη επόμενη ιδέα, και τη βρίσκει στη μυστηριώδη Έβα που δεν έχει πρόβλημα, όσο τρέχει η ταρίφα, αλλά δεν θέλει καθόλου δεσμεύσεις.
Ο Μπενουά Ζακό επανέρχεται στην Berlinale, αλλά το πολύ μυστήριο δεν μεταφράζεται σε ευφάνταστο θρίλερ, ούτε υπαρξιακό, ούτε περιπετειώδες.
Όλοι ψάχνουν μια ταυτότητα, λίγο συναίσθημα, ένα κάποιο λάκτισμα για να πάρει μπρος η μίμηση της ζωής τους, αλλά η Έβα της Ιζαμπέλ Ιπέρ, μέσα στα κενά της αφήγησής της, μοιάζει να έχει όλες τις απαντήσεις πριν καν ξεκινήσει η ταινία.
Διότι είναι η Ιπέρ με μια σιγουριά διάφορη προς το ρίσκο που επιθυμεί να παίρνει σε κάθε καινούργια κινηματογραφική εκδρομή της προς το άγνωστο και το ξεβόλεμα.
#MeToo μπαλαντέρ: Δεν γεννήθηκε ο άνδρας που θα βασανίσει την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Ο Γκασπάρ Ιλιέλ μοιάζει σαν πρόγευμα στα μίλια που έχει διανύσει στη μυθολογία του πόνου!
DAMSEL
Αγρίως φεμινιστικό, υπέρογκα φιλόδοξο για τη μικρή του κλίμακα, τζούφιο στις κωμικές εφαρμογές της εξυπνάδας του, το «Damsel» είναι λιγότερο ένα γουέστερν που μοιάζει με κοενική οδύσσεια στην παράξενη Άγρια Δύση και περισσότερο η ζορισμένη προσπάθεια των αδελφών Ζέλνερ να κάνουν εντύπωση.
Οι σκηνοθέτες του «Κουμίκο» βάζουν τον Ρόμπερτ Πάτινσον να ψάχνει την αγαπημένη του Μία Βασικόφσκα σε όρη κι άγρια βουνά, έχοντας προσλάβει έναν ψευτοπαπά για να τελέσει το μυστήριο, αφού της κάνει πρόταση και της χαρίσει ένα αξιολάτρευτο πόνι που κουβαλάει μαζί του.
Υποτίθεται πως η αρραβωνιαστικιά του έχει απαχθεί παρά τη θέλησή της, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Βασικά, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και εκεί ποντάρουν οι Ζέλνερ για να προκαλέσουν ένα ανάποδο, ξερό γέλιο, που προσωπικά μού προέκυψε μόνο σε μια σκηνή, όταν δύο από τους χαρακτήρες που απομένουν συναντούν έναν Ινδιάνο, ψύχραιμο, εύγλωττο, γνώστη της αγγλικής, έναν πραγματικά αστείο αναχρονισμό, που κοιτάζει σαν να βλέπει ηλίθιους λευκούς μπροστά του ‒ άλλο ένα παράγωγο από τους αδελφούς Κοέν.
#MeToo tip: Η ταινία ανήκει στη Βασικόφσκα, στην καλύτερη ερμηνεία της. Απλώς, το σενάριο την κρατάει κρυφή, μέχρι να αστράψει και να βροντήξει.
BLACK 47
Το «Black 47» είναι με τον τρόπο του πιο «κανονικό» γουέστερν από το «Damsel», αν και διαδραματίζεται στην Ιρλανδία του Μεγάλου Λιμού, τον χειμώνα του 1847.
Οι κακοί είναι οι Άγγλοι, τα θύματα οι ιρλανδικές οικογένειες και ο ήρωας ένας αποστάτης Ιρλανδός, μετανιωμένος και αποφασισμένος για εκδίκηση μέχρις εσχάτων, σε μια δολοφονική διαδρομή που ξεκινά από τα πάτρια χώματα και δεν λέει να σταματήσει αν δεν πληρώσουν με αίμα όλοι όσοι είναι υπεύθυνοι για τον πόνο που έσπειραν στην οικογένειά του.
Ο Χιούγκο Γουίβινγκ κρατάει τον πιο αμφίσημο, και συνεπώς ενδιαφέροντα ρόλο, ενώ ο λακωνικός Μόου Ντάνφορντ σκοτώνει χωρίς έλεος, όντας μισθοφόρος μπαρουτοκαπνισμένος στο Αφγανιστάν ‒ ναι υπήρχε ένοπλη κίνηση εκεί και το μακρινό μαύρο '47... Παρακολουθείται ως θρίλερ εκδίκησης.
#MeToo? Όχι ιδιαίτερα...
THREE DAYS IN QUIBERON
Αντί να πελαγώσει με τη μυθιστορηματική ζωή της Ρόμι Σνάιντερ, η Βερολινέζα, ιρανικής καταγωγής Έμιλι Ατέφ καταπιάνεται με τις τρεις ημέρες που διήρκεσε η τελευταία συνέντευξη της πιο φουρτουνιασμένης σταρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Στα χειρότερά της, πριν φτάσει το απόλυτο ναδίρ με τον τραγικό θάνατο του γιου της, λίγους μήνες μετά, η Σνάιντερ ανοίχτηκε όπως καμία συνάδελφός της δεν έχει τολμήσει να κάνει έκτοτε στις αρχές της δεκαετίας του '80 στο περιοδικό «Stern» και σε έναν φωτογράφο που γνώριζε και συμπαθούσε από παλιά, ποζάροντας άβαφη και απροσποίητη, ή σχεδόν, καθώς η γοητεία και το παιχνίδισμα, όπως φαίνεται και στο φιλμ, ήταν αναπόσπαστα στοιχεία του χαρακτήρα της, αλλά και της ζαλάδας στην οποία είχε περιέλθει.
Γυρισμένο σε ήπιο μαυρόασπρο, στη λουτρόπολη Κιμπερόν στη Βρετάνη, εκεί όπου είχε προσπαθήσει να αποτοξινωθεί, το βιογραφικό ενσταντανέ μπορεί να μην είναι μια κλασική φεστιβαλική συμμετοχή, στο μέτρο που όφειλε να πρωτοτυπήσει ή να μπερδέψει με εξεζητημένο στυλ, αλλά ξεφεύγει από τους συνήθεις σκοπέλους του απόλυτου πορτρέτου.
Υιοθετεί το επιτόπιο ρεπορτάζ που προσπάθησε να εφαρμόσει ο πρώην πολιτικός συντάκτης του δημοφιλούς γερμανικού περιοδικού, μαζί με το γεμάτο δέος βλέμμα στο χάος της ψυχής μιας ενοχικής γυναίκας.
«Πρέπει να συνεχίζουμε να ζούμε ή να τρελαινόμαστε» είπε η Σνάιντερ που πάσχιζε να αποτινάξει τις ρετσινιές, τους λάθος άνδρες, τη μητρική ανημπόρια και, φυσικά, τη «Σίσσυ», έναν ρόλο ευχή και κατάρα, που συνάντησε στα 15 της χρόνια και την μάρκαρε ως αγία, σε αντίθεση με την κατηγορία της πόρνης που της είχαν κολλήσει οι συμπατριώτες της, που την ήθελαν για πάντα μια άσπιλη, τέλεια πριγκίπισσα.
Η Μαρί Μπόιερ είναι καταπληκτική, γεννημένη για τον ρόλο, τον οποίο μάλιστα απωθούσε επί χρόνια, λόγω ομοιότητας, αλλά ευτυχώς αποδέχτηκε, σε ένα ταιριαστό και ψαγμένο σενάριο.
#MeToo factor: Δεν έχει πιο πολύ. Η Σνάιντερ είναι η επιτομή της κακοποιημένης γυναίκας από τον Τύπο, τη μάνα της και τον κόσμο, που τη χειραγωγούσαν μια ζωή και δεν την άφηναν να κάνει τα λάθη της ιδιωτικά και να τα βιώσει ως κανονικός άνθρωπος.
THE HAPPY PRINCE
Από τη δυστυχισμένη πριγκίπισσα Σίσσυ, των δακρύων και της συμφοράς, στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα» του Όσκαρ Ουάιλντ, το παραμύθι που διηγούνταν στα δυο παιδιά του και τον συνόδευσε στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν την αποφυλάκισή του.
Ο Ρούπερτ Έβερετ είναι ίσως πιο συγγενής του Ουάιλντ από τον Στίβεν Φράι που τον είχε υποδυθεί παλιότερα στον κινηματογράφο και η ταινία φαίνεται να είναι το έργο ζωής του.
Όντως, σε κάθε σκηνή υπάρχει εγγεγραμμένη πληροφορία για το έργο και τους τρόπους του συγγραφέα και οι συνδέσεις που επιχειρεί ο Έβερετ λειτουργούν (περισσότερο) με επιμέλεια και συχνά με φαντασία.
Ωστόσο, μια αίσθηση déjà vu αμβλύνει το σύνολο, καθώς και μια συνεχής έγνοια για έμφαση στην αυτοκαταστροφικά πνευματώδη συμπεριφορά του.
Ο Έβερετ σήκωσε όλο το εγχείρημα στους ώμους του και ως ηθοποιός ποτέ δεν κατείχε την απαραίτητη ευελιξία για να δημιουργήσει κάτι τόσο συναρπαστικό και τραγικό σαν το πολυσχιδές παζλ που λεγόταν «Wilde». Σίγουρα, όμως, είναι αρκούντως ιδιαίτερος για τον ρόλο.
#MeToo στιγμή: Η σύζυγός του παραμένει η μοναδική γυναικεία παρουσία σε ένα εντελώς ανδρικό καστ ‒ και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Την υποδύεται η Έμιλι Γουότσον και παίζει με σωστό συναίσθημα το κακοποιημένο φάντασμα στη ζωή του.
SEVEN DAYS IN ENTEBBE
Πολλοί αναρωτιούνταν αν θα μετατρεπόταν ποτέ σε καλή ταινία η συναρπαστική αεροπειρατεία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη το καλοκαίρι του 1976, όταν ένα αεροπλάνο των γαλλικών αερογραμμών οδηγήθηκε στην Ουγκάντα του Ίντι Αμίν από Γερμανούς και Παλαιστίνιους τρομοκράτες, ή απελευθερωτές, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς.
Τελικά, θα πρέπει να περιμένουν οι σκεπτικιστές, γιατί ο Χοσέ Παντίγια, ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης που το 2008 βραβεύτηκε με Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο για το «Elite Squad», έδωσε μεν κίνηση, ενέργεια και αφήγηση στην ιστορία, αλλά δεν απέφυγε την περιγραφικότητα και τις συμβάσεις στην παράθεση του πολιτικού θεάτρου, μέσα στα διλήμματα και τις προσωπικές αντεγκλήσεις που ταλάνιζαν τους πρωταγωνιστές τους.
Με άλλα λόγια, η δραματοποίηση της ιστορίας φαίνεται και ακούγεται τεχνητή σε πολλά σημεία για να πλαισιώσει το δράμα που εκτυλίχθηκε στην πραγματικότητα. Ωστόσο, οι «7 Ημέρες στο Εντέμπε» κυλούν με ροή και ενδιαφέρον, επαγγελματικά εκτελεσμένες.
#MeToo χαρακτήρας: Η Ρόζαμουντ Πάικ, λουσμένη στις τύψεις από τον θάνατο της θρυλικής της φίλης, Ούλρικε Μάινχοφ, διεκδικεί με δυναμισμό μια θέση στους πρωταγωνιστές του δράματος, χωρίς τις συνηθισμένες «γυναικείες» αδυναμίες ‒ πιο ευάλωτος είναι ο χαρακτήρας του Ντάνιελ Μπρουλ.
RIVER'S EDGE
Ανοίγοντας επίσημα το Panorama της Berlinale, ο Ισάο Γιουκισάντα (στην τρίτη του παρουσία στο συγκεκριμένο τμήμα) διασκευάζει ένα manga που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία των '90s με συγκροτημένο ύφος και σαφή προσανατολισμό στα θέματα της σχολικής βίας, της οικογενειακής αποξένωσης, του διαχωρισμού του σεξ από το συναίσθημα και της κλασικής εφηβικής απάθειας.
Ο ανταγωνισμός κοντράρει συνεχώς την αλληλεγγύη σε ένα προάστιο του Τόκιο και το βιομηχανικό περιβάλλον απλώς επιτείνει το angst.
Ο Γιουκισάντα εμβολιάζει με kinky εκρήξεις ένα μονοχρωματικό στυλιζάρισμα, αλλά δεν φέρνει τίποτε καινούργιο, πόσο μάλλον συναρπαστικό, στα θέματα που πραγματεύεται ‒ μερικά από τα οποία, δεν εξηγεί καν επαρκώς...
#MeToo μαθήτρια:Η Γουακακούζα είναι εκείνη που αντιστέκεται στον άστατο φίλο της και στη γενικότερη διάβρωση, προσπαθεί να σώσει τον ομοφυλόφιλο συμμαθητή της που τρώει άπειρο ξύλο και δίνει ενέργεια στο κλίμα της περιρρέουσας ματαίωσης.