ΤΟ ΠΟΣΟ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ και ανεξάντλητη υπήρξε η παρέμβαση του Διονύση Σαββόπουλου σ’ αυτό που ονομάζουμε «ελληνικό ροκ», στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70, είναι κάτι που έχει αναλυθεί πολλές φορές στο παρελθόν και δεν υφίσταται κανένας απολύτως λόγος, ώστε να ειπωθεί κάτι παραπάνω.
Θα γίνω, εννοώ, εντελώς κουραστικός, αν αρχίσω να λέω και να ξαναλέω τι σήμαινε το «Περιβόλι του Τρελλού» (10/1969) και ιδίως τι σήμαινε ο «Μπάλλος» (3/1971) και το «Βρώμικο Ψωμί» (12/1972) –κυρίως αυτά τα δύο LP– για την ταυτοποίηση του rock με ελληνικό περιεχόμενο, που ήταν και το ζητούμενο δηλαδή.
Το ροκ για τον Διονύση Σαββόπουλο εκτός από το fun ήταν και κάτι άλλο, που έλειπε από τα περισσότερα γκρουπ και τους καλλιτέχνες της εποχής. Η επικοινωνία με τη ντόπια παράδοση και το ελληνικό στοιχείο, μέσα από ένα σύγχρονο-καίριο τρόπο (και κυρίως λόγο).
Ελληνικό ροκ, λοιπόν, με φορέα νοημάτων τη γλώσσα μας και με ηχητική πλατφόρμα γεμάτη από τα ποικίλα ελληνικά στοιχεία, ανακατεμένα με όλα εκείνα που έρχονταν από το εξωτερικό. Κάπως έτσι στην τραγουδοποιία του Σαββόπουλου τα τέσσερα βασικά συστατικά του ολοκληρωμένου άσματος, ο στίχος, η μουσική, η ερμηνεία και η ενορχήστρωση (μαζί, τούτη, με τους υπόλοιπους μουσικούς) δούλεψαν με παραγωγικό τρόπο, δημιουργώντας ένα άμεσο «μέτρο σύγκρισης». Ένα αναλλοίωτο και εν πολλοίς αξεπέραστο πρότυπο.
Η πιο αποφασιστική κουβέντα που έχει πει ο ίδιος ο Σαββόπουλος για τον εαυτό του εν σχέσει με το ροκ είναι εκείνη η προμετωπίδα της συνέντευξής του στον Μιχαήλ Μήτρα, που δημοσιεύτηκε στον τόμο «Χρονικό 1972», του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου ΩΡΑ. «Είμαι ένας Έλλην που παίζει ροκ».
Τίποτα πιο λιτό, πιο σαφές και πιο αποκαλυπτικό. Στην ίδια συνέντευξη (31/8/1972) ο Σαββόπουλος λέει κι άλλα (περί το ροκ) εξίσου ενδιαφέροντα…
«Εγώ, όπως προσπάθησα να πω και λίγο πριν, πιστεύω πως Έλληνας δεν είναι ο κάτοικος ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου. Είμαι ένας Έλλην, ο οποίος παίζει ροκ. Ροκ, διότι νοιώθω ροκ – όπως λέμε ‘νοιώθω χτυπημένος’. Το ροκ δεν είναι τόσο φόρμα όσο είναι μάλλον ένα αλφαβητάρι ή είναι μια φόρμα ατελής –ευτυχώς– της οποίας οι ρωγμές επιτρέπουν να φαίνεται η από μέσα αιμορραγία».
Μπορεί να ήσουν ροκ χωρίς να… αιμορραγείς; Είναι ένα ερώτημα αυτό, που θα μπορούσε να είχε απευθυνθεί σε όλους τους «ήρωες» της εποχής...
«Αυτό σήμερα που λέγεται ‘ελληνικό ροκ’ μοιάζει πολύ μ’ εκείνο που τότε λεγόταν ‘νέο κύμα’, από την άποψη ότι είναι εξ ίσου ελαφρό. Η μόνη τους διαφορά είναι ότι το ‘ελληνικό ροκ’ έχει λιγότερο ‘μανατζεριλίκι’ απ’ ότι είχε το ‘νέο κύμα’. Γενικά έχει πιο αδύναμες δημόσιες σχέσεις από εκείνο. Βέβαια διαθέτει ένα μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα το σημερινό πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, τα παιδιά που παίζουνε ροκ στον τόπο μας, στην πλειοψηφία τους παίζουνε ροκ από ευχαρίστηση, κι όταν παίζουμε μια μουσική από ευχαρίστηση το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να μην ευχαριστιόμαστε ούτε εμείς που παίζουμε, αλλά ούτε κι εκείνοι που μας ακούνε. Υπάρχει η εντύπωση πως το κάθε πράγμα ανήκει σ’ εκείνον που το θέλει περισσότερο, κι έτσι ένας νέος που παίζει σήμερα στην Ελλάδα ροκ πιστεύει πως για να παίξει ροκ, αρκεί να το γουστάρει πολύ. Δεν είναι αρκετό. Ο μόνος τρόπος για να αποχτήσουμε ένα πράγμα είναι όχι να το θέλουμε πάρα πολύ, αλλά να αποφασίσουμε να παραδοθούμε εμείς σ’ αυτό, έτσι που να μας θέλει εκείνο. Δηλαδή να χτιστούμε εμείς ζωντανοί εκεί μέσα».
Το ροκ για τον Διονύση Σαββόπουλο εκτός από το fun ήταν και κάτι άλλο, που έλειπε από τα περισσότερα γκρουπ και τους καλλιτέχνες της εποχής. Η επικοινωνία με τη ντόπια παράδοση και το ελληνικό στοιχείο, μέσα από ένα σύγχρονο-καίριο τρόπο (και κυρίως λόγο).
Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα (περιοδικό «Σχολιαστής» #6, 9/1983) ο Σαββόπουλος θα πει κάτι ακόμη για το ροκ, εξ ίσου ή και περισσότερο σημαντικό…
«Το ροκ υπήρξε η μόνη πραγματική αντιπολίτευση στη Δύση. Απέναντι στο μουσικό ορθολογισμό της Δύσης. Εκεί που το τραγούδι φτιάχνεται πλέον με κομπιούτερ και κλισέ παραγωγών, βγήκαν αυτά τα υπέροχα τσογλάνια και φτιάξαν αυτή την αναγέννηση, το ροκ. Αλλά τέτοια σπουδαία πράγματα δεν είναι εύκολο να συνεχίσουν, παρά μόνο όταν κατά τη γνώμη μου συναντηθούν με μια μεγάλη διαχρονική παράδοση που να μπορεί να τα υποδεχθεί και να τα καταστήσει δυνατά, ακόμα και πέραν της νεανικότητάς τους. Αλλά τέτοια παράδοση δεν νομίζω ότι υπάρχει στη Δύση.
Ψάχνουν τώρα οι βετεράνοι του ροκ, όσοι επέζησαν από τα ναρκωτικά ή τον τρόμο του κοινού. Αλλά τι μπορούν να βρουν; Πηγαίνει ο Dylan στον προτεσταντισμό. Αλλά τι να του δώσει ο προτεσταντισμός; Μόνο νόμους και εντολές σε στυλ ‘άμα κάνεις το καλό θα αμειφθείς, άμα κάνεις το κακό θα τιμωρηθείς’.
Διότι αυτό είναι ο προτεσταντισμός, μια νομολατρεία, ένα τελειωμένο κείμενο, που δεν μπορεί να μας δει, παρά μόνο ως όργανά του. Νιώθω ότι είναι διαφορετικά τα πράγματα σε μας.(…)».
Τραγούδι… αφιερωμένο «στον ΣΤΕΛΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ που γύρεψε μια ταπεινή θέση στο πάθος»…
Δημοσθένους λέξις
σχόλια