Λαξευμένο στον βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, πάνω από το θέατρο του Διονύσου, βρίσκεται το σπήλαιο του χορηγικού μνημείου του Θρασύλλου. Πρόκειται για ένα μνημείο που μαγνητίζει το βλέμμα όσων διασχίζουν τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου αλλά και εκείνων που παρατηρούν τη θέα από την αίθουσα του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Εδώ και έναν χρόνο έχει ολοκληρωθεί η αναστήλωσή του και οι επισκέπτες του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης μπορούν να το θαυμάσουν στη νότια κλιτύ της. Στο πλάτωμα όπου ξεπροβάλλει ένα τεράστιο πεύκο υπάρχουν ενημερωτικές πινακίδες που σε πληροφορούν για την ιστορία αυτού του ξεχωριστού μνημείου. Όμως, για λόγους ασφαλείας, το εσωτερικό του δεν είναι προσβάσιμο.
Ο αρχιτέκτονας-αναστηλωτής του χορηγικού μνημείου, δρ Κωνσταντίνος Μπολέτης, τέως πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Μνημείων Νότιας Κλιτύος Ακροπόλεως, μας αφηγείται την ιστορία του: «Το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου, γνωστό και ως Θρασύλλειο, βρίσκεται στη νότια κλιτύ της Ακροπόλεως, επάνω από το Διονυσιακό Θέατρο, και ήταν προσαρμοσμένο στο στόμιο σπηλαίου στον κατακόρυφα λαξευμένο βράχο στα ριζά του Ιερού Βράχου, τη λεγόμενη "κατατομή". Χρονολογημένο από την επιγραφή του επιστυλίου του στο 320/19 π.Χ., ακολουθεί τον τύπο των ναϊσκόμορφων χορηγικών μνημείων και βρίσκεται στο μεγαλύτερο σπηλαίο της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης.
Εδώ και έναν χρόνο έχει ολοκληρωθεί η αναστήλωσή του και οι επισκέπτες του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης μπορούν να το θαυμάσουν στη νότια κλιτύ της. Στο πλάτωμα όπου ξεπροβάλλει ένα τεράστιο πεύκο υπάρχουν ενημερωτικές πινακίδες που σε πληροφορούν για την ιστορία αυτού του ξεχωριστού μνημείου.
Το μνημείο αναμορφώθηκε το 271/70 π.Χ. από τον Θρασυκλή, υιό του Θρασύλλου, αγωνοθέτη των Μεγάλων Διονυσίων. Ο Παυσανίας αναφέρεται έμμεσα στο Θρασύλλειο, παρέχοντας την πληροφορία ότι στο σπήλαιο υπήρχε παράσταση του φόνου των παιδιών της Νιόβης από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη.
Η όψη του, σχεδόν αντίγραφο της δυτικής όψης της νότιας πτέρυγας των Προπυλαίων της Ακρόπολης, είχε μορφή δίθυρου πυλώνα με παραστάδες, κεντρικό πεσσό, θυρώματα, επιστύλιο με συνεχή σειρά σταγόνων, ζωφόρο και γείσο. Η ζωφόρος έφερε διακόσμηση με δέκα στεφάνια ελιάς, ανά πέντε ένθεν και ένθεν ενός κεντρικού από κισσό, ενώ επάνω από το γείσο εδράζονταν βάθρα για τους χορηγικούς τρίποδες του Θρασύλλου και του Θρασυκλέους. Στο κτίριο εναλλάσσεται μάρμαρο πεντελικό, από τον Υμηττό και νησιωτικής προελεύσεως.
Μετά την εγκατάσταση μέσα στο σπήλαιο χριστιανικού ναϋδρίου, αφιερωμένου στην Παναγία τη Σπηλιώτισσα, το χορηγικό μνημείο διατηρούνταν σχεδόν ακέραιο, με ορισμένες μορφικές αλλοιώσεις, όπως το φράξιμο των ανοιγμάτων του με τοίχους. Λόγω της προβεβλημένης θέσης του, της ιδιότυπης αρχιτεκτονικής του μορφής και της καλής διατήρησής του, αποτελούσε προσφιλές θέμα στην ιστορική εικονογραφία των μνημείων των Αθηνών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη θέση του εικαζόμενου τρίποδα του Θρασύλλου, στο μέσον του επιθέματος των βάθρων επάνω από τον θριγκό του μνημείου, διακρίνεται σε έργα της ιστορικής εικονογραφίας ένα μαρμάρινο άγαλμα του Διονύσου, επέμβαση χρονολογούμενη, σύμφωνα με τις επικρατέστερες επιστημονικές απόψεις, τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το άγαλμα αποσπάστηκε το 1802 για λογαριασμό του λόρδου ΄Ελγιν και εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Σύμφωνα με όσα μας λέει ο κ. Μπολέτης: «Το μνημείο κατέρρευσε μετά από κανονιοβολισμό το 1827, κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν πολλοί από τους αγωνιστές της ομάδας που είχε αναλάβει την υπεράσπισή του. Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία είχε εξαγγείλει την αναστήλωσή του, ωστόσο μέρος του διάσπαρτου αρχιτεκτονικού υλικού του αναλαξεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε στην αποκατάσταση της βυζαντινής εκκλησίας της Σωτήρας του Νικοδήμου, ευρύτερα γνωστής ως Ρωσικής Εκκλησίας. H ύπαρξη ενός χριστιανικού ναϋδρίου ήδη από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους εντός του σπηλαίου του χορηγικού μνημείου του Θρασύλλου είναι πολύ πιθανή. Η Παναγία Σπηλιώτισσα, στη μορφή που διατηρείται σήμερα πίσω από την πρόσοψη του αρχαίου μνημείου, διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Διαθέτει τριμερή εσωτερική διάρθρωση, η οποία ακολουθεί τη μορφή που είχε δοθεί στο σπήλαιο από τους αρχαίους χρόνους».
Όταν εισχωρούμε στο εσωτερικό του μνημείου ένας άλλος κόσμος προβάλλει μπροστά μας. Ο εσωτερικός διάκοσμος, οι εικόνες, οι επιγραφές και οι λεπτομέρειες που αναδύονται είναι επιβλητικές.
Στη συζήτησή μας, ο αναστηλωτής του μνημείου τονίζει ότι τα προβλήματα πρόσβασης αποθάρρυναν τους σύγχρονους ερευνητές. «Τα εμπόδια αυτά ήρθησαν από το 2002, όταν εγκαταστάθηκε αρχικά ένα εκτεταμένο σύστημα ραγών μετακίνησης λίθων για την τεκμηρίωση του δομικού υλικού του και αποτυπώθηκε με τη βοήθεια της φωτογραμμετρίας η βραχώδης περιοχή του διονυσιακού θεάτρου όπου δέσποζε το μνημείο. Το 2002 εκπονήθηκε η δική μου μελέτη αποκατάστασής, ενώ, κατά την έρευνα, πολλά σημεία του μνημείου αποσαφηνίστηκαν με τη βοήθεια σχεδίων των J. Stuart και N. Revett (1751-3), του Ε. Dodwell, του L.-F.-S. Fauvel και άλλων καλλιτεχνών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα».
Το αναστηλωτικό πρόγραμμα του μνημείου του Θρασύλλου είχε ως στόχο τόσο την αποκατάσταση του «άτυχου» αρχαίου κτιρίου σε κάτοψη και σε όψη, για την ανάδειξη της διδακτικής του διάστασης, όσο και την προστασία του αξιόλογου σωζόμενου αρχιτεκτονικού υλικού μέσω της δομικής αποκατάστασης και επανένταξής του στον οργανισμό του κτιρίου.
Αντικρίζοντας τις τοιχογραφίες που έχουν εμφανιστεί μετά την αναστήλωση, ο κ. Μπολέτης υπογραμμίζει ότι πρόκειται για τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα εκκλησιαστικού ζωγραφικού διακόσμου σε ολόκληρη την περιοχή της Ακροπόλεως.
Έχει, πάντως, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός πως το Θρασύλλειο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και επηρέασε μορφολογικά ένα μεγάλο αριθμό κτιρίων του κινήματος του νεοκλασικισμού και της ελληνικής Αναγέννησης στην Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. «H αρχιτεκτονική τεκμηρίωσή του από τους Βρετανούς James Stuart και Nicolas Revett, καθώς και άλλους καλλιτέχνες, έγινε πηγή άντλησης μορφολογικών στοιχείων από μεγάλους αρχιτέκτονες του ρεύματος του κλασικισμού σε ευρωπαϊκές χώρες κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αλλά και αργότερα. Στο Θρασύλλειο, τα τρίγλυφα και οι μετόπες, τα αναμενόμενα δηλαδή αρχιτεκτονικά στοιχεία που κοσμούσαν τον θριγκό ενός κτιρίου δωρικού ρυθμού, είχαν αντικατασταθεί από έναν συνεχή κανόνα με σταγόνες και δέκα στεφάνια ελιάς στη ζωφόρο», αναφέρει ο κ. Μπολέτης και συμπληρώνει: «Απέκτησε λεπτομερή και σε μεγάλη κλίμακα εικόνα προς απομίμηση ή έγινε το έναυσμα δημιουργικών παραλλαγών, προσφιλές και δόκιμο διακοσμητικό θέμα της ζωφόρου των κτιρίων. Μία από τις πλέον καθαρές και πρώιμες υιοθετήσεις του μορφολογικού θέματος του θριγκού του Θρασυλλείου βρίσκεται στη Rotunda του Καπιτωλίου της Ουάσιγκτον, έργο του Charles Bulfinch του 1829. H γενική μορφή του στεφανιού και του πλοχμού των κλάδων του παραμένει, ωστόσο τα φύλλα είναι από δρυ, με άλλη, συμβολική προσέγγιση».
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα μνημείο του οποίου η θέαση από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και το Μουσείο της Ακροπόλεως έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στην κατανόηση της περιοχής της νότιας κλιτύος κατά τους αρχαίους χρόνους. Το κυριότερο είναι ότι, πλέον, λειτουργεί ως ένας ιστορικού ενδιαφέροντος πόλος έλξης για το κοινό αλλά και ως ένα σημαντικό τοπόσημο της πόλης που ενώνει το χθες με το σήμερα.
Επιβλέποντες μηχανικοί ήταν ο μελετητής του μνημείου δρ Κων. Μπολέτης, αρχιτέκτονας αναστηλωτής, και η Ευφρ. Σαμπά, πολιτικός μηχανικός MSc. Η συντήρηση του τοιχογραφικού διακόσμου έγινε από το τμήμα Συντήρησης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών υπό τον συντονισμό του τμηματάρχη Στ. Δασκαλάκη, συντηρητή.
σχόλια