Το αρχικό καρέ από το πρώτο βιβλίο του έπους «1800» του Θανάση Καραμπάλιου -που έχει τίτλο «Πατέρας»- είναι μια καλοσχεδιασμένη και ρεαλιστική απεικόνιση της Ελασσόνας του 19ου αιώνα, που θυμίζει σκηνή από αμερικάνικο γουέστερν. Στο δεύτερο καρέ εμφανίζεται ένας φουστανελοφόρος καβαλάρης, που καλπάζοντας μέσα στην ομορφιά του θεσσαλικού τοπίου, έρχεται να φέρει ένα μήνυμα στον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Δήμο Καραμάνο, έναν ήσυχο οικογενειάρχη που ζει με την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του στην περιοχή, καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας πρόβατα.
Αυτόματα σου έρχονται στο μυαλό καουμπόηδες και οι αδίστακτοι παράνομοι των γουέστερν, και, αν έχεις μεγαλώσει στην δεκαετία του '80, είναι αδύνατο να μην συνδέσεις το ξεκίνημα με σκηνή από το «Μπλεκ», το «Αγόρι» και τους «χάρτινους» πιστολέρηδες του «ρομαντικού» 19ου αιώνα (Όμπραξ, λοχαγό Μαρκ, Τρουένο). Το setting, η ατμόσφαιρα, η ένταση είναι σχεδόν ίδιες, αυτό που αλλάζει είναι το ιστορικό background και το μέρος.
Ο Καραμπάλιος -που με τον «Πατέρα» κέρδισε το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη στο φετινό Comicdom Con- τολμάει να φτιάξει ένα πατριωτικό graphic novel σε συνέχειες, ένα saga εμπνευσμένο από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821, τους κλέφτες και τους αρματολούς, τοποθετώντας τη δράση τους μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Καραμπάλιος -που με τον «Πατέρα» κέρδισε το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη στο φετινό Comicdom Con- τολμάει να φτιάξει ένα πατριωτικό graphic novel σε συνέχειες, ένα saga εμπνευσμένο από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821, τους κλέφτες και τους αρματολούς, τοποθετώντας τη δράση τους μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο που είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Όλα είναι αληθινά και πολύ προσεκτικά μελετημένα, οι χώροι, τα κτίρια, τα ρούχα και η εμφάνιση των ηρώων, ο τρόπος που μιλάνε και φέρονται, αλλά πάνω από όλα τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους ήρωές του, τα οποία είναι αληθινά πρόσωπα της εποχής πριν την επανάσταση, προσωπικότητες όπως του Νικοτσάρα, του Αλή Πασά, του Ανδρούτσου και του Καραϊσκάκη, οι οποίοι παίζουν σημαντικό ρόλο στο στόρι του «1800».
Τα πρόσωπα της οικογένεια του Καραμάνου μπορεί να είναι προϊόν της φαντασίας του δημιουργού τους, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι πραγματικά. Ο αγγελιοφόρος φέρνει στον πατέρα της οικογένειας ένα μήνυμα από έναν από τους ηρωικότερους αρματολούς του Ολύμπου, του Νίκου Τσάρα, το οποίο γίνεται η αφορμή για να αναδυθεί στην επιφάνεια το περιπετειώδες παρελθόν του. Από τη στιγμή εκείνη η ζωή του Καραμάνου αλλάζει και είναι αδύνατο να ζει πλέον ως «ραγιάς». Φεύγει για ένα ταξίδι στο βουνό, τον ακολουθούν δύο από τους γιους του που αγνοούν την προηγούμενη δράση του πατέρα τους, πριν γεννηθούν, και από το σημείο αυτό και μετά η ιστορία γίνεται συναρπαστική, περιέχοντας τα πάντα: έρωτες, δολοφονίες, μάχες, συγκίνηση και αγριότητες.
«Η αλήθεια είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό» λέει ο Θανάσης Καραμπάλιος πίνοντας καφέ νωρίς το πρωί, πριν ακόμα ο κόσμος αρχίσει να έρχεται στο Comicdom. «Προσπαθούμε να δούμε την ιστορία, τι γινόταν εκείνα τα χρόνια με τα μάτια τα σημερινά, κάτι που είναι λάθος. Η ιστορία δεν έχει μόνο μία αλήθεια, γι' αυτό έκανα μεγάλη έρευνα πριν αρχίσω να σχεδιάζω το "1800". Πρέπει να τα δεις όλα μέσα από τα μάτια των ανθρώπων της εποχής και το ιστορικό, το κοινωνικό, το ηθικό πλαίσιο των αρχών του 19ου αιώνα, κι αυτό είναι κάτι που δεν είναι εύκολο.
»Προσπάθησα να βρω βιβλιογραφία και διάβασα πολύ, έψαξα να βρω πηγές για να διασταυρώσω τα πάντα, γιατί δεν διδάσκεσαι τίποτα για αυτή την περίοδο στο σχολείο. Κανείς μας δεν έχει πραγματική εικόνα για το τι συνέβαινε στην Ελλάδα τα χρόνια πριν την επανάσταση, δεν διδάσκεται σωστά η ιστορία, γι' αυτό φτάνουμε στο σημείο να μας την διδάσκουν ο Άδωνις και ο Πλεύρης, κι αυτό είναι ξεφτίλα, γι' αυτό βλέπουμε να φωνάζει τόσος κόσμος "η Μακεδονία είναι ελληνική" και όλα αυτά τα καφριλίκια έναν χρόνο τώρα. Είναι τραγικό αυτό. Διαστρεβλώνεται η εικόνα του πολιτισμού που είχαμε ως χώρα, ακόμα και η λαϊκή παράδοση που την έχουμε ξεχάσει, την κάναμε φολκλόρ, γι' αυτό έχουμε χάσει την σύνδεσή μας με το παρελθόν.
»Όταν έκανα την έρευνα είδα ότι στην Πελοπόννησο ζήτημα ήταν να υπήρχαν πέντε σπίτια με τραπέζια, όλοι έτρωγαν στο πάτωμα. Όλοι έτρωγαν από ένα ταψί με ξερό ψωμί, με τα χέρια. Σου θυμίζει κάτι αυτό; Έρχονται οι πρόσφυγες και μας θυμίζουν τις ρίζες μας γιατί τις έχουμε ξεχάσει. Έχουμε αποφασίσει μόνοι μας ότι ανήκουμε στη Δύση και αφήσαμε μια παράδοση χιλίων χρόνων η οποία ήταν ανατολίτικη. Ήμουν οχτώ μήνες μέσα στη Μόρια, επειδή έκανα εκείνη την περίοδο τρελή έρευνα, κι έβλεπα πολλές ομοιότητες με τον κόσμο που ήταν εκεί, στο ήθος, στην μοιρολατρία που έχουν οι ανατολίτες που είχαμε κι εμείς εκείνα τα χρόνια, κι ακόμα και τώρα την έχουμε. Αν διαβάσεις τα βιβλία του Κυριάκου Σιμόπουλου θα καταλάβεις...
Την Πελοπόννησο την πήραν οι Τούρκοι από τους Φράγκους και έφεραν Αλβανούς να πολεμήσουν, οι οποίοι στη συνέχεια έμειναν στην περιοχή και σε κάποια φάση έγιναν μάστιγα, γιατί οι Αλβανοί ήταν πολεμικός λαός, ζούσαν από το τουφέκι. Το ίδιο και οι Σουλιώτες. Οι περισσότεροι ήρωες του '21 ήταν απλοί άνθρωποι με πολλές ιδιοτέλειες, αλλά είχαν μια σπιρτάδα στην σκέψη που δεν την βρίσκεις σήμερα. Κι εκεί είναι η μαγεία εκείνης της εποχής.
»Ας πούμε, οι Σουλιώτες δεν πολεμούσαν τσάμπα, ποτέ. Αφότου φύγαν από το Σούλι και πήγαν στα Επτάνησα ήταν σχεδόν σε όλους τους στρατούς, στην περίοδο της επανάστασης ήταν με την πλευρά του Αλή Πασά, κόντρα στους Τούρκους, αλλά μόλις τέλειωσε η πολιορκία των Ιωαννίνων, όπου πήγαν να πολεμήσουν, ζητούσαν λεφτά. Υπήρχε ακόμα και διαμάχη με τους άλλους στρατιώτες επειδή ζητούσαν διπλές μερίδες φαγητού, έλεγαν "εμείς είμαστε Σουλιώτες". Παρόλα αυτά, όταν τους είπε ο Ιμπραήμ «πρέπει να φύγετε με τα όπλα σας» -τα όπλα ήταν ζήτημα τιμής για οποιονδήποτε εκείνα τα χρόνια- αποφάσισαν να πουν "όχι, εμείς θα κάτσουμε όπου θέλουμε!".
»Ακόμα και με σύγχρονη ματιά να την δεις την ιστορία, που έχει πολλές δόσεις αλήθειας, πάλι την κοιτάς μονόπλευρα. Μιλάμε για την διπλωματία, τον έξυπνο Μαυροκορδάτο και τον μεγάλο διπλωμάτη Καποδίστρια, αλλά το πιο μεγάλο όπλο αυτών που εκπροσωπούσαν τον λαό ήταν ο ίδιος ο λαός, που είχε επαναστατήσει και είχε αποφασίσει να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει. Και στον ελλαδικό χώρο ο λαός δεν ήταν μόνο Έλληνες, μιλάμε για ανθρώπους με απίστευτες ιδιοτέλειες, που τους ένοιαζε πώς να φάνε, πώς να κονομήσουν, αλλά κάποια στιγμή το ξεπέρασαν αυτό και είπαν "πάμε για κάτι μεγαλύτερο".
Και, βεβαίως, υπήρξαν μύθοι όπως το κρυφό σχολείο, αλλά κάποιοι είχαν βάση. Για παράδειγμα, μόνο οι παπάδες ήξεραν γράμματα και μπορούσαν να διδάξουν τα παιδιά, κι επειδή αυτά δούλευαν όλη την ημέρα στα χωράφια ή στα κοπάδια με τα ζώα, τα δίδασκαν τη νύχτα. Ήταν ο μόνος χρόνος που είχαν ελεύθερο. Κι εγώ, επειδή μεγάλωσα σε μία αγροτική οικογένεια, οι γονείς μου είχαν καπνά, πήγα να δουλέψω στο χωράφι σαν ανήλικος από τα 12 μου, δεν γινόταν αλλιώς, η αγροτική οικογένεια στην Ελλάδα δούλευε πάντα πολύ, κι ακόμα και τώρα δεν έχουμε τον κλήρο τον τεράστιο, εκτός από κάποιους. Τότε ήταν όλοι έτσι.
Στην σκηνή με το «κρυφό σχολειό» που παραπέμπει στον πίνακα του Γύζη, το σχολείο που βρίσκονται τα παιδιά δεν είναι κρυφό, είναι με ανοιχτά τα παράθυρα αν το παρατηρήσεις. Μιλάνε στον παπά και λένε για τον Αγαθάγγελο, το κείμενο που χρησιμοποιούσαν τότε οι παπάδες για να τους μάθουν να διαβάζουν.
Για να βρω υλικό για τα ρούχα, τα αντικείμενα κλπ., μπήκα σε ένα σωρό σελίδες στο Facebook, σε forum, όπου η πλειονότητα των ανθρώπων ήταν πολύ χαμηλού επιπέδου. Τα σχόλια που έκαναν με προβλημάτισαν πολύ, γιατί εύκολα μπορεί να σε παρεξηγήσει κανείς όταν ασχολείσαι με θέματα πατριωτικά ή της ελληνικής ιστορίας.
Με τον Λευτέρη Σταυριανό των εκδόσεων Jemma μιλήσαμε πάρα πολύ όταν ξεκίναγα να σχεδιάζω το βιβλίο κι η πρώτη κουβέντα ήταν ότι δεν ήθελα να συνδεθώ με τίποτα με ανθρώπους που σηκώνουν τα χέρια ψηλά και ξυρίζουν το κεφάλι τους. Δεν θέλω να με διαβάσουν καν αυτοί οι άνθρωποι, συνειδητά δεν τους θέλω. Κάποιος μου έστειλε ένα μήνυμα ότι η εισαγωγή του "Πατέρα" είναι περιττή, επειδή εκεί ο Πάνος Ζάχαρης εξηγεί ότι το 1800 δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμούς και πατριωτισμούς με την απολύτως διαστρεβλωμένη έννοια του όρου.
"Η νεκρανάσταση της ακροδεξιάς και η καπηλεία εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και προσώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτούς, δημιούργησαν ενοχή και δισταγμό σε προοδευτικούς δημιουργούς που μπορεί να σκέφτονται να καταπιαστούν με θέματα όπως του 1800. Δεν είναι εύκολο να σκιτσάρεις φουστανέλα, όταν αυτή έχει καταντήσει αξεσουάρ περιθωριακών τύπων που δηλητηριάζουν με μίσος την κοινωνία. Όσο ο εθνικιστικός λόγος κερδίζει έδαφος, οποιαδήποτε αναφορά σε σύμβολα και πρόσωπα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 μπορεί λανθασμένα να θεωρηθεί από πατριωτική και ελληνοκεντρική, έως και εθνικιστική".
Το 1800 σπάει τα ταμπού και έρχεται σε μία εποχή που το ιστορικό κόμικ αρχίζει να ανθίζει γιατί η ελληνική ιστορία συγκινεί όλο και περισσότερους νέους δημιουργούς. Ο Ερωτόκριτος, τα Μυστικά του Βάλτου, η Πάπισσα Ιωάννα, κάνουν το ιστορικό κόμικ ελκυστικό και ανοίγουν το δρόμο για μια νέα γενιά δημιουργών που βγάζει καταπληκτικά πράγματα.
«Την δεκαετία του '60, στα πλαίσια των κλασικών εικονογραφημένων, είχαν γίνει κάποια κόμικ βασισμένα σε ιστορικά γεγονότα αλλά ήταν καθαρή προπαγάνδα, παρόλο που ήταν ωραίες δουλειές. Πάντα είχα πάθος για την ιστορία, από μικρό παιδάκι, αλλά πέρασε πολύς καιρός για να τολμήσω να ξεκινήσω ένα τέτοιο έργο, γιατί από 2012 που ανέβηκε η Χρυσή Αυγή οτιδήποτε παραπέμπει σε πατριωτικό είναι παρεξηγημένο. Σε κατατάσσει κάπου, γιατί έχουμε μάθει να κρίνουμε τους ανθρώπους από το εξώφυλλο. Πολιτικά ανήκω στον χώρο της αριστεράς, και σαν ιδεολογία και σαν άποψη, και μου έκανε εντύπωση πώς με αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι που είμαστε στον ίδιο χώρο όταν έβλεπαν το εξώφυλλο (μια οικογένεια με φουστανέλες). Μπορεί να είμαστε μαζί στα ίδια μαγαζιά, να ακούμε την ίδια μουσική, αλλά όταν έβλεπαν το εξώφυλλο "ξίνιζαν"».
Τον ρωτάω πόσο άλλαξε η ιδέα που είχε για την ελληνική επανάσταση η έρευνα που έκανε για αυτή. «Έμαθα πολλά πράγματα που είναι αδύνατο να τα ανακαλύψεις αν δεν ψάξεις μόνος σου» λέει. «Στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί όταν έμενα στα Χανιά και αποφάσισα να κάνω αυτό το κόμικ πήγα στη βιβλιοθήκη για να βρω υλικό και εκεί ήταν μια βιβλιοθηκάριος, μια σπουδαία ιστορικός, η οποία είχε κάνει ολόκληρη διατριβή πάνω στην επανάσταση, κι όταν της είπα τι ψάχνω, με φόρτωσε με ένα καρότσι βιβλία! Διάβασα πάρα πολύ, κι έμαθα πόσο σημαντικός ήταν ο Αλή Πασάς, ο οποίος είχε έναν κομβικό ρόλο για την Ελλάδα του 1800, χωρίς τον Αλή Πασά δεν θα είχαμε καταφέρει αυτό που έγινε.
»Έκανε περισπασμό για το δικό του συμφέρον, αλλά οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι αλλιώς. Πόσοι ξέρουν ότι ο Κολοκοτρώνης θέλησε να φτιάξει ελληνοαλβανικό κράτος στην Πελοπόννησο μαζί τον Αλή Φαρμάκη που να έχει για σημαία τον σταυρό και την ημισέλινο μαζί; Έχουμε ταυτίσει το "Έλληνας" με το "χριστιανός" επειδή η εκκλησία καπηλεύτηκε την επανάσταση. Όταν σήμερα, με κυβέρνηση της αριστεράς, βλέπεις ότι παίρνουμε ευχή από τον αρχιεπίσκοπο, γελάνε και οι πέτρες. Δεν γίνεται να ξεχνάμε το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, από πού ξεκινήσαμε. Το κλισέ που λένε όλοι ότι αν ξεχάσεις τις ρίζες σου είσαι χαμένος, δυστυχώς ισχύει πάρα πολύ σε μας. Γι' αυτό βλέπεις κι αυτή τη στροφή στα ιστορικά κόμικς, αλλά και γενικά τι γίνεται αυτή τη στιγμή στις τέχνες...».
Το 1800 βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο του αυτή τη στιγμή, με τίτλο «Ελένη», μια συγκλονιστική συνέχεια του «Πατέρα» που μπαίνει ακόμα πιο βαθιά στην ιστορία της οικογένειας Καραμάνου και εμπλέκει και τον Άλλη Πασά στο στόρι, και ο στόχος του Θανάση είναι να έχει τουλάχιστον τέσσερα ακόμα βιβλία μέχρι να ολοκληρωθεί. Ο Θανάσης γεννήθηκε το 1983 στο Παλαιόκαστρο Ελασσόνας και σήμερα ζει στη Λάρισα.
«Τον τελευταίο χρόνο ασχολούμαι μόνο με κόμικς και εικονογραφήσεις, δεν κάνω τίποτα άλλο» λέει. «Από το κόμικ δεν βγάζεις λεφτά, απλά σου ανοίγει πόρτες για άλλες δουλειές, κυρίως εικονογραφήσεις. Το κόμικ είναι κάτι που βγαίνει από μέσα μου, είναι προσωπική ανάγκη. Τον τελευταίο χρόνο ζω από την σύντροφό μου, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ μόνο με αυτό με στήριξε, αλλιώς δεν θα τα κατάφερνα. Ένας άνθρωπος που ασχολείται με εικονογράφηση και κόμικς, αν δεν έχει έναν περίγυρο ο οποίος να τον στηρίξει, να μην τον ξεχάσει, είναι δύσκολο να επιβιώσει. Όταν κάθεσαι να φτιάξεις ένα κόμικ δεν θες παρέα, μπορεί να είσαι και 10 και 12 ώρες μόνος σου εντελώς, αποκομμένος, αλλά κάποιος πρέπει να σε περιμένει πίσω. Όταν ξεκινάω τα μολύβια για να στήσω το κόμικς, εκεί δεν θέλω να μου μιλήσει κανείς. Μετά, στα χρώματα κάτι γίνεται...».
Info:
Τα δύο πρώτα βιβλία «Πατέρας» και «Ελένη»στη σειρά 1800 κυκλοφορούν από την Jemma Press.
σχόλια