Η είδηση πως ο Τάκης Μόσχος, ο Αργύρης της «Γλυκιάς Συμμορίας» πέθανε μετά από μια μακρά μάχη στο νοσοκομείο, σκόρπισε θλίψη σήμερα σε όσους αγάπησαν τον ηθοποιό μέσα από το ρόλο του στη θρυλική ταινία του Νίκου Νικολαΐδη.
Η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε τον Μάρτιο ήταν αφορμή να έλθει και πάλι στο προσκήνιο η καριέρα του Τάκη Μόσχου αν και ο ίδιος τα τελευταία χρόνια είχε επιλέξει να ζει μακριά από τα φώτα, στην Σκόπελο.
Οι φίλοι του Τάκη Μόσχου ζήτησαν βοήθεια όταν έγινε γνωστό πως είναι σε κώμα μετά από διπλό εγκεφαλικό που υπέστη τον περασμένο Μάρτιο. Οι φανς της ταινίας Γλυκιά Συμμορία γέμισαν μηνύματα το ίντερνετ, κάτι που έγινε και σήμερα καθώς έμαθαν πως ο Τάκης Μόσχος έφυγε από τη ζωή.
Η Γλυκιά Συμμορία του 1983, σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη, ήταν η ταινία που τον ανέδειξε και αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας ταινιών την οποία ο σκηνοθέτης ονόμασε «Τα χρόνια της χολέρας».
Ο πρωτότυπος ελληνικός τίτλος είναι μια αναφορά στον ελληνικό τίτλο της ταινίας του 1969 του Σαμ Πέκινπα, «Η άγρια συμμορία», και τη μουσική της ταινίας έχει γράψει ο Γιώργος Χατζηνάσιος.
Το 2006 ψηφίστηκε από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, ως μια από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες, κατακτώντας την 9η θέση. Η «Γλυκιά Συμμορία» το 1984, κυκλοφόρησε και σαν μυθιστόρημα, από τον δημιουργό της Νίκο Νικολαΐδη.
Όμως ο πρώτος του ρόλος ήταν στην ταινία «Άγγελος» (1982) σε σκηνοθεσία Γιώργου Κατακουζηνού, μια τολμηρή για την εποχή ταινία καθώς ήταν η πρώτη στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το θέμα της ομοφυλοφιλίας.
Ο Τάκης Μόσχος μιλούσε σπάνια, αλλά πάντα με ειλικρίνεια για το παρελθόν και είχε δημοσιοποιήσει το πρόβλημά του εθισμού του στα ναρκωτικά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Είχε επίσης πει πως ποτέ δεν κυνήγησε καριέρα ηθοποιού.
«Δεν ταυτίζομαι ποτέ με τους ρόλους που υποδύομαι. Το βλέπω πάντα καθαρά επαγγελματικά, σαν την όποια δουλειά. Τώρα κάνω τον ποιητή, τώρα κάνω τον οικογενειάρχη, τώρα κάνω το βιομήχανο. Εγώ ήμουν πάντα ο Μόσχος. Ποτέ δε δούλεψα ρόλο στο σινεμά, γιατί ποτέ δεν το ζητάνε. Τουλάχιστον, δεν το ζητούσαν οι σκηνοθέτες του ογδόντα και του ενενήντα, με τους οποίους δούλεψα εγώ. Στο σινεμά, ο ηθοποιός είναι ένα εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης μπορεί να σου κάνει ένα πλάνο και να μείνουν όλοι με το στόμα ανοιχτό ή και να σε αφήσει σε μία χλιαρή αφάνεια. Σε κάνει «θεό» ή «τέρας», ανοίγεις μια πόρτα και λες –«γεια σου πατέρα» ή αντικρίζεις ένα πτώμα.» είχε δηλώσει στον Αντώνη Παναγιωτόπουλο - Πιπεριάν για το avmag.
Στην ίδια συνέντευξη είχε πει μιλώντας από την Σκόπελο πως «Η ματαιοδοξία είναι ένας ιός που βρίσκεται εν ύπνωση και κάθε τόσο σου ρίχνει και έναν πυρετό. Όλοι θέλουμε μια επιβεβαίωση, έναν καλό λόγο. Εγώ είμαι από τη φύση μου σκοτεινός. Από ιδιοσυγκρασία, από τον πεσιμισμό που με διακρίνει πολλές φορές. Θα προτιμούσα να είμαι πίσω από τις κάμερες και όχι ηθοποιός, ηθοποιό με κάνανε και εγώ είπα, «οκ, τώρα είσαι ηθοποιός» και έζησα τη ζωή μου έκτοτε».
«Είμαι πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Όσο ξεδιάντροπος κι αν έχω γίνει κάποιες φορές, είμαι γενικά πολύ ντροπαλός. Είναι ο θάνατος, ίσως, που σε κάνει πιο συνειδητοποιημένο (δε θα πω όλα αυτά τα ποιητικά που λένε συνήθως για το θάνατο), αλλά όταν βλέπεις το σύστημά σου να καταρρέει και να ζεις για κάποιους μήνες σαν μελλοθάνατος είναι κάπως. Εγώ πέρασα μέσα από αυτό και βγήκα και αρκετά χρόνια κερδισμένος, ένας άλλος Τάκης. Εκτιμώ περισσότερο πια στιγμές όπως αυτή τώρα, που κάθομαι εδώ μαζί σας και τα λέμε. Με έπιασα να ακούω μουσική από το ράδιο και να ψιλοχορεύω και μάλιστα αναρωτήθηκα αν έχω λίγη από την ευλυγισία που είχα στα νιάτα μου, που ήμουν χορευταράς και έκανα και μερικές φιγούρες παραπάνω, για να τσεκάρω το σύστημα και διαπίστωσα ότι λειτουργεί...», είχει δηλώσει ο Τάκης Μόσχος.
Ο Τάκης Μόαχος έφυγε από την Αθήνα έχοντας αποφασίσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στο νησί των Σποράδών που παραδέχτηκε πως αγάπησε πολύ. Εκεί ασχολήθηκε με την Ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα Σκοπέλου (ΕΘΟΣ) στην οποία διατελούσε σκηνοθέτης, ενώ ήταν και σκηνογράφος, ενδυματολόγος, επιμελητής μουσικής, βαφέας και συντηρητής του παλιού κινηματογράφου «Ορφέας», στον οποίο δίνονται παραστάσεις.
«Είχα μια υπεροψία στο παρελθόν. Θέλω αν ακούω καλά λόγια για τη δουλειά μου, για μένα, αλλά πια έχω κατέβει από το καλάμι. Και έτσι το ευχαριστιέμαι περισσότερο» έχει εξομολογηθεί στο παρελθόν.
Η τελευταία του θεατρική εμφάνισή του ήταν τον Ιούλιο του 2012 στη Μικρή Επίδαυρο με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, ως μέλος της ομάδας ΑΣΙΠΚΑ.
Έκτοτε συμμετείχε σε τρεις ταινίες, τους «Αισθηματίες» του Ν. Τριανταφυλλίδη, «Το Μαξιλάρι» του Κ. Καλογιάννη και πιο πρόσφατα στην «Τσακισμένη Ψυχή» του Β. Χριστοφιλάκη.
Η συνέντευξη στον Χρήστο Παρίδη για το Έθνος το 2012 είναι μια εξομολόγηση για το πώς αντιμετώπισε τη ζωή και την καριέρα του.
Ζεις πια στη Σκόπελο. Σε αντιστάθμισμα της έντασης μιας προηγούμενης εποχής;
Καταρχάς για ποιον Τάκη θέλεις να μιλήσουμε; Τον προηγούμενο, τον παλιότερο; Ποιόν;
Υπάρχουν πολλοί ;
Τουλάχιστον τρεις. Κι ο ένας συνυπήρχεμε τον άλλον κατά εποχές. Η προηγούμενη κράτησε πολύ. Είχε πολύ ανησυχία, έκσταση, υπερβολή. Τώρα ζω στην Σκόπελο, με ησυχία, ηρεμία, αυτοσυγκέντρωση. Υπάρχει και μια ενδιάμεση γεμάτη αρρώστια, νοσοκομεία, ζητήματα ζωής και θανάτου. Πέρασα δύο χρόνια μ' αυτά. Πρώτα χημειοθεραπείες, τις οποίες αποφάσισα να σταματήσω, μετά το φευγιό μου.... Αλλά είμαι τυχερός, κι από αυτό γλύτωσα. Ή τουλάχιστον προς το παρών.
Αυτό αλλάζει τον άνθρωπο συθέμελα...
Ναι, τον αλλάζει πάρα πολύ. Μου ήρθε εντελώς ξαφνικά και με βρήκε τελείως απροετοίμαστο. Καθώς τα τελευταία χρόνια δεν δούλευα συχνά, ήμουν άφραγκος. Αλλά λειτούργησε ένα ένστικτο και μια αυτοσυντήρηση και τη σκαπούλαρα κι από εκεί. Τα παράτησα όλα κι έφυγα στη βόρεια Εύβοια σε ένα φίλο, άραξα, και σιγά σιγά συνήλθα.
Ας μιλήσουμε για τον Τάκη της ανέμελης εποχής, της δόξας.
Δεν πέρασα καμία δόξα. Ένα χλωμό αστεράκι ήμουν. Ένα αντι-αστεράκι.
Εσύ ο ίδιος δεν επιδίωξες μια καριέρα πιο «σημαντική»;
Ακριβώς. Εξαρχής άλλωστε το είδα ως επάγγελμα, βιοποριστικά. Δεν αισθάνθηκα καλλιτέχνης, μου έλαχε στο δρόμο μου. Δεν το έχω σπουδάσει ή ονειρευτεί ποτέ. Ούτε κατά διάνοια. Είχα επιστρέψει μετά από δέκα χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών στη Γερμανία και βρέθηκα στην Αθήνα άφραγκος, άγνωστος, ανέστιος. Ήμουν Χαλκιδαίος και είχα σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήξερα κανέναν εδώ. Έμαθα για μια ταινία που γύριζε ο Κατακουζηνός και πήγα να δουλέψω για το μεροκάματο. Είχα μάθει από τη Γερμανία που έκανα το μοντέλο και έβγαζα γρήγορα και εύκολα λεφτά.
Μιλάς για τον Άγγελο. Μετά ήρθε η Γλυκιά συμμορία και ο Νικολαϊδης;
Κι αυτό πάλι τυχαία. Πήγα για μια ατάκα, μετά μου έδωσε κάτι μεγαλύτερο και τέλος έπαιξα το ρόλο που θα έπαιζε ο Ρέτσος. Από εκεί και πέρα άκουσα μερικά καλά λόγια και άνοιξε ο δρόμος. Είπα στον εαυτό μου «Τάκη, τώρα είσαι ηθοποιός»!
Οι ταινίες του Νικολαϊδη τελικά αντικατόπτριζαν τα '80s ;
Νομίζω ότι οι ταινίες του Νικολαϊδη είναι λίγο άχρονες. Είναι τα βίτσια, τα πάθη και οι εμμονές του ίδιου. Δηλαδή ενός ανθρώπου του '60. Ήταν ροκ ο Νικολαϊδης.
Η Γλυκιά συμμορία δείχνει ένα απενοχοποιημένο στυλ ζωής που μόλις ξεκινούσε τότε. Το ζούσατε ως γενιά και στην πραγματικότητα ;
Μερικά πράγματα εγώ τα είχα ζήσει ως φοιτητής στη Γερμανία. Είχα κλέψει σούπερ μάρκετ που μετά το κάναμε στη Γλυκιά συμμορία, είχα κάνει ζωή κοινοβίου για πολλά χρόνια με άλλους όμοιους ή και ανόμοιους μου συμβιώνοντας στο ίδιο σπίτι, και γενικά δεν τα είχα καλά με το κατεστημένο. Ίσως γιατί είχα πατέρα μπάτσο και είχα μια απέχθεια για την εξουσία.
Πάντως η ταινία έχει καταγραφεί ως έκφραση μιας underground Αθήνας.
Ακριβώς. Ένα ειλικρινές underground, που δεν ντρεπόταν να δείξει ακόμα και πιο βιτσιόζικα ήθη. Λίγο πιο φρικιάρικες καταστάσεις, που για την Ελλάδα ηχούσαν σχεδόν εξωπραγματικές. Άλλο αν τα πράγματα πήγαν αλλού.
Ήταν όμως η αρχή...
Με άλλη μορφή, για άλλους λόγους και από άλλους δρόμους. Μια ψυχωτική εποχή. Μια ψύχωση που πλέον έχει μπει σε κάθε σπίτι, και δεν είναι μόνο κάποιων ομάδων και ιδιαζόντων ανθρώπων.
Μετά από λίγο ήρθε το lifestyle. Δεν νιώθεις ότι σας «έκλεψε» την ελευθεριότητα ;
Όχι μόνο. Αλλοίωσε τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Έζησα κι εγώ το lifestyle. Πήγαινα κάθε βράδυ στο Εργοστάσιο φορώντας παπιγιόν ενώ συγχρόνως ζούσα στα Εξάρχεια με άλλου τύπου παρέες. Παράλληλα κατέβαινα και στην Ομόνοια...
Η αναγνωρισιμότητα δεν ήταν πρόβλημα;
Ίσα ίσα που πολλά που έκανα πριν αρχίσουν να με αναγνωρίζουν, εντάθηκαν. Είπα, δεν θα μπω σε καλούπια επειδή με αναγνωρίζουν...
Πρόλαβες να καβαλήσεις το καλάμι;
Βέβαια. Είχα μια υπεροψία. Όταν ακούς μόνο καλά λόγια, σου την πέφτουν γκόμενες και γκόμενοι, τι περιμένεις; Μέχρι που ξέφυγα και έπεσα βαθιά στα ναρκωτικά. Τώρα, όλα αυτά είναι πολύ μακρινά.
Σου έχουν μείνει απωθημένα;
Όχι. Είμαι πολύ τυχερός και πολύ ευχαριστημένος. Έχω κάνει φοβερά λάθη, κούρασα τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Ξόδεψα χρήματα, υγεία, τύχη. Αλλά ίσως έπρεπε γιατί τώρα μ' αγαπάω πάρα πολύ και με προσέχω και με σέβομαι.
Συνέντευξη: Χρήστος Παρίδης
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΗΟΜΜΕ Ιουνίου 2012 της εφημερίδας Έθνος της Κυριακής
Ο Τάκης Μόσχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και στα 18 του χρόνια βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής, αλλά θα έφευγε μέχρι τη Γερμανία προκειμένου να γλιτώσει το στρατό.
Έφυγε λίγο πριν πέσει η χούντα και γύρισε επτά χρόνια μετά, αφού, όπως έλεγε, είχε γίνει τόσο Γερμανός που δεν μπόρεσε εύκολα να ενσωματωθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Την «πατρίδα» θα του την έδινε το σινεμά - ή αρχικά η διαφήμιση. Έχοντας δουλέψει ως μοντέλο στη Γερμανία, γνώρισε στην Ελλάδα τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη ο οποίος του πρότεινε να πάει μέχρι τη Stefi Films για να τον δουν. Εκεί τον διάλεξε ο Γιώργος Πανουσόπουλος για μια διαφήμιση κρασιού και μετά ήρθαν κι άλλες διαφημίσεις και ρόλοι κομπάρσου, πριν παίξει μια τραβεστί στον «Αγγελο» του Γιώργου Κατακουζηνού και στη συνέχεια τον Αργύρη στη «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαϊδη.
Ο Τάκης Μόσχος πέθανε την Δευτέρα 29 Απριλίου μετά από μακρά και δύσκολη περιπέτεια με την υγεία του, σε ηλικία 68 ετών.
σχόλια