Ο Άρθουρ δουλεύει ως κλόουν το πρωί και ως stand up κωμικός τα βράδια. Πολύ γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ο περίγελος είναι ο ίδιος και όχι αυτά που λέει ή κάνει. Το ανεξέλεγκτο γέλιο του, που ξεσπά τις λάθος στιγμές, αποδεικνύει ότι αδυνατεί να συντονιστεί με το κοινό του. Και όσο προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση τόσο περισσότερο γελοιοποιείται και αφήνει τον εαυτό του εκτεθειμένο, ακόμα και σε περιστατικά βίας.
Ο Τοντ Φίλιπς του Hangover εξαφάνισε το κόμικ από το σκοτεινό, ταραγμένο και βρόμικο Gotham των '70s που οραματίστηκε, εμπνεύστηκε βεβαίως από το στόρι, το επέκτεινε, το βάθυνε μαεστρικά και επέλεξε σοφά, μετά από τόσες μεταφορές, προσμείξεις και υβρίδια. Ο Joker του, ένας περιθωριακός ονόματι Άρθουρ Φλεκ, είναι σπαρακτικός, τραγικός στην ψυχική του απομόνωση και στην απέλπιδα προσπάθειά του να διακριθεί ως κωμικός. Βάφεται κλόουν όποτε καλείται να διασκεδάσει παιδάκια σε νοσοκομεία, δουλεύοντας για ψίχουλα σε ειδικό πρακτορείο που απασχολεί διασκεδαστές αυτού του είδους.
Ζει με την εύθραυστη μητέρα του, η οποία δεν έχει σταματήσει να γράφει σπαραξικάρδιες επιστολές ζητώντας υποστήριξη στον Τόμας Γουέιν, πατέρα του Μπρους, φιλάνθρωπο, ευεργέτη της πόλης και μελλοντικό δήμαρχο, για τον οποίο κάποτε εργαζόταν. Λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και επισκέπτεται σε εβδομαδιαία βάση μια σύμβουλο, που ωστόσο δεν τον «συμβουλεύει» τίποτε ουσιαστικό. Γελάει σε άκυρες στιγμές, νευρικά και παρατεταμένα, διακόπτοντας τον κλαυσίγελο με απόκοσμους ρόγχους.
Μια βραδιά στο μετρό ξεσπάει σε τρεις καλοντυμένους αλήτες, που μάλιστα δουλεύουν για τον Γουέιν. Τον κοροϊδεύουν, τον χτυπούν και τον κλοτσούν για την πλάκα τους κι εκείνος τους πυροβολεί και τους σκοτώνει, ξεφεύγοντας χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι φόνοι γίνονται το talk of the town μιας πόλης που βράζει και από το πουθενά βλέπει έναν μασκοφορεμένο άλλου τύπου να τα βάζει με τους προνομιούχους. Ξαφνικά, ο Φλεκ βλέπει το πρόσωπό του να ξεχωρίζει, έστω κι αν ο ίδιος δεν φαίνεται.
Ξεκινώντας από την ένδεια και την ανημπόρια, η ταινία που απέσπασε Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας πραγματεύεται την αλαζονεία της εξουσίας και την προβάλλει σαν συμπαγή, συγκεντρωμένη παραλλαγή του V for Vendetta, με καταλύτη έναν αυθεντικά δυστυχισμένο που καταντά το τέρας που ξεφύτρωσε στo πλατύσκαλο της πλουτοκρατίας της Wall Street και της πολιτικής αναισθησίας που θα ακολουθούσαν.
Παράλληλα, ο αγαπημένος του παρουσιαστής τηλεοπτικού talk show, ο Μέρι Φράνκλιν, αντίστοιχος του Τζόνι Κάρσον, τσιμπάει ένα απόσπασμα από μια καταστροφική εμφάνισή του σε νυχτερινό κέντρο για νέα ταλέντα του stand-up comedy και τον κάνει ρεζίλι, αν και η τηλεθέαση δείχνει πως ο κόσμος ψυχαγωγείται με τον καθόλου αστείο wannabe με το σπαστικό γέλιο. Η συγκυρία οδηγεί τον Φλεκ σε μια μοιραία και καθοριστική συνάντηση με το είδωλό του.
Το Joker συνδέει απροσδόκητα τον κεντρικό χαρακτήρα με την οικογένεια των Γουέιν και πανέξυπνα συνδέεται καλλιτεχνικά και θεματικά με τον Βασιλιά της Κωμωδίας, το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε. Η δράση του Joker τοποθετείται το 1981, αν και η ατμόσφαιρα απηχεί ολόκληρη τη δεκαετία που προηγήθηκε. Εκεί, ο Τζέρι Λιούις έπαιζε τον εδραιωμένο παρουσιαστή, τον Τζέρι, και ο νεαρός Ντε Νίρο τον επίδοξο κληρονόμο της εκπομπής του, τον επίσης unfunny και κακομοίρη Ρούπερτ Πάπκιν, ο οποίος προβάρει τα αξιοθρήνητα ανεκδοτάκια και τις άστοχες ατάκες του, προτού τον απαγάγει σε ένα ταιριαστό σχέδιο οριστικής αυτοκτονίας. Γι' αυτό και ο Φράνκλιν της ταινίας του Φίλιπς δεν είναι χαρισματικός, αστείος, ιδιαίτερα ξεχωριστός. Θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Πάπκιν στη ζώνη του λυκόφωτος. Ο Ντε Νίρο τον συλλαμβάνει ψυχρά, κυνικά.
Παρότι η ταινία είναι μια μεγάλη εισαγωγή σε έναν χαρακτήρα οικείο, μοιάζει με γνωριμία από την αρχή με έναν γελωτοποιό που έχουμε δει πολλές φορές σε αποκλειστικά δευτερεύον, και μάλλον αφηρημένο πλαίσιο. Αυτός ο Joker είναι αποφασιστικά ρεαλιστικός, αποπνέει μια απειλητική αίσθηση σε κάθε πλάνο του και πυροδοτεί καταστάσεις που γεννιούνται εξίσου από την ψυχή του Φλεκ και από το περιβάλλον στο οποίο κινείται. Δεν είναι μόνος, όσο κι αν αισθάνεται καταφρονεμένος, και μάλιστα μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία.
Ο ζόφος του Φίλιπς δεν εφάπτεται με εκείνον του Κρίστοφερ Νόλαν ‒ είναι συναισθηματικά κρουστός και ανθρώπινος σε κλίμακα. Δεν αφήνει τον άβολο θεατή να πάρει ούτε στιγμή τα μάτια του πάνω από τον μανιοκαταθλιπτικό Άρθουρ και το απρόβλεπτο alter ego που δημιούργησε σύμφυτα ο Χοακίν Φίνιξ. Μπορεί ο Σίζαρ Ρομέρο να υπηρέτησε με σαμπανιζέ καθήκον τον τηλεοπτικό χαρακτήρα, ο Τζακ Νίκολσον να καυχιέται πως ήταν ο δυσκολότερος ρόλος στην καριέρα του στην goth-pop εκδοχή του Τιμ Μπέρτον και ο Χιθ Λέτζερ να κυλίστηκε στα τρίσβαθα της ψυχασθένειας, αλλά ο Φίνιξ γίνεται ο πρώτος που χορεύει με ανατριχιαστική ακρίβεια με τον εαυτό του ‒ και τον διάβολο.
Η δυσκολία που προσθέτει είναι πως ο Φλεκ του δεν σκορπίζει το χάος επειδή δεν έχει τίποτα να χάσει αλλά επειδή πασχίζει με ελάχιστα ανταλλάγματα και δυσανάλογα μεγάλη επιτίμηση. Η ειρωνεία: είναι μέλος ενός συνόλου, και το αγνοεί. Χωρίς να συνθηματολογεί, το πορτρέτο του παλιάτσου πρίγκιπα του εγκλήματος, κόντρα στις διαμαρτυρίες των θυμάτων του Κολοράντο, ενώνει τη φωνή της με τη ρέουσα ανησυχία για τις σύγχρονες μαζικές δολοφονίες, δεν υποθάλπει τη βία. Αυτός ο Joker/Ταξιτζής σέρνεται σε έναν αληθινό τόπο πόνου και έρπει προς τα έξω, ώσπου χορεύει τρομακτικά στους ήχους του Γκάρι Γκλίτερ, στην αξέχαστη σκηνή στα σκαλοπάτια. Δεν σκοτώνει από μιμητισμό, αναίσθητα και «ωραία».
Ξεκινώντας από την ένδεια και την ανημπόρια, η ταινία που απέσπασε Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας πραγματεύεται την αλαζονεία της εξουσίας και την προβάλλει σαν συμπαγή, συγκεντρωμένη παραλλαγή του V for Vendetta, με καταλύτη έναν αυθεντικά δυστυχισμένο που καταντά το τέρας που ξεφύτρωσε στo πλατύσκαλο της πλουτοκρατίας της Wall Street και της πολιτικής αναισθησίας που θα ακολουθούσαν.