Έχουν περάσει 200 σχεδόν χρόνια από όταν η Δ' Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων δεχόταν τον Ιούλιο του 1829 αίτηση του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα και από την ίδρυση του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού, του οικισμού της Πρόνοιας έξω από το Ναύπλιο, για Κρήτες κυρίως πρόσφυγες. 662 κτίρια (καλύβες από πλινθοδομή ή πέτρα διαστάσεων 3x6 μ.) σε μία έκταση 24.000 τ.μ. για 2.200 -2.500 περίπου πρόσφυγες, όταν ο πληθυσμός του Ναυπλίου δεν έφτανε τους 10.000 κατοίκους.
Ογδόντα περίπου χρόνια αργότερα ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία εγκαθίσταται στη χώρα.
Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων άλλοι 40.000 πρόσφυγες εγκαθίστανται στη Μακεδονία, ενώ τον Μάιο του 1914 300.000 πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία ζητούν άσυλο. Μετά την τραγική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία χιλιάδες είναι οι πρόσφυγες που φθάνουν στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους το 1922. Η ειδική απογραφή του Απριλίου του 1923 καταγράφει 850.000. Ο αριθμός τους όμως πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το 24% των νέων προσφύγων εγκαθίσταται στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα περίχωρα. Σε λίγους μήνες ο πληθυσμός της επαρχίας Αττικής σχεδόν διπλασιάζεται. Από 501.615 κατοίκους στις αρχές της δεκαετίας του '20 φθάνει τους 866.924 στο τέλος της ίδιας δεκαετίας.
Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες προσφυγικού οικισμού (στέγαση, διατροφή, ιατρική φροντίδα) αντιμετωπίζονται από το κράτος, από ξένες και ελληνικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και οργανώσεις περίθαλψης προσφύγων και από ιδιώτες. Χρησιμοποιείται κάθε διαθέσιμο δημόσιο κτίριο, στρατόπεδο, σχολείο, θέατρο. Ακόμη και το Βαρβάκειο, το Δημοτικό Θέατρο, τα Παλαιά Ανάκτορα.
Όπου υπάρχουν ελεύθεροι χώροι στην πόλη ή στην περιφέρεια της, οι πρόσφυγες αναγκάζονται να χτίσουν μόνοι τους παράγκες με ό,τι υλικό βρουν, επιστρατεύοντας την ευφυΐα τους.
Θα περάσει αρκετός χρόνος για να συνειδητοποιήσουν οι Μικρασιάτες ότι τούτη η προσφυγιά δεν θα 'ναι προσωρινή. Η ευάλωτη διπλωματική επιτυχία δεν κράτησε για πολύ. Αυτή τη φορά η προσφυγιά ήταν μόνιμη, ήταν οριστική. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα ηττημένη, απογοητευμένη, οικονομικά εξαντλημένη, που προσπαθούσε να συνέλθει από μία δεκαετή στρατιωτική κινητοποίηση. Η Μεγάλη Ιδέα είχε σβήσει για πάντα.
Οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν τις προπατορικές τους εστίες. Είχε τη δυνατότητα η μάνα Ελλάδα να τους υποδεχθεί όπως έπρεπε; Ίσως να το ήθελε, αλλά μπορούσε;
Η Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα έχει ξεπεράσει τα 20.000.000 τ.μ. και ο πληθυσμός της έχει ξεπεράσει τους 200.000. Έλληνες και ξένοι πολεοδόμοι μελετούν τα σχέδια επέκτασης. Αυτό που προέχει είναι η πρόληψη της άναρχης επέκτασής της και η ανάγκη σχεδιασμού και οργάνωσης των νέων συνοικισμών, στον Κολωνό, τα Σεπόλια, την Ιερά Οδό, τον Άγιο Σάββα όπου είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται άναρχα, χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο και υποδομές. Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 μεταφέρει την προτεραιότητα στη Μακεδονία.
Οι περίπου 250.000 πρόσφυγες, όμως, δεν μπορούν να περιμένουν. Στις 23 Νοεμβρίου 1922 δημοσιεύεται το Ν.Δ. «Περί επιτάξεως ακινήτων δι' εγκατάστασιν προσφύγων και απαλλοτριώσεως οικοπέδων δι' ανέγερσιν προσφυγικών συνοικισμών». Συνολικά επιτάσσονται 8.000 ακίνητα. Δεν είναι δυνατόν να φτάσουν. Κι ενώ οι πρόσφυγες αρχίζουν να χτίζουν τα πρώτα παραπήγματά τους στην Κοκκινιά, στους Ποδαράδες, στο Παγκράτι και να δημιουργούνται οι πρώτοι αυθαίρετοι συνοικισμοί προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο χειμώνας που έρχεται, το κράτος θέτει σε ενέργεια τους ελάχιστους μηχανισμούς που διαθέτει για να αντιμετωπίσει τα άμεσα προβλήματα των προσφύγων. Η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας δεν βοηθά. Τα σχετικά με την προσφυγική στέγη μέτρα είναι λύσεις προσωρινές και βραχυπρόθεσμες.
Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) ιδρύεται στις 9 Νοεμβρίου '22. Ανεξάρτητος οργανισμός με μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το Ταμείο διαχειρίζεται ένα ποσό 360 εκατομμυρίων δραχμών. Μέχρι το τέλος της δραστηριότητάς του έχει παραδώσει 4.000 οικήματα, ενώ εκκρεμούν μετά το τέλος της δραστηριότητάς του το 1925, άλλα 2.500. Καθώς το Ταμείο δεν έχει τη δυνατότητα να παραχωρήσει μία κατοικία ανά οικογένεια, είναι αναγκασμένο να παραχωρεί ένα μόνο δωμάτιο. Οι κατοικίες διατάσσονται περιμετρικά γύρω από μία ορθογώνια αυλή ένα είδος αίθριου, όπου βρίσκονται οι κοινόχρηστοι χώροι υγιεινής.
Το Νοέμβριο του 1922 ο αρχιτέκτονας-μηχανικός του υπουργείου Παιδείας Γεώργιος Σούλης, γνωστός για τα σχολικά του κτίρια, με αρχικό στόχο να απαλλαγούν τα διδακτήρια από τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά εκεί, προτείνει να σχεδιάσει η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου έναν πρότυπο προσφυγικό οικισμό στην Ανάληψη. Η πρόταση γίνεται αποδεκτή από τους υπουργούς Παιδείας και Περιθάλψεως.
Σε ένα γήπεδο 11 στρεμμάτων αρχίζει να χτίζεται ο πρώτος οικισμός, ο οικισμός του Βύρωνα. Σύμφωνα με το σχέδιο ο οικισμός περιλάμβανε 1.764 κατοικίες και δύο μονοκατοικίες για τους πρόσφυγες Μητροπολίτες Εφέσου και Αμασείας, δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο, μαθητικά και λαϊκά λουτρά (χαμάμ), αγορά, λαϊκό ιατρείο, εργαστήρια χειροτεχνίας, ταπητουργίας και ξυλουργείο, διοικητικό κτίριο, δύο πάρκα, δύο πέτρινες γέφυρες στην είσοδο του οικισμού, σκυρόστρωση της κεντρικής οδού, εγκατάσταση ύδρευσης με υδαταποθήκη και βρύσες και δύο μικρά πάρκα.
Στο τέλος Απριλίου παραδίδονται τα τέσσερα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα με χαμάμ και χώρους υγιεινής στο κέντρο. Συνολικά 305 δωμάτια για 305 οικογένειες. Για να επιταχυνθεί η ανέγερση χρησιμοποιήθηκαν τσιμεντόλιθοι και πέτρες από τα γύρω λατομεία. Για τη στέγαση χρησιμοποιήθηκε αρχικά Eternit και αργότερα κεραμίδια, ενώ για τα δάπεδα χρησιμοποιήθηκε σκυροκονίαμα επιχρισμένο με τσιμεντοκονίαμα.
Τον συνοικισμό του Βύρωνα ακολουθούν οι συνοικισμοί Νέα Ιωνίας (Ποδαράδες), Κοκκινιάς, Φιλαδέλφειας (Ποδονίφτης), Καισαριανής και Υμηττού.
Όλοι όμως οι οικισμοί που οικοδόμησε το ΤΠΠ δεν ήταν όμοιοι με αυτόν του Βύρωνα. Η ανάγκη για γρήγορη περίθαλψη οδηγούσε συχνά σε ξύλινες κατασκευές. Πολλοί από τους πρόσφυγες των αγροτικών περιοχών της Μικράς Ασίας είχαν μάθει να κατοικούν σε παρόμοια ξύλινα ή πλίνθινα σπίτια. Για τους αστούς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Αμάθητοι σε παρόμοιες καταστάσεις, είναι φυσικό να δυσανασχετούν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που αναφέρει η Βίκα Γκιζελή: «Αυτά τα σπίτια είναι κρύα όταν φυσάει βοριάς; - Α, όχι πολύ. Ο αέρας μπαίνει από αυτές εδώ τις τρύπες, αλλά ξαναβγαίνει από εκείνες εκεί».
Αν και το Ταμείο κατάφερε να στεγάσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό προσφύγων, ένας ακόμη εξίσου μεγάλος παρέμενε άστεγος. Όπου υπάρχουν ελεύθεροι χώροι στην πόλη ή στην περιφέρειά της οι πρόσφυγες αναγκάζονται να χτίσουν μόνοι τους παράγκες με ό,τι υλικό βρουν, επιστρατεύοντας την ευφυΐα τους, τις γνώσεις τους, τις ικανότητές τους. Η ανάγκη τούς οπλίζει με θάρρος και δύναμη. Για πολλά χρόνια αργότερα μπορούσες να δεις παράγκες φτιαγμένες από καφάσια, τσίγκους, λαμαρίνες, πισσόχαρτο, τσουβάλια, στη Νέα Ιωνία, στην Καισαριανή, πίσω από τις φυλακές Αβέρωφ, στα Τουρκοβούνια, στο Πολύγωνο, παντού.
Εν τω μεταξύ, το 1924 η Επιτροπή του Γενικού Σχεδίου Πόλεως, γνωστή ως Επιτροπή Καλλιγά από το όνομα του προέδρου της Πέτρου Καλλιγά, μηχανικού με σπουδές στη Φυσική και ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Αρχιτεκτονική και στην Πολεοδομία, καταθέτει τις προτάσεις της για το νέο Σχέδιο Πόλεως Αθηνών και το 1925 συγκαλείται από το υπουργείο Συγκοινωνιών σχετικό συνέδριο με στόχο να παρέμβει ουσιαστικά στην ανεξέλεγκτη επέκταση της πρωτεύουσας που έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την έλευση των προσφύγων.
Για λόγους όχι πάντα καλόπιστους και αντικειμενικούς το σχέδιο Καλλιγά δεν εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα η άναρχη επέκταση να συνεχίζεται. Συνοικισμοί ιδρύονται χωρίς καμία πρόβλεψη για τις αναγκαίες υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροφωτισμός). Συνοικισμοί χωρίς άδεια και σχέδιο.
Ταυτόχρονα, ένας αριθμός προσφύγων, οι πιο εύποροι, κυρίως οι κάτοικοι των πόλεων, καταφέρνουν με δικά τους μέσα να εγκατασταθούν και να ενταχθούν στον υπάρχοντα αστικό ιστό. Είναι αυτοί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν προβλέψει να φέρουν στην Ελλάδα, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα σημαντικό κεφάλαιο και το είχαν επενδύσει εδώ, ενώ κάποιοι άλλοι, κυρίως έμποροι, τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, είχαν ήδη επαγγελματικούς δεσμούς και οικονομικές συνεργασίες με Ελλαδίτες συναδέλφους και μπόρεσαν έτσι να ενταχθούν ευκολότερα.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι οικισμοί της Καλλίπολης, στην Πειραϊκή Χερσόνησο, και της Νέας Σμύρνης, που αγοράστηκαν από την περιουσία των ανταλλαξίμων. Σε συνεργασία με τη γαλλική εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann προχωρούν στην οικοδόμηση ενός νέου τύπου αθηναϊκού προαστίου. H γαλλική εταιρεία προτείνει 34 τύπους σπιτιών δύο έως πέντε δωματίων, με λουτρό, μαγειρείο, κελάρι, δωμάτιο υπηρεσίας κ.λπ. Λιθόκτιστα με ξύλινη στέγη, πατώματα από αμερικανική ή σουηδική ξυλεία, υδραυλική εγκατάσταση κ.λπ. Πολλοί από τους οικοπεδούχους, όμως, δεν έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανέγερση κατοικίας και αναγκάζονται να πουλήσουν σε Aθηναίους, κάτι που τελικά αποδείχτηκε θετικό, καθώς με τον τρόπο αυτό οι δεσμοί μεταξύ προσφύγων και γηγενών συσφίχτηκαν. Η Société Haussmann δεν καταφέρνει να φέρει σε πέρας το έργο και το αναλαμβάνει στη συνέχεια η ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία, όπου συμμετέχουν και αρκετοί μικρασιατικής καταγωγής μηχανικοί.
Το 1922 και μέχρι το 1928 εκδίδονται διάφοροι νόμοι που αλληλοσυμπληρώνονται προκειμένου να βοηθηθεί η στέγαση των προσφύγων. Σημαντικότερο είναι το νομοθετικό διάταγμα «Περί της κατ' ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» που συμπληρώνεται με τον νόμο 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους» που ανοίγει τον δρόμο στην πολυκατοικία.
Στο διάστημα από το 1924 έως το 1930 χτίστηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων 15.000 προσφυγικές κατοικίες. Τα περισσότερα μονώροφα ή διώροφα κτίσματα, λίγο υπερυψωμένα από το έδαφος, κτισμένα ανεξάρτητα ή ανά δύο, σύμφωνα με τα πρότυπα της ευρωπαϊκής εργατικής κατοικίας. Τοίχοι από λιθοδομή, εσωτερικά χωρίσματα από τούβλα, κάλυψη με ξύλινη δίριχτη ή τετράριχτη στέγη. Το εμβαδόν τους κλιμακώνεται από 35 ως 40 τ.μ. Για κάθε σπίτι προβλέπεται στο πίσω μέρος αυλή για πιθανή επέκτασή του στο μέλλον, από τους ίδιους τους πρόσφυγες.
Αρχικά ίσως να θυμίζουν τους χαριτωμένους οικισμούς των γερμανικών παραμυθιών, γρήγορα όμως, εξαιτίας της βιαστικής κατασκευής και των πρόχειρων υλικών αλλά και των επεμβάσεων των ίδιων των προσφύγων, αποκτούν μια ελληνική γραφικότητα, κάτι ανάμεσα στην «παράγκα του Καραγκιόζη» και το παραδοσιακό λαϊκό σπίτι.
Η κατάσταση αλλάζει μετά το 1930, όταν τις δημόσιες υπηρεσίες αρχίζουν να στελεχώνουν οι νεαροί απόφοιτοι της νεοσύστατης Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ (ιδρύθηκε το 1917 και οι πρώτοι απόφοιτοι πήραν πτυχίο το 1922) που έχουν μυηθεί στις νέες αντιλήψεις για τη λαϊκή κατοικία και τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Ταλαντούχοι αρχιτέκτονες όπως ο Κίμων Λάσκαρης, ο Δημήτρης Κυριάκος, ο Οδυσσέας Πουσκουλούς (πρόσφυγας και ο ίδιος από την Κωνσταντινούπολη) αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό και την επίβλεψη διώροφων και τριώροφων πολυκατοικιών. Το οπλισμένο σκυρόδεμα, το νέο υλικό που κερδίζει ολοένα έδαφος, δίνει τη δυνατότητα στέρεων οικοδομών. Οι οικισμοί στο Δουργούτι, στη Δραπετσώνα, στην Καλλιθέα, στην Καλογρέζα, στην Κοκκινιά, στο Αιγάλεω, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στη Στέγη Πατρίδος (στον περιφερειακό του Λυκαβηττού), στο Περιστέρι και αλλού αποτελούν εξαιρετικά δείγματα του μοντέρνου κινήματος στη χώρα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη.
Οι νέοι τύποι κατοικιών μελετώνται με βάση τις αρχές της αρχιτεκτονικής της λαϊκής κατοικίας του Bauhaus. Οι πολύ μικρότερες όμως διαστάσεις τους από τα γερμανικά παραδείγματα τούς δίνουν μια κλίμακα πολύ πιο ανθρώπινη και προσιτή. Καθώς οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν διάφορους τύπους κατοικιών με μικρότερους ή μεγαλύτερους υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους, ανάμεσά τους δημιουργούνται ενδιαφέροντα οικιστικά παραδείγματα, καταφέρνοντας να αποφύγουν την τυποποίηση και τη μονοτονία που συναντάμε συχνά στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το εμβαδόν των διαμερισμάτων παραμένει μικρό 30, 35, 45 ή 65 τ.μ. Ίσως υπερβολικά μικρό για σήμερα, όμως σε αυτά τα τετραγωνικά κυμαίνονται όλα τα διαμερίσματα στις λαϊκές και εργατικές πολυκατοικίες της Ευρώπης. Τα τετραγωνικά π.χ. για ένα διαμέρισμα 3 δωματίων για 4-5 άτομα είναι 50 τ.μ. στο Λονδίνο, 46 τ.μ. στη Φρανκφούρτη, 50,8 τ.μ. στο Μιλάνο (αλλά για 7 άτομα), λίγο καλύτερα στην Ελβετία (64 τ.μ.), ενώ οι ρωσικοί τύποι κατεβάζουν ακόμη περισσότερο τα τετραγωνικά στα 32,5, 39,8 και 44,3 τ.μ. Ο ίδιος ο Le Corbusier σχεδιάζει κατοικίες 45 τ.μ. για 6 άτομα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η λαϊκή κατοικία συγκέντρωνε την κοινή προσοχή πολιτικών και αρχιτεκτόνων. Eίναι το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί. Ιδρύονται ινστιτούτα, συνεταιρισμοί, ιδιωτικές και κρατικές εταιρείες για την αντιμετώπισή του. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος όμως σταματάει κάθε κίνηση, για να ξαναρχίσει ακόμα εντονότερη μετά τη λήξη του, καθώς οι παράγκες και οι τρώγλες έχουν αυξήσει τις ανάγκες για ανθρώπινη, υγιεινή στέγη.
Η Μικρασιατική Καταστροφή όχι μόνο κάνει εντονότερο το πρόβλημα στην Ελλάδα αλλά το φορτίζει και ιδεολογικά και συναισθηματικά, με τρόπο υπαινικτικό και τραγικό. Από το 1933 και ύστερα τα προσφυγικά συγκροτήματα που χτίζονται αντικατοπτρίζουν τις νέες αρχιτεκτονικές τάσεις. Η μεγαλύτερη προσοχή τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είναι προφανής. Τα υλικά κατασκευής και η χρήση του μπετόν αρμέ δίνουν τη δυνατότητα για περισσότερο δυναμικές και εμπνευσμένες λύσεις. Οι πλατείες και οι χώροι πρασίνου, η προσοχή στον ηλιασμό και στον αερισμό, η σχέση κλειστού και ημιυπαίθριου χώρου δημιουργούν συγκροτήματα που πολλοί Αθηναίοι θα ζήλευαν. Δυστυχώς, πολλοί από τους κοινόχρηστους χώρους ή δεν συμπληρώθηκαν ποτέ από το αναγκαίο πράσινο ή με τον χρόνο εγκαταλείφθηκαν.
Μέχρι το 1940 που έρχεται στη χώρα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχίζουν να χτίζονται προσφυγικές πολυκατοικίες, χωρίς όμως να καταφέρουν να καλύψουν το πρόβλημα. Οι τελευταίες χτίστηκαν στο Δουργούτι και στα Σφαγεία. Το Σεπτέμβριο του 1940 έχουμε μία ακόμη εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών για τα πολεοδομικά ζητήματα και την ανάγκη συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικών συλλόγων κ.λπ.
Ο νέος θεσμός δεν προλαβαίνει να πραγματοποιηθεί. Από τον Οκτώβριο και ύστερα θα σταματήσει αρχικά σταδιακά και στη συνέχεια βίαια κάθε πολεοδομική και αρχιτεκτονική δραστηριότητά. Οι καταστροφές στο Λεκανοπέδιο Αττικής από βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, πυρπολήσεις και λεηλασίες ήταν τρομακτικές. Σε συνδυασμό με τις εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών προς την πρωτεύουσα, ανέβασαν και πάλι το ποσοστό των αστέγων. Αυτήν τη φορά πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες και γηγενείς Αθηναίοι έχουν να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα. Μετά την Απελευθέρωση ξεκινά μια νέα περίοδος ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησης.
Κάποιες φορές, κάποιες στιγμές αναρωτιέται κανείς πόσα από αυτά ξεχάστηκαν, πόσα από αυτά σφράγισαν ανεξίτηλα το υποσυνείδητό μας, το DNA μας.
Μέσα στη μεγάλη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, το προσφυγικό δεν είναι σίγουρα από τα μικρότερα προβλήματα. Η προσφυγιά, οι χαμένες πατρίδες, η λεηλασία μιας ζωής δεν είναι προνόμιο των Ελλήνων.
Τα σπίτια που είχαν τους τα πήραν. Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεκτα, πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί
Γ. Σεφέρης (μικρή παραλλαγή)
σχόλια