Το μακρύ ταξίδι στη νύχτα
Είχα αρνηθεί να κάτσω να γράψω μέχρι αυτή τη στιγμή. Δεν ήθελα να αφήσω πίσω γραπτή επικύρωση των συναισθημάτων που μου προκαλούν οι μέρες της απομόνωσης. Ίσως επειδή το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα είναι ότι η κατάσταση δεν είναι και τόσο διαφορετική από την προηγούμενη καθημερινή μου ρουτίνα – έχω συνηθίσει να ζω μόνος μου και να βρίσκομαι σε καθεστώς συναγερμού, μια όχι και τόσο ευτυχής ανακάλυψη. Τις πρώτες μέρες αρνιόμουν να γράψω έστω και μία πρόταση. Σήμερα το πρωί όμως είδα μια επικεφαλίδα στις ειδήσεις που έμοιαζε με άρθρο περιοδικού που ειδικεύεται στο μαύρο χιούμορ: «Το παγοδρόμιο της Μαδρίτης μετατρέπεται σε προσωρινό νεκροτομείο». Ακούγεται σαν ιταλικό giallo [ταινία τρόμου], συμβαίνει όμως εδώ στην Μαδρίτη.
Από τότε που ξεκίνησε η καραντίνα, προσπαθώ να οργανώσω τις μέρες μου έτσι ώστε να αντιμετωπίσω τον ερχομό της νύχτας, του σκοταδιού. Ζω να σα να βρίσκομαι μακριά από τον πολιτισμό, ακολουθώντας τον ρυθμό που καθορίζεται από το φως που μπαίνει από τα παράθυρα και το μπαλκόνι. Είναι άνοιξη και ο καιρός είναι πραγματικά ανοιξιάτικος! Νιώθω ένα από αυτά τα υπέροχα καθημερινά συναισθήματα που είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους. Το φως της μέρας και το πολύμορφο ταξίδι του μέχρι τη νύχτα. Το μακρύ ταξίδι προς τη νύχτα, όχι ως κάτι τρομακτικό, αλλά ως κάτι ευχάριστο. ( Ή τουλάχιστον έτσι επιλέγω να το βλέπω, γυρνώντας την πλάτη στην ανελέητη ροή πληροφοριών).
Σταμάτησα να κοιτάζω την ώρα, το κάνω μόνο χρονομετρώντας τα βήματά μου στον μακρύ διάδρομο του σπιτιού μου, εκεί όπου η Xουλιέτα Σεράνο κατηγόρησε τον Αντόνιο Μπαντέρας [στο «Πόνος και δόξα»] ότι δεν είναι καλός γιος, εννοώντας εμένα. Το σκοτάδι που έχει πέσει έξω μας δηλώνει ότι είναι ήδη νύχτα, αλλά ούτε η μέρα ούτε η νύχτα δεν έχουν πια χρονολόγιο. Έχω σταματήσει να βιάζομαι για οτιδήποτε.
Δεν είμαι αρκετά ευδιάθετος πάντως για να κάτσω να γράψω μυθοπλασία – όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους – παρόλο που μπορώ να σκεφτώ διάφορες επίκαιρες πλοκές (είμαι βέβαιος ότι θα προκύψουν πολλά νεογέννητα μετά από όλο αυτό, αλλά είμαι επίσης βέβαιος ότι θα χωρίσει και πολύς κόσμος – η κόλαση είναι οι άλλοι, που έλεγε κι ο Σαρτρ – και κάποια ζευγάρια θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τις δύο αυτές συνθήκες συγχρόνως, χωρισμός δηλαδή, μαζί με νέο μέλος στην προσφάτως διαλυμένη οικογένεια).
Κυρίως αναζητώ ψυχαγωγία, αυτό κάνω και τούτη τη στιγμή. Το σπίτι μου είναι ένα ίδρυμα κι εγώ είμαι ο μοναδικός θαμώνας... Η τρέχουσα κατάσταση είναι πιο εύκολο να κατανοηθεί ως έργο φαντασίας παρά ως ρεαλιστικό αφήγημα. Σαν κάτι που προέρχεται από αμερικάνικο, ψυχροπολεμικό Β-movie επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '50...
Η πρώτη ταινία που διάλεξα για την αποψινή βραδιά ήταν το "Un Flic" [«Ο Μπάτσος»] του Μελβίλ και για τη συνέχεια επέλεξα, εκπλήσσοντας ελαφρά τον εαυτό μου, μια ταινία Τζέιμς Μποντ, τον «Χρυσοδάκτυλο». Τέτοιες μέρες, το καλύτερο πράγμα είναι η ατόφια ψυχαγωγία, η αγνή απόδραση (ή έτσι τουλάχιστον πίστευα).
Παρακολουθώντας τον «Χρυσοδάκτυλο», νιώθω ευτυχής για την επιλογή μου. Είναι σα να επέλεξε η ταινία εμένα, όχι το αντίστροφο. Θυμάμαι που είχα γνωριστεί με τον Σον Κόνερι κάποτε στις Κάννες, και είχα εκπλαγεί από τις κινηματογραφικές γνώσεις του αλλά και από το γεγονός ότι έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ταινίες μου. Δεν ζούσε πλέον μόνιμα στη Μαρμπέγια, εξακολουθούσε όμως να λατρεύει την Ισπανία. Χωρίσαμε από εκείνη τη συνάντηση σαν φίλοι ανταλλάσσοντας τηλέφωνα – βέβαιοι υποθέτω και οι δύο ότι δεν θα τα χρησιμοποιούσαμε ποτέ. Κι όμως, μερικούς μήνες αργότερα, θα ήταν 2001/2002, μου τηλεφώνησε αφότου μόλις είχε παραστεί σε προβολή του «Μίλα της». Δεν είμαι φετιχιστής ούτε μυθομανής, ακούγοντάς τον όμως να μου μιλάει για την ταινία μου, έμεινα βαθιά συγκινημένος. Και όχι μόνο επειδή άκουγα στο αυτί μου τη βαθιά φωνή ενός άξιου ηθοποιού και όμορφου άντρα.
Κάνοντας ένα διάλειμμα στην ταινία, άνοιξα την τηλεόραση και έπεσα πάνω στην είδηση του θανάτου της Λουτσία Μποζέ που την πήρε μαζί της αυτός o ανεμοστρόβιλος που μαίνεται γύρω μας τούτες τις μέρες και μόνο το όνομά του γνωρίζουμε. Ήταν τα πρώτα δάκρυα μου για τη σημερινή μέρα. Ήμουν πάντα γοητευμένος μαζί της, τόσο ως ηθοποιό όσο και ως άτομο. Την θυμάμαι στο «Χρονικό ενός έρωτα» του Αντονιόνι, μια γυναίκα πρωτοφανούς και παράξενης για την εποχή ομορφιάς, που περπατούσε μ΄ αυτόν τον σαγηνευτικά ζωώδη και ανδρόγυνο τρόπο, τον οποίο κληρονόμησε ο γιος της, ο Μιγκέλ Μποζέ. Προγραμματίζω από τώρα αυτή την ταινία για τις αυριανές μου προβολές.
Ήμουν ένας από τους πολλούς φίλους του Μιγκέλ που είχαν υπνωτιστεί από την πανίσχυρη γοητεία αυτής της γυναίκας που έμοιαζε αιώνια. Όπως η Ζαν Μορώ, η [σπουδαία τραγουδίστρια από την Κόστα Ρίκα] Τσαβέλα Βάργκας, η Πίνα Μπάους και η Λορέν Μπακόλ, η Λουτσία ήταν μέρος ενός ολύμπιου πάνθεον μοντέρνων γυναικών, ελεύθερες, ανεξάρτητες και πιο αρσενικές από τους άντρες που τις περιτριγύριζαν. Ζητώ συγνώμη για την επιδεικτική παράθεση «ονομάτων», είχα την εξαιρετική τύχη όμως να τις γνωρίσω και να βρεθώ κοντά σε όλες τους. Ένα από τα μειονεκτήματα της απομόνωσης στο σπίτι είναι ότι γίνεσαι εύκολη λεία για τη νοσταλγία...
Το καλό με το να μη έχεις κάποιο αυστηρό χρονοδιάγραμμα στη διάρκεια της καραντίνας, είναι ότι εξαφανίζεται η βιασύνη. Το ίδιο και η πίεση και το άγχος. Είμαι αγχώδης εκ φύσεως, και ποτέ δεν έχω βιώσει λιγότερο άγχος απ' ό,τι αυτές τις μέρες. Ναι, γνωρίζω ότι η πραγματικότητα έξω από το παράθυρό μου είναι γεμάτη τρόμο και αβεβαιότητα, γι' αυτό και με εκπλήσσει αυτή η έλλειψη έντονης ανησυχίας και άγχους. Αποφάσισα όμως να αγκιστρωθώ από αυτό το συναίσθημα για να αντιμετωπίσω τον φόβο και την παράνοια. Δεν σκέφτομαι τον θάνατο ή τους νεκρούς.
Η κύρια απασχόληση μου αυτές τις μέρες – που είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα καθώς, γενικά, έχω την κακή συνήθεια να μην απαντώ στα περισσότερα μηνύματα – είναι να απαντώ σε όλους όσους μου γράφουν ρωτώντας για μένα και την οικογένειά μου. Κι αυτό, επειδή για πρώτη φορά δεν πρόκειται για κοινότοπες συζητήσεις. Τα λόγια έχουν νόημα. Κάθε βράδυ αφιερώνω όσο χρόνο χρειάζεται κάνοντας έναν «γύρο» επικοινωνίας για να δω πώς είναι η οικογένεια και οι φίλοι μου.
Μετά το διάλειμμα, επιστρέφω στον «Χρυσοδάκτυλο». Με γοητεύει για άλλη μια φορά η φωνή της Σίρλεϊ Μπάσεϊ στο ομώνυμο θέμα, αλλά και η σύντομη εμφάνιση στην ταινία μιας άλλης Σίρλεϊ, της Σίρλεϊ Ίτον, της όμορφης ηθοποιού που πληρώνει ακριβά το τίμημα της σχέσης της με τον Μποντ. Η εικόνα της, ξαπλωμένη και επιχρυσωμένη σε όλο της το κορμί έτσι ώστε να μην υπάρχει ακάλυπτος πόρος για να αναπνεύσει, παραμένει μια από τις πιο δυνατές αυτής της σειράς ταινιών, απεικονίζοντας με μοναδική έμπνευση τον πόθο /την απληστία/ τον ερωτισμό και την παραφροσύνη των πανίσχυρων κακών που η μόνη τους φιλοδοξία είναι η καταστροφή του κόσμου.
Αναγκάζομαι να διακόψω ξανά την προβολή για να απαντήσω στο τηλεφώνημα της αδερφής μου, η οποία με πληροφορεί ότι στην τηλεόραση προβάλλεται ένα ντοκιμαντέρ για την Τσαβέλα Βάργκας. Το βάζω για λίγο και με πιάνουν αμέσως τα κλάματα, παρότι το έχω ξαναδεί παλιότερα. Αυτές οι στιγμές τώρα όμως, είναι διαφορετικές από οτιδήποτε άλλο έχω ζήσει. Δεν μπορώ να θέσω οποιοδήποτε μέτρο σύγκρισης. Το μόνο που ξέρω είναι ότι βιώνω την φυλάκιση και την απόδραση συγχρόνως. Κάθε μέρα παρακολουθώ όλο και λιγότερο τις ειδήσεις. Η διέξοδος μέσω της ψυχαγωγίας μόνο μονότονη δεν είναι. Ακόμα κι αν έχω δει κάτι ξανά, όπως αυτό το ντοκιμαντέρ, με χτυπά αυτή την ώρα με μια συναισθηματική ένταση που δεν μπορώ αλλά ούτε και θα ήθελα να ελέγξω. Συνεχίζω να βλέπω το ντοκιμαντέρ, κλαίγοντας μέχρι το τελευταίο του κάδρο...
Έχει πάει ήδη πολύ αργά όταν κλείνω την τηλεόραση για να επιστρέψω στην ταινία. Δεν πειράζει όμως, ο χρόνος στην απομόνωση είναι κυκλικός και εξάλλου δεν θέλω να απογοητεύσω τον Τζέιμς Μποντ. Δεν πρόκειται να πάω για ύπνο προτού ο Σον Κόνερι ανατρέψει τα σχέδια του μακιαβελικού και χοντρού Χρυσοδάκτυλου, για να σώσει όλους μας.
Απόδοση από τα αγγλικά: Δ.Πολιτάκης