Τα «Παράσιτα», το ισχυρό αουτσάιντερ της οσκαρικής απονομής, έκαναν τελικά την (όχι και τόσο μεγάλη) έκπληξη και έφυγαν με τέσσερα βραβεία στις αποσκευές τους, ανάμεσά τους και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Γιατί δεν είναι μόνο η πρώτη νοτιοκορεατική ταινία που παίρνει το σχετικό βραβείο, αλλά και η πρώτη ξενόγλωσση ταινία που το καταφέρνει – λόγω αμερικανικής συμπαραγωγής αλλά και του γεγονότος ότι οι μόνες λέξεις που ακούγονται είναι στην αγγλική, δεν υπολογίζουμε το The Artist ως τέτοια.
Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια μεγάλη νίκη που επικυρώνει εμφατικά την καθιέρωση μιας εθνικής κινηματογραφίας, η οποία ξεκίνησε να απασχολεί έντονα τη σινεφίλ κοινότητα στις αρχές του αιώνα, για να καταλήξει μία από τις σημαίνουσες της σύγχρονης εποχής.
Με αφορμή τον προχθεσινό οσκαρικό θρίαμβο των «Παρασίτων», λοιπόν, ακολουθούν δέκα νοτιοκορεατικές ταινίες που επιβεβαιώνουν την άνοιξη του νοτιοκορεατικού σινεμά και αξίζει να ανακαλύψετε ή να ξαναδείτε.
Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια μεγάλη νίκη που επικυρώνει εμφατικά την καθιέρωση μιας εθνικής κινηματογραφίας, η οποία ξεκίνησε να απασχολεί έντονα τη σινεφίλ κοινότητα στις αρχές του αιώνα, για να καταλήξει μία από τις σημαίνουσες της σύγχρονης εποχής.
Memories of Murder (2003)
του Μπονγκ Τζουν Χο
Ξεκινάμε με τον φετινό θριαμβευτή των Όσκαρ στην ταινία που τον έκανε ευρύτερα γνωστό στη διεθνή σινεφίλ κοινότητα. Παντρεύοντας αστυνομικό μυστήριο και υπαρξιστική αγωνία, όπου το εμμονικό (και ατελέσφορο) κυνήγι ενός σίριαλ κίλερ μέσα στα χρόνια επηρεάζει προσωπικά τους κεντρικούς ήρωες, το «Memories of Murder» μοιράζεται κοινό DNA με το «Seven» του Ντέιβιντ Φίντσερ και προοικονομεί το «Zodiac» του τελευταίου, μοιράζεται επίσης κοινές ανησυχίες περί θεϊκής εγκατάλειψης και παραμένει, για τον υπογράφοντα, η κορυφαία του σκηνοθέτη του.
Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και... Άνοιξη (2003)
του Κιμ Κι Ντουκ
Με αφετηρία της δράσης έναν πλωτό βουδιστικό ναό, ο Κιμ Κι Ντουκ πραγματοποιεί τη λυρική του κατάθεση στο σινεμά της ποίησης, στοχαζόμενος πάνω στην κυκλική πορεία της ζωής και της (παν)ανθρώπινης ιστορίας –με μικρό αλλά και με κεφαλαίο–σε ένα λιτό φιλμ, απαλλαγμένο παντελώς από προκλήσεις προσανατολισμένες να ξεκινήσουν φεστιβαλικό σαματά, οι οποίες συνήθως μαστίζουν το σινεμά του σκηνοθέτη. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, κάνει εξαιρετικό double bill με τον ντισνεϊκό «Μπάμπι».
A Tale of Two Sisters (2003)
του Κιμ Τζι Γουν
Δεξιοτέχνης, αν και συχνά ασυγκράτητος και αμετροεπής, ο Κιμ Τζι Γουν έδωσε τα διαπιστευτήρια του στο διεθνές κοινό με αυτή εδώ την ατμοσφαιρική ιστορία φαντασμάτων που ξεκινά περπατώντας σε γνώριμα λημέρια για τους φαν του είδους, για να φλερτάρει στη συνέχεια με κάτι πιο υπερβατικό και να καταλήξει να αποκαλύπτει τα μυστικά της, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, σε μια τρίτη πράξη που παραπέμπει στο φιλμικό ανάλογο μιας μπάμπουσκας.
Oldboy (2003)
του Παρκ Τσαν Γουκ
Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα ο δημοφιλέστερος νοτιοκορεατικός τίτλος, τουλάχιστον μέχρι να έρθουν τα φετινά «Παράσιτα». Ασφαλώς δυτικότροπο στην κατασκευή του –έτσι εξηγείται και μέρος της γοητείας του στο δυτικό κοινό– το αιματοβαμμένο «Oldboy» εκκινεί από μια ιστορία εκδίκησης, για να εξερευνήσει αρχετυπικά μοτίβα που θα συναντούσες στα γραπτά του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Καθάρια τραγωδία, λοιπόν, εύλογα αγαπητή (και) στο ελληνικό κοινό, το βαλσάκι από το σάουντρακ της, δε, είναι από τις μελωδίες που έντυσαν μουσικά αμέτρητες νύχτες.
Μια Γλυκόπικρη Ζωή (2005)
του Κιμ Τζι Γουν
Πλασαρισμένη ως φιλμικό αδερφάκι της τριλογίας εκδίκησης του Παρκ Τσαν Γουκ, η στυλιζαρισμένη δημιουργία του Κιμ Τζι Γουν έχει έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως φόρος τιμής αλλά και ως αποδόμηση του macho σινεμά δράσης, το οποίο αναδεικνύεται σε αποκύημα μιας αρσενικής φαντασίωσης – μία ανάγνωση στην οποία συνηγορεί και το κλείσιμο του ματιού στο φινάλε.
Ποίηση (2009)
του Λι Σανγκ Ντονγκ
Το απαισιόδοξο όραμα του Λι Σανγκ Ντονγκ γνωρίζει μια πρώτη κορύφωσή του με αυτό το βραδυφλεγές, πλην συναρπαστικό με τον τρόπο του φιλμικό «ποίημα», όπου η βία παρουσιάζεται σαν ένα εγγενές ανθρώπινο στοιχείο που αντιμάχεται τη Φύση και η ποίηση σαν ένα ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής που, για τον σκηνοθέτη, αναπόφευκτα θα χαθεί στον αμοραλισμό της νέας τάξης πραγμάτων.
Mother (2009)
του Μπονγκ Τζουν Χο
Στην άλλη μεγάλη στιγμή της φιλμογραφίας του Μπονγκ Τζουν Χο μια μάνα με μητρικά χαρακτηριστικά διεθνώς αναγνωρίσιμα πασχίζει να αποδείξει την αθωότητα του υιού της σε ένα φιλμ που ξεκινά χιτσκοκικά για να αποκαλύψει σταδιακά μια σπαρακτική ιστορία ενοχής, μια μπαλάντα για ένα εσωτερικό δικαίωμα στη λήθη, καταδικασμένο να μείνει ανικανοποίητο στο διηνεκές. Η τελευταία σκηνή κλείνει την ιστορία κυκλικά και μεριμνά ώστε κάθε φορά που θα σκέφτεσαι τη φαινομενικά αμήχανη αρχική, να σου σηκώνεται η τρίχα.
To Eξπρές των Ζωντανών Νεκρών (2016)
του Γιον Σανγκ Χο
Με τις προσθήκες στον μετα-αποκαλυπτικό κινηματογραφικό κανόνα να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και τα ζόμπι να γίνονται mainstream λόγω του «Walking Dead», ετούτο εδώ το χορταστικό b-movie ξεχωρίζει όχι τόσο για το concept του –ξέσπασμα επιδημίας ζόμπι σε ένα τρένο εν κινήσει–, όσο για την ασταμάτητη ενέργειά του και την τόλμη του (ή την θρασύτητα του) να ανεβάζει διαρκώς τα στοιχήματα για τους ήρωες, αδιαφορώντας αν φλερτάρει με τη γραφικότητα, την οποία ευτυχώς προσεγγίζει μόνο στο φινάλε, λόγω υπερχειλίζοντος μελοδραματισμού.
The Wailing (2016)
του Να Χονγκ Τζιν
Ο θρήνος του τίτλου προέρχεται από το ανθρώπινο γένος, το οποίο θρηνεί για τις συνέπειες της κυριαρχίας του Κακού στον κόσμο όπου περιφέρεται και βασανίζεται, αδυνατώντας να κατανοήσει «τίς πταίει». Το μηδενιστικό φιλμ του Να Χονγκ Τζιν είναι χαρακτηριστικά ανοικονόμητο, με τις διαρκείς αυξομειώσεις στην ένταση να το καθιστούν σε σημεία μια σχεδόν εξαντλητική εμπειρία. Από την άλλη, όμως, το παράλληλο μοντάζ της σκηνής του εξορκισμού, καθώς και το τελευταίο του τέταρτο είναι δείγματα σπουδαίου, καθηλωτικού σινεμά και το καθιστούν από μόνα τους αξέχαστο.
Το Παιχνίδι με τη Φωτιά (2018)
του Λι Σανγκ Ντονγκ
Παρακολουθώντας το ταξικά φορτισμένο φιλμ του Λι Σανγκ Ντονγκ –πιθανότατα το καλύτερο του– συνειδητοποιείς όσο περνά η ώρα ότι το μυστήριο λίγη σημασία έχει, καθώς εκείνο που μέλλει τον σκηνοθέτη είναι να στήσει δοκίμιο για την αλήθεια, τη διαφεύγουσα φύση της και την ανθρώπινη λαχτάρα να συλληφθεί αυτή με κάποιο τρόπο, έστω κι αν το κόστος είναι να γίνει η ανθρώπινη φύση παρανάλωμα. Η σκηνή όπου ακούγεται το Generique του Mάιλς Ντέιβις είναι από εκείνα τα ανεκτίμητα κινηματογραφικά στιγμιότυπα που έρχονται από το πουθενά και τα κρατάς ως φυλαχτό.