Καθώς έχει παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα από τότε και μπορεί να γίνει μια ασφαλής και πιο νηφάλια εκτίμηση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα '90s ήταν μια εξαιρετική δεκαετία για το σινεμά. Ακόμα και στα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας τους θα βρεις τρία αριστουργήματα – το λες και εξαιρετικό ποσοστό, γράψαμε περισσότερα επί του θέματος εδώ.
Υπάρχουν ταινίες εκείνης της δεκαετίας που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, παραμένουν επίκαιρες μέχρι σήμερα και αποτελούν κινηματογραφικό ευαγγέλιο για τους 30plus σινεφίλ. Υπάρχουν και άλλες που οι συγκυρίες το έφεραν έτσι ώστε να μη λάβουν τη θέση που τους άξιζε στην εποχή τους και να μην έχουν επανεκτιμηθεί ακόμα ή απλώς χάθηκαν επειδή ο κόσμος δεν τις γνωρίζει και επειδή κανείς δεν θέλησε να τις (επανα)συστήσει ή ακόμα και να τις αποκαταστήσει ψηφιακά.
Ακολουθεί μια λίστα με δέκα ξεχασμένα κινηματογραφικά διαμάντια των '90s. Kάποια είχαν την τύχη να αγαπηθούν στην εποχή τους, κάποια υπήρξαν παρεξηγημένες στιγμές των δημιουργών τους και κάποια απλώς δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν τον δρόμο για ένα ευρύτερο κοινό. Όλα μαζί συνθέτουν έναν εκλεκτό, ετερόκλητο σινεμαραθώνιο και αναδεικνύουν τόσο την ποικιλομορφία της δεκαετίας όσο και τον ανεξερεύνητο πλούτο της.
Homicide (1991)
του Ντέιβιντ Μάμετ
Με το «House of Games» ο Μάμετ, από σημαίνουσα φωνή της αμερικανικής θεατρικής σκηνής και αξιόπιστη σεναριακή πένα, αναδείχθηκε (και) σε ανερχόμενο σκηνοθετικό ταλέντο. To «Ηomicide», με έναν Εβραίο ντετέκτιβ που προσπαθεί να διαλευκάνει έναν φόνο, άνοιξε το Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς και αποτελεί ταυτόχρονα τη μεγάλη σκηνοθετική του στιγμή αλλά και ένα προβοκατόρικο έργο που ξεφεύγει από τα στενά όρια της διερεύνησης της εβραϊκότητας και καταλήγει να αποδομεί ταυτότητες και στερεότυπα, αρχικά υπόγεια και στη συνέχεια εμφατικά, με ένα πραγματικά συγκλονιστικό φινάλε, προορισμένο να ανοίξει μακροσκελείς συζητήσεις. Δεν θα έπαιρνε ποτέ πράσινο φως σήμερα –μια διαπίστωση που, δυστυχώς, ισχύει και για άλλες ταινίες της λίστας–, αλλά στον «ασπρόμαυρο» κόσμο της σοσιαλμιντιακής πραγματικότητας που βιώνουμε φαντάζει ακόμα πιο αναγκαίο.
A scene at the sea (1991)
του Τακέσι Κιτάνο
Γνωστός για την ενσωμάτωση του μελβιλικού ιδιώματος στην Ανατολή και τη μεταποίησή του σε κάτι γηγενές, με ενέσεις μακάβριου χιούμορ και εκρηκτικών ξεσπασμάτων βίας, ο Γιαπωνέζος δημιουργός Τακέσι Κιτάνο τείνει να ξεχαστεί γενικότερα ως σκηνοθέτης, παρά την έσχατη στροφή δυτικών κινηματογραφικών εντύπων και φεστιβάλ προς την Ασία και παρά την καθοριστική συνδρομή του στην αναβάθμιση των yakuza movies, δηλαδή των ταινιών που αφηγούνται ιστορίες σχετικές με το γιαπωνέζικο οργανωμένο έγκλημα. Μεταξύ «Violent Cop», «Σονατίνας» και «Πυροτεχνημάτων» (1998) o Κιτάνο γύρισε κι αυτό εδώ, ένα έξοχο δείγμα ανθρώπινου και ανθρωποκεντρικού σινεμά που αποτελεί φόρο τιμής στον δάσκαλο Όζου, αλλά πέρασε σχετικά απαρατήρητο. Αν ρωτήσεις βέβαια τον ίδιο, θα σου απαντήσει ότι πολύ καλά έκανε. Σε ένα masterclass που είχε δώσει πριν από πολλά χρόνια στη χώρα μας, o Κιτάνο είχε δηλώσει ότι το κακό με τα «Πυροτεχνήματα»(1998) είναι ότι άρχισε ο κόσμος να ψάχνει τις ταινίες του πριν από αυτά, οι οποίες, κατά τον ίδιο, ήταν όλες χάλια.
L’Enfer (1994)
του Κλοντ Σαμπρόλ
Στον μακρύ κατάλογο των «αριστουργημάτων που δεν γυρίστηκαν ποτέ» υπάρχει μια ξεχωριστή θέση για το «L’Enfer» του Ανρί-Ζορζ Κλουζό – έχει γυριστεί και ένα σχετικό ντοκιμαντέρ, το «Ηenri-George Clouzot’s Inferno». Κι όμως, το σενάριο του Κλουζό έχει γίνει ταινία από έναν επίγονό του, τον Κλοντ Σαμπρόλ, με τον Φρανσουά Κλουζέ και την Εμανουέλ Μπεάρ σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της. Μεγάλο κρίμα που πολλοί σύγχρονοι θεατές βλέπουν στο έργο (μόνο) μια ιστορία κακοποιητικής σχέσης και τοξικής αρρενωπότητας. Ο Σαμπρόλ αποτυπώνει ανατριχιαστικά την «κόλαση» της ζήλιας, την υποταγή του Εγώ σε ένα και μόνο τέλος, κάπου ανάμεσα σε έναν (υπερβολικό, αν είσαι εκτός χορού) χειρότερο φόβο και στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία με συνέπεια την κακοποίηση και την τοξικότητα. Ο ελληνικός τίτλος «Σε ζηλεύω», αν και ατυχής εκφραστικά, δίνει την (ορθή) κατευθυντήρια γραμμή για την ερμηνεία της ταινίας, την οποία μπορείτε να βρείτε στο Cinobo.
Une pure formalité (1994)
του Τζουζέπε Τορνατόρε
Ο Τορνατόρε έχει δύο πρόσωπα. Το ένα είναι εκείνο του υπασπιστή του λαϊκού σινεμά, του θεματοφύλακα της κινηματογραφικής ανάμνησης και της ηθογραφίας, με ταινίες όπως το «Cinema Paradiso», το «Uomo delle Stelle» και η «Malena». Υπάρχει κι ένα άλλο, εκείνο του σκηνοθέτη είδους που παντρεύει το χιτσκοκικό σασπένς με το δραματικό ζητούμενο και, ενίοτε, με το μελό. Το «La Sconosciuta» και το «Best Offer» είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, αλλά υπάρχει και το σχεδόν άγνωστο «Une pure formalité» του 1994. Πρόκειται για μια κλειστοφοβική παράσταση για δυο ρόλους, ένα πολανσκικό παιχνίδι εξουσίας στο οποίο, όχι τυχαία, μαζί με τον Ντεπαρντιέ πρωταγωνιστεί και ο Πολάνσκι. Η δράση εξελίσσεται μια βροχερή νύχτα σε ένα αστυνομικό τμήμα και καταλήγει σε ένα από τα ωραιότερα φινάλε της δεκαετίας. Το παρελθόν βρίσκεται και πάλι στο θεματικό επίκεντρο, το υπογραμμίζει και το στοιχειωτικό άσμα «Effacer le passé», που έγραψε ο Μορικόνε και τραγουδά ο Ντεπαρντιέ στους τίτλους τέλους.
Pretty village, pretty flame (1996)
του Σριντιάν Ντραγκόγεβιτς
Στην εποχή της υπήρξε καλλιτεχνική επιτυχία στα μέρη μας, μα παραδόξως αγνοήθηκε από τα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού – ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βενετίας, μάλιστα, απέρριψε την ταινία ως «φασιστική», κάποιοι τη βρήκαν και στρατευμένη. Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα επ’ αυτού, καθώς στην ταινία που είδαμε δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ούτε νικητές και ηττημένοι. Με τις μνήμες μίας από τις πιο τραυματικές συρράξεις του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα ακόμα νωπές, ο Ντραγκόγεβιτς κάνει ρεπεράζ στα πραγματικά συντρίμμια του «αδελφοκτόνου» πολέμου –πάνω κάτω, όλοι τέτοιοι δεν είναι;–, ανακατεύει χρονολογικά (και λίγο ταραντινικά) την αφήγηση, προσθέτει βαλκανικό χιούμορ για να απαλύνει τη σοκαριστική ωμότητα και φτιάχνει μια ταινία που αν την παρακολουθήσεις, δύσκολα την ξεχνάς. Δυστυχώς, δύο γενιές σινεφίλ που ακολούθησαν μετά την πρεμιέρα της φαίνεται να μην έχουν δει την ταινία, αν και πιθανόν να έχουν ακούσει κάπου την έκφραση «τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται».
Midnight in the Garden of Good and Evil (1997)
του Κλιντ Ίστγουντ
Mετά τον οσκαρικό θρίαμβο του «Unforgiven», ο Ίστγουντ θα συστήσει τη συγκινητική ετεροτοπία του «Perfect World» και θα συνεισφέρει στον κατάλογο των μεγάλων κινηματογραφικών ρομάντζων με το «Bridges of Madison County». Κάπου εκεί έρχονται τα ιδιοσυγκρασιακά «Μεσάνυχτα» που θα προσπεράσουν οι περισσότεροι κριτικοί της εποχής, οι οποίοι διέγνωσαν δημιουργική καθίζηση. Μάλλον έπρεπε να τους δει γιατρός, το αλαφροΐσκιωτο δράμα του Ίστγουντ είναι μια σπουδαία ταινία για τη σύγκρουση φυσικού και θετικού δικαίου και γενικότερα για τη Δικαιοσύνη, ένα ζήτημα πολύ σοβαρό για τον σκηνοθέτη ώστε να αφεθεί αποκλειστικά στα χέρια των ανθρώπων. Από ένα πολυπληθές και εκλεκτό καστ την παράσταση κλέβει η Λαίδη Σαμπλί – από τις ελάχιστες φορές που μια στουντιακή παραγωγή του παρελθόντος έδωσε βασικό ρόλο σε transgender ηθοποιό, να πιστωθεί ΚΑΙ αυτό στον θείο Κλιντ.
Lawn Dogs (1997)
του Τζον Ντoύιγκαν
Εξαιρετικά δυσεύρετη ταινία μέχρι σήμερα, τα «Σκυλιά στη χλόη» ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που πήραν τη σκυτάλη από τον Λιντς του «Μπλε Βελούδου» και τον Τιμ Μπάρτον του «Ψαλιδοχέρη» και κατά κάποιον τρόπο δημιούργησαν ένα sub-genre στο δεύτερο μισό της δεκαετίας. Αναφερόμαστε σε ταινίες όπως το «Ice Storm», το «Happiness» και το «American Beauty» που κοίταξαν πίσω από τις κουρτίνες των αμερικανικών προαστίων για να ανακαλύψουν δυσλειτουργικές σχέσεις, καταπιεσμένες επιθυμίες, σωρευμένη υποκρισία και συγκαλυμμένο φασισμό. Η ταινία του Ντούιγκαν εντάσσει μια δόση μαγικού ρεαλισμού σε αυτό το μοτίβο, έχει ίσως κάποιες στιγμές οριακές για το σύγχρονο μάτι, μα σε καμία περίπτωση ανήθικες, και μια υπέροχη τελική σεκάνς. Πήρε Βραβείο Κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας εκείνης της χρονιάς και αποτέλεσε την τελευταία φορά που ακούστηκε στις αίθουσες το χαρακτηριστικό γκονγκ της βρετανικής εταιρείας Rank Organization, η οποία κήρυξε πτώχευση.
Rounders (1998)
του Τζον Νταλ
Με τους χιτσκοκισμούς του «Red Rock West» και τον σαρδόνιο ερωτισμό του «Last Seduction», ο Τζον Νταλ κρατούσε ψηλά τη σημαία του αμερικανικού indie στο σινεμά είδους μέσα στη δεκαετία. Και μετά ήρθε το «Rounders». Με πρωταγωνιστικό δίδυμο τους δύο καλύτερους νέους ηθοποιούς της εποχής, τον Ματ Ντέιμον και τον Έντουαρντ Νόρτον, και ένα φανταστικό υποστηρικτικό καστ (Μάλκοβιτς, Λαντάου, Τορτούρο, Φάμκε Γιάνσεν), η ταινία δυστυχώς δεν τράβηξε στις αίθουσες, καθώς το κοινό δεν είχε προσβληθεί ακόμα από τον πυρετό του Texas hold’em, και σήμανε την αρχή του τέλους για την καριέρα του σκηνοθέτη. Συλλαμβάνοντας μοναδικά την ατμόσφαιρα της νυχτερινής Νέας Υόρκης, το «Rounders» είναι με διαφορά η καλύτερη ταινία χαρτοπαιξίας που γυρίστηκε ποτέ, πιο πάνω και από το «Cincinatti Kid» του Νόρμαν Τζούισον, αφενός γιατί υπάρχει σπουδή γύρω από το αντικείμενο και αφετέρου επειδή απουσιάζει η ηθικολογία που είθισται να συνοδεύει ταινίες γύρω από αυτό – όταν δεν μιλάμε για περιπτώσεις ακραίου εθισμού, γιατί να θεωρείται ανήθικο και δακτυλοδεικτούμενο από μερίδα του κοινωνικού συνόλου το άθλημα του πόκερ, όπου ο «αθλητής» διακινδυνεύει μέρος της περιουσίας του, και όχι ο αλπινισμός π.χ., όπου θέτει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή;
Last Night (1998)
του Ντον ΜακΚέλαρ
Καθώς πλησιάζαμε το τέλος της χιλιετίας, που ο ιός του millennium θα κατέστρεφε τον κόσμο όπως τον ξέραμε, η εσχατολογία άρχισε να (ξανα)μπαίνει στην ατζέντα του κινηματογράφου. Κάπου εκεί ήρθε ο Καναδός Ντον ΜακΚέλαρ για να οραματιστεί πώς θα ήταν η «Τελευταία νύχτα του κόσμου». Παρακολουθώντας μια χούφτα ανθρώπους και τον τρόπο που επιλέγουν να περάσουν τις τελευταίες τους ώρες, ο ΜακΚέλαρ αναδεικνύει με χιούμορ, τρυφερότητα αλλά και δηκτικότητα, όπου χρειάζεται, την καλή και την κακή πλευρά της ανθρωπότητας και τελειώνει τον κόσμο όχι με μια έκρηξη αλλά με ένα φιλί. Στο καστ συναντούμε τη Σάντρα Ο, χρόνια πριν από το «Killing Eve», αλλά και τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στον συγκινητικό ρόλο ενός υπαλλήλου σε εταιρεία ενέργειας, ο οποίος περνά τις τελευταίες του ώρες αφήνοντας μηνύματα στους τηλεφωνητές των πελατών της για να τους ευχαριστήσει για την προτίμησή τους. Δυστυχώς, καμία εταιρεία δεν έχει φιλοτιμηθεί μέχρι σήμερα να αποκαταστήσει την ταινία ψηφιακά και να την κυκλοφορήσει σε Blu-ray ούτε και κάποια πλατφόρμα να την εντάξει στον κατάλογό της, με αποτέλεσμα να υπάρχει κυρίως στην μνήμη όσων την παρακολούθησαν τότε.
Bringing out the dead (1999)
του Μάρτιν Σκορσέζε
Διαβάζουμε διάφορα κωμικά για τη φρενίτιδα του «Ambulance» του Μάικλ Μπέι τελευταία, αλλά, αν θέλεις να δεις τι πραγματικά σημαίνει φρενήρης κινηματογραφική βόλτα με ασθενοφόρο, τα σκορσεζικά «Σταυροδρόμια της Ψυχής», όπως ήταν ο λυρικός ελληνικός τίτλος του «Bringing out the dead», είναι το μέρος που πρέπει να απευθυνθείς. Με οδηγό έναν παθιασμένο Νίκολας Κέιτζ, ο Σκορσέζε και ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ μας καλούν σε ακόμα μία εξπρεσιονιστική κατάδυση στην παράνοια της νύχτας και του αστικού τοπίου και δίνουν στον σκορσεζικό ήρωα την ανακούφιση που σε τόσες ταινίες στερήθηκε. Για κάποιους μπορεί αυτό το «είναι όλα στο κεφάλι σου» να φαντάζει εύκολο, για άλλους, όμως, καθώς και για τον ήρωα της ταινίας (και για τον σκηνοθέτη ίσως;), είναι λυτρωτικό. Έχοντας δει, δε, την πορεία του Σκορσέζε στη συνέχεια, συνειδητοποιείς ότι με αυτήν εδώ την ταινία έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο και εγκαινιάστηκε μια νέα, πιο νηφάλια περίοδος.