Συντετριμμένος από την αποτυχία χρηματοδότησης μια νέας ταινίας του και με την προοπτική να μην μπορεί πια να υλοποιεί τα κινηματογραφικά του όνειρα -η τηλεόραση κέρδιζε συνεχώς έδαφος-, τον Δεκέμβρη του 1971 αποπειράται να δώσει τέλος στη ζωή του, με τη βοήθεια ενός ξυραφιού. Ο άνθρωπος που έκανε διάσημο τον ιαπωνικό κινηματογράφο στη Δύση, ο σκηνοθέτης που επηρέασε καταλυτικά τη ματιά ακόμα και ισάξιων μ' εκείνον ανά τον κόσμο συναδέλφων του, ο «αυτοκράτορας» Ακίρα Κουροσάβα που γέμιζε ασφυκτικά τις αίθουσες της πατρίδας του, μπροστά στην επέλαση της νέας εποχής χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Η απόπειρα αυτοκτονίας έμελλε ν' αποτύχει και η υγεία του να αποκατασταθεί γρήγορα.
Μια άλλη, όμως, εικοσιοκτώ χρόνια πριν, εκείνη του μεγαλύτερου αδελφού του Χέιγκο, αφηγητή βουβών ταινιών που είχε χάσει τη δουλειά του με την έλευση των ομιλούντων ταινιών, είχε σημαδέψει καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Ήταν, άλλωστε, αυτός που τον είχε μυήσει στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας, ο ίδιος που του είχε μάθει να αντικρίζει τον θάνατο κατάματα, όταν σε ηλικία δεκατριών χρόνων, το 1923, τον πήρε από το χέρι για να δει από κοντά τη φονική καταστροφή από τον σεισμό του Καν-το, αναγκάζοντάς τον να μη στρέψει το βλέμμα του από τη θέα των εκατοντάδων πτωμάτων που κείτονταν γύρω τους. Σκληρές εικόνες που θα έμεναν ανεξίτηλες στην παιδική του μνήμη σε αντίθεση με τη ζωή της οικογενειακής θαλπωρής τού πρώην στρατιωτικού Ισάμου Κουροσάβα. Εικόνες που αργότερα αναπαρήγαγε, ανάμεικτες με σκληρότητα και αξεπέραστο λυρισμό, μοναδικά.
Αν για κάτι κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του, ήταν ο δυτικοκεντρισμός του. Τόλμησε και μετέφερε στην οθόνη, εντάσσοντάς τους στην ιαπωνική πραγματικότητα, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Σαίξπηρ. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού
Γεννημένος το 1910 στο Τόκιο, ξεκινά τις σπουδές του ως ζωγράφος, ένθερμος υποστηρικτής του αριστερού εργατικού κινήματος, δουλεύει εικονογράφος σε εφημερίδες, μέχρις ότου μια ανακοίνωση των στούντιο ΤΟΧΟ, που αναζητά νέους για βοηθούς σκηνοθέτη, τον στρέφει προς τα εκεί. Σύντομα εξελίσσεται στον βασικότερο βοηθό του Κατζίρο Γιαμαμότο, δίπλα στον οποίο μαθαίνει όλη τη διαδικασία και τα μυστικά της παραγωγής, ενώ ο ίδιος τον ενθαρρύνει, ως δάσκαλος που διαισθάνεται την αξία του μαθητή του, να μάθει να γράφει σενάρια. Έτσι, στα 33 του κι εν μέσω του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία τζούντο, το Σανσίρο Σουγκάτα, από το οποίο η λογοκρισία αφαιρεί είκοσι λεπτά. Δύο χρόνια αργότερα, κάνει μια προπαγανδιστική ταινία-ανάθεση, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίζει και παντρεύεται την ηθοποιό Γιόκο Γιαγκούτσι. Χάρη στην εμπορική επιτυχία της ταινίας αυτής, του ζητούν να γυρίσει κι ένα sequel.
Η Ιαπωνία χάνει τον πόλεμο, της επιβάλλεται μια ταπεινωτική κατοχή και η αμερικανόφιλη πια λογοκρισία αντιμετωπίζει αρνητικά τις ταινίες σαμουράι. Η νέα τάξη δεν θέλει ιστορίες που διαδραματίζονται στη φεουδαρχική περίοδο κι ο Μεθυσμένος Άγγελος του 1948 γράφεται και ξαναγράφεται μέχρι να γυριστεί. Παρ' ολα αυτά, είναι η πρώτη του προσωπική ταινία και η πρώτη του συνεργασία με τον συγκλονιστικό Τοσίρο Μιφούνε. Με αυτόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο κάνει δεκαεπτά ταινίες, ανάμεσά τους και το αξεπέραστο Ρασομόν, που αφού πρώτα σπάει τα ταμεία στην Ιαπωνία, το 1951 παίρνει στη Βενετία τον Χρυσό Λέοντα, αφήνοντας άναυδους τους πάντες, τόσο με την εκπληκτική του κινηματογραφική γραφή αλλά, κυρίως, με την ανατρεπτική αντιμετώπιση της αντικειμενικότητας της αλήθειας. Με φόντο τη μεσαιωνική Ιαπωνία, ο βιασμός της γυναίκας ενός ευγενούς από έναν ληστή επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, καθώς κάθε νέα εκδοχή ενός νέου μάρτυρα ακυρώνει την προηγούμενη. Τέσσερις διαφορετικές «αλήθειες» υπό αμφισβήτηση, από διαφορετικό πρίσμα, κοινωνικό υπόβαθρο και ηθική. Μέχρι σήμερα παραμένει από τα αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ζητήματα ακεραιότητας του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο διατρέχουν όλο το έργο του, όπως στο υπαρξιακό δράμα Ικίρου (Ο καταδικασμένος) που ακολουθεί, αλλά και στους Επτά Σαμουράι, ταινία δράσης εποχής του 16ου αιώνα, όταν οι Σαμουράι, πολεμιστές με αξίες και αρχές στην ιεραρχία της αριστοκρατικής κοινωνίας, έχαναν την επιρροή τους και την ισχύ τους. Μια ταινία που οι σεκάνς του μακελειού συγκρίνονται με τις σκηνές στα σκαλιά της Οδησσού από το Θωρηκτό Ποτέμκιν. Τη στιγμή που ο ίδιος θεωρούσε τον Αϊζενστάιν πηγή έμπνευσης, μαζί με τον Ινδό Ρέι και τον Αμερικανό Φορντ.
Αν για κάτι κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του, ήταν ο δυτικοκεντρισμός του. Τόλμησε και μετέφερε στην οθόνη, εντάσσοντάς τους στην ιαπωνική πραγματικότητα, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Σαίξπηρ. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού. Είχαν, βέβαια, προηγηθεί το Καγκεμούσα το '80, αλλά και το ρωσικό Ντέρσου Ουζάλα το '75, γυρισμένο στη Σιβηρία, με το οποίο επανήλθε μετά την απόπειρα αυτοκτονίας.
Με το Μάντα-ντα-γιό (Όχι ακόμα), μια ελεγεία στη σχέση δασκάλου - μαθητή, έκλεισε τη φιλμογραφία του το 1993. Καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα, δεν επέστρεψε ποτέ στα πλατό, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Έφυγε το 1998 από εγκεφαλικό, σε ηλικία 88 ετών.