ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ μαζί με μια καθηλωτική αμεσότητα κάτω από τη βαριά ανάσα αγωνίας και φόβου για το χρονικό του συλλογικού τέλους στο «La Jetée», το εμβληματικό μικρού μήκους sci-fi του '62 από την αριστερή όχθη της κινηματογραφικής έγνοιας για την πολιτική, κάτι που απουσιάζει ενοχλητικά από το φορτωμένο, πεζό ψευδοντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπάντια.
Με το εύρημα μερικών survivors στο τεχνητής νοημοσύνης υπερ-αστυνομευόμενο «2073» και πρωταγωνίστρια τη Σαμάνθα Μόρτον, που δανείζει μια απαραίτητη δόση ανθρωπιάς με τη συμπονετική της ερμηνεία, η ταινία μαζεύει κομμάτια τεκμηρίωσης, αρχειακό υλικό και μαρτυρίες ειδικών για να καταδείξει τους λόγους που οδήγησαν τον πλανήτη και τον κόσμο σε περίπου πυρηνικό αφανισμό. Όπως είναι αναμενόμενο, Μασκ, Μπέζος και οι συνήθεις ύποπτοι ευθύνονται, και ο δημιουργός των πορτρέτων του Σένα, της Γουάινχαουζ και του Μαραντόνα –όλα άρτια και με ιδιαίτερη υπογραφή– κάνει φλασμπάκ στη σχηματική ως ανύπαρκτη πλοκή της ομάδας των survivors για να θυμηθούμε, κατά τη δική του κρίση, τα γεγονότα και το παρασκήνιο που προοικονομεί τα χειρότερα για την κοινωνία που γλιστρά από τα χέρια μας.
Ο Βρετανός κινηματογραφιστής βασικά κάνει ένα ντοκιμαντέρ, αλλά το περνάει στην ταμπέλα του φιξιόν μήπως το δει, κατά λάθος ίσως, μια και μπαίνει στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, περισσότερος κόσμος για να παραδειγματιστεί και να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις μπλεγμένες τηλεοπτικές ειδήσεις.
Κάτω από την επιτηδευμένη πρόφαση της έμπνευσης από ένα άγνωστο στους πολλούς αριστούργημα, ο Βρετανός κινηματογραφιστής βασικά κάνει ένα ντοκιμαντέρ αλλά το περνάει στην ταμπέλα του φιξιόν μήπως το δει, κατά λάθος ίσως, μια και μπαίνει στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, περισσότερος κόσμος για να παραδειγματιστεί και να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις μπλεγμένες τηλεοπτικές ειδήσεις – κι αν δεν του αρέσει δεν πειράζει, τουλάχιστον θα έχει σφηνωθεί κάτι εποικοδομητικό στο μυαλό του. Στο μεταξύ, το υποβάλλει σε ένα φεστιβάλ πρώτης κλάσης όπως αυτό της Βενετίας, γίνεται δεκτός στο διαγωνιστικό και χειροκροτείται από τους δημοσιογράφους, γιατί κολακεύονται που διώκονται οι συνάδελφοί τους και πεθαίνουν στην πρώτη γραμμή – οι κριτικοί κινηματογράφου συχνά βαυκαλιζόμαστε με αυτά, αλλά γρήγορα συνερχόμαστε.
Στην ουσία, δεν έχει κάνει κάτι παραπάνω από τα ντοκιμαντέρ του Χατζηστεφάνου και των Ελλήνων και πολύ περισσότερων ξένων προοδευτικών συναδέλφων του. Απλώς, επειδή έχει το όνομα και την ιδέα να μπλέξει τη ζοφερή πραγματικότητα με μια ακόμα πιο εφιαλτική φαντασία στο προσεχές μέλλον εξασφάλισε μια θέση που αξιολογικά όφειλε να πάει κάπου αλλού στη #venezia81, ενδεχομένως με μια παρόμοια, αλλά πιο πρωτότυπη και λιγότερο προβλέψιμη προειδοποιητική παραβολή.