Οι Δουβλινέζοι, το κύκνειο άσμα του Τζον Χιούστον στο σινεμά, και το μυθιστόρημα What Are you Going Through, αποτελούν τη βάση του The Room Next Door. Το βιβλίο της Σίγκριντ Νούνεζ χρησιμεύει ως θέμα, ενώ το υπέροχο The Dead, κι αυτό με τη σειρά του μεταφορά του αριστουργήματος του Τζέιμς Τζόις, δίνει το ποιητικό έναυσμα για το τέλος, απαλό σαν το χιόνι που σκεπάζει ζωντανούς και νεκρούς.
Το The Room Next Door είναι το χρονικό της αναθέρμανσης μιας παλιάς φιλίας ανάμεσα στην επιτυχημένη συγγραφέα Ίνγκριντ και τη Μάρθα, με αφορμή την δυσάρεστη είδηση της ανίατης ασθένειας της δεύτερης.
Ανταποκρίτρια πολέμου και αποξενωμένη μητέρα μιας ενήλικης κόρης που την έβλεπε περισσότερο σαν πατρικό πρότυπο, ελλείψει του βιολογικού της πατέρα, η Μάρθα ζητά από την Ίνγκριντ να της συμπαρασταθεί στις τελευταίες της στιγμές. Έχοντας αγοράσει από τη μαύρη αγορά ένα χάπι ευθανασίας, αδύναμη από τις χημειοθεραπείες και απογοητευμένη από την αποτυχία μιας σύντομης πειραματικής θεραπείας, μετακομίζει από το διαμέρισμά της, νοικιάζει ένα σπίτι στην εξοχή της Νέας Υόρκης, στα λιβάδια του Γούντστοκ, και παρακαλεί τη θερμή και διακριτική της φίλη να μείνει στο «διπλανό δωμάτιο», αν και τελικά προτιμά τον κάτω όροφο, λόγω μεγαλύτερου χώρου.
Οι αμφιβολίες της Ίνγκριντ για τη δύναμή της να αντεπεξέλθει είναι εύλογες και σταδιακά παραμερίζει το εγώ και τις φοβίες της για να στηρίξει την αμετακίνητη απόφαση μιας ετοιμοθάνατης, κάτι που δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να της συμβεί.
Αν και σφιχτά αγκαλιασμένο με τη ζοφερή προοπτική του θανάτου, το The Room Next Door όσο ξεμακραίνει από την κατά τόπους αδέξια αρχική περιγραφή των χαρακτήρων, αντικρίζει με πραότητα τον ορίζοντα και παινεύει τη ζωή, ενθαρρύνοντας τις πρωταγωνίστριες να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις επιλογές τους.
Χωρίς να είναι ακριβώς το flip side της πολυκύμαντης ανδρικής φιλίας του Pain and Glory, το The Room Next Door προσφέρει δυο αξιοσημείωτους γυναικείους ρόλους σε δυο σπουδαίες ηθοποιούς, τη θερμή και γεμάτη ενσυναίσθηση Τζουλιάν Μουρ ως Ίνγκριντ, και τη δωρική όσο ποτέ, ατσάλινη και συνάμα τόσο ευάλωτη στον τρόπο που «εξατμίζεται» μπροστά στα μάτια μας, Τίλντα Σουίντον.
Ταυτόχρονα, χειρίζεται με ωριμότητα και δραματική αξιοπρέπεια το δικαίωμα στην ευθανασία, απερίστροφα και έξυπνα, με την αδύναμη ηρωίδα να επιλέγει εκείνη να προλάβει τον καρκίνο πριν την αιφνιδιάσει εκείνος.
Πεισματικά αντι-μελό, αν και πιστή στη χρωματική του παλέτα και στις γνώριμες σκηνογραφικές φόρμες, η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Αλμοδόβαρ παίρνει ξεκάθαρη θέση, τοποθετώντας δυο αντίρροπους περιφερειακούς πόλους, έναν κοινό φίλο που πασχίζει να συγκρατήσει την απαισιοδοξία του για τα ευρύτερα οικολογικά ζητήματα σε πλαίσια ακαδημαϊκού ακτιβισμού, και από την άλλη έναν φανατικό θρησκευόμενο αστυνομικό, που φυσικά εξισώνει την ύστατη επιλογή της ανθρώπινης ανακούφισης από τον πόνο με τη στυγνή αμαρτία της αυτοκτονίας.
Αν και σφιχτά αγκαλιασμένο με τη ζοφερή προοπτική του θανάτου, το The Room Next Door όσο ξεμακραίνει από την κατά τόπους αδέξια αρχική περιγραφή των χαρακτήρων, αντικρίζει με πραότητα τον ορίζοντα και παινεύει τη ζωή, ενθαρρύνοντας τις πρωταγωνίστριες να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις επιλογές τους.
Κι αν κάποιοι παραπονέθηκαν πως η Τίλντα Σουίντον παίζει κάπως ξύλινα, τότε μάλλον δεν διάβασαν σωστά τον χαρακτήρα της Μάρθα και σίγουρα δεν διέκριναν την ευγενή πάλη μιας γυναίκας που τακτοποιεί τις τύψεις της ενώ την εγκαταλείπει η μνήμη της και τη βαραίνει η ευθύνη μιας αρωγού που κι εκείνη με τη σειρά της δεν έχει αποπειραθεί κάτι παρόμοιο. Όσοι επίσης ισχυρίστηκαν πως οι αγγλικοί διάλογοι ανάμεσα στις δυο φίλες ακούγονται περίεργοι, προφανώς δεν θυμούνται πως στις ισπανόφωνες ταινίες του μεγάλου auteur, πουθενά και κανείς δεν μίλησε νατουραλιστικά ή καθημερινά.
Ένα κλιπ από την ταινία.