#quote#
Το πρώτο πράγμα που μου ξεκαθάρισε ο Νικόλας μόλις συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα ήταν ότι δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Έτυχε να παίξει σε μία ταινία, έζησε μία μοναδική εμπειρία και τώρα ανυπομονεί να τη δει ολοκληρωμένη στην πρώτη της προβολή. Παρ' όλα αυτά, η σερβιτόρα στο καφέ που καθίσαμε ήταν σίγουρη ότι είναι σταρ του σινεμά και ότι τον είχε κάπου ξαναδεί, μετά κατάλαβε ότι της θύμιζε «αυτό τον ηθοποιό που παίζει στις ταινίες με βρικόλακες» - εννοούσε τον Ρόμπερτ Πάτισον.
Ο Νικόλας είναι 20 χρόνων, σπουδάζει Διακοσμητική και ασχολείται με το ποδήλατο. Αυτό είναι το μεγάλο του πάθος, το fixed gear. Ο ρόλος του στην ταινία Luton του Μιχάλη Κωνσταντάτου προέκυψε από τύχη. «Μια φίλη μου που ήξερε τον σκηνοθέτη μου πρότεινε να κάνω κάστινγκ, μου γύρισαν ένα δοκιμαστικό βίντεο, γνώρισα τον Μιχάλη, μιλήσαμε και έτσι έκατσε η φάση» λέει. «Δεν έχω δει την ταινία για να ξέρω το αποτέλεσμα, αλλά μου άρεσε πολύ η εμπειρία. Ήταν τρομερή. Δεν μας έχουν δείξει τίποτα. Σκέψου, στα γυρίσματα δεν μπορούσαμε να δούμε τις σκηνές των άλλων και δεν μας άφηναν ούτε μεταξύ μας να τα λέμε. Μετράει αυτό, να μην ξέρεις τι κάνει ο άλλος, γιατί το να γνωρίζεις αυτά τα πράγματα σε επηρεάζει». Μιλάει με ενθουσιασμό για την εμπειρία του στο σινεμά. «Η ταινία είναι κοινωνικό δράμα και δείχνει πώς το άτομο, μέσα από τη μονοτονία και την ξενέρα της καθημερινότητας, μπορεί να προβεί σε βίαιες πράξεις, αν έχει την προδιάθεση. Εγώ παίζω τον Τζίμη, έναν μαθητή 17 χρόνων στη Γ΄ Λυκείου, που καταπιέζεται από τη μητέρα του κι έχει ξενερώσει επειδή η κοπέλα που γουστάρει δεν του κάθεται. Και ξεσπάει. Τα υπόλοιπα θα τα δείτε στην οθόνη. Ο ρόλος του Τζίμη έχει ελάχιστα στοιχεία από τον πραγματικό μου εαυτό. Το μόνο κοινό στοιχείο ίσως είναι η καταπίεση από τους γονείς παλιότερα, όταν πήγαινα ακόμα σχολείο, που με πίεζαν να διαβάσω. Τώρα έχει περάσει αυτό».
«Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζεται η βία;». «Η βία δεν είναι απαραίτητη και δεν οδηγεί πουθενά. Πιστεύω ότι κάνει την κατάσταση χειρότερη. Οι εκρήξεις βίας πριν από κάνα δυο χρόνια κατά της πόλης ήταν πολύ ακραίες. Η βία μεταδίδεται, όταν τη βλέπει περισσότερος κόσμος γίνονται τα πράγματα ακόμα χειρότερα».
«Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου;». «Ελάχιστες φορές έχει γίνει αυτό, αλλά ήταν πολύ ακραίες καταστάσεις. Μία φορά που ήμουν με το ποδήλατο, με χτύπησε αυτοκίνητο. Όταν σηκώθηκα, η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, τα νεύρα μου, κι έτσι έσπασα το αυτοκίνητο».
Τρώει chocolate fudge cake (που η σερβιτόρα αποκαλεί πεζά «σοκολατόπιτα») και αισθάνεται ενοχές γιατί πρέπει να προσέχει πολύ τι τρώει. Κάνει πρωταθλητισμό και σε μερικές μέρες έχει αγώνα με το ποδήλατο στην Ιταλία. «Με το ποδήλατο ασχολούμαι τρία χρόνια περίπου» λέει. «Μου αρέσει πολύ το fixed gear, τα άφρενα ποδήλατα. Είχαμε ένα mountain ποδήλατο στο σπίτι, του αδερφού μου, και ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε όλη η οικογένεια. Ε, πήγα μια μέρα με φίλους στην Πεντέλη και γούσταρα πάρα πολύ κι έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ πιο σοβαρά. Τα φιξάκια είναι λίγο σκοτώστρες στην αρχή, αλλά σου γίνονται πάθος. Έχουν και αυτό το απίθανο στυλ. Έχει πλάκα, όμως, που στην Ελλάδα τα μισούν όλοι αυτοί που κάνουν πρωταθλητισμό. Τρέχω σοβαρά σε ομάδα εδώ και έναν χρόνο και πραγματικά ο κόσμος στην ελληνική ποδηλασία είναι απαίσιος. Τέτοιο κόμπλεξ δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου».
«Δηλαδή;». «Καταρχάς, είναι όλοι ψωνάρες, απίστευτες ψωνάρες. Είναι το παράπονό μου αυτό από την ποδηλασία, δεν είναι σαν το εξωτερικό, όπου οι ποδηλάτες έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Ο ένας θάβει τον άλλο πίσω απ' την πλάτη του. Είναι ατομικό σπορ και ο καθένας θέλει να επιβάλει τον εαυτό του, να δείξει ότι είναι καλύτερος. Δεν κατάλαβα ποτέ το κόμπλεξ τους με εμάς, τους fixed gear, τους φιξάδες, όπως μας λένε. Είναι σαν να μας μισούν. Ίσως επειδή πουλάμε πιο πολλή μούρη απ' αυτούς. Έχω "σκοτωθεί" με το fixed gear πολλές φορές, σε βαθμό να θέλω να το σταματήσω, αλλά ο τραυματισμός σε πεισμώνει και θέλεις να προσπαθήσεις περισσότερο. Στην Ελλάδα, και πρωταθλητισμό που κάνω, δεν θα πάω πουθενά. Βασικά, όλοι οι αθλητές στην Ελλάδα είναι καταδικασμένοι, πιστεύω. Η κατάσταση στο εξωτερικό είναι σαφώς καλύτερη. Το έχω αποδεχτεί ότι δεν θα μου προσφέρει κάτι η ποδηλασία επαγγελματικά.
Στην Ιταλία πάω με φίλους μου για να τρέξουμε στο Red Hook Criterium – είναι ένας αγώνας circuit, κυκλική διαδρομή. Κλείνουν 4-5 δρόμους στο Μιλάνο, κοντά στην πανεπιστημιούπολη, και οργανώνουν αγώνα με fixed gear ποδήλατα, χωρίς φρένα και ταχύτητες, κάτι που τον κάνει πολύ hardcore. Μετράει πάρα πολύ αυτό. Είχαμε πάει και πέρσι να τρέξουμε εκεί και ήταν πολύ ωραία».
Έξω ακούγονται συνθήματα, κάπου έχει πορεία, συζητάμε για τις αγωνίες που έχει ένας 20χρονος στην Αθήνα του 2013 και μου λέει για όσα συμβαίνουν στη σχολή του. «Σπουδάζω Διακοσμητική στα ΤΕΙ Πειραιά. Είναι πολύ κακή η κατάσταση στη σχολή, όπως και σε όλες τις σχολές - τη δική μου σκέφτονται να την κλείσουν. Ειδήσεις στην τηλεόραση δεν βλέπω γιατί λένε συνέχεια ψέματα. Πιστεύω ότι μας κοροϊδεύουν. Υπάρχει κόσμος που δεν νοιάζεται καθόλου γι' αυτό που συμβαίνει, τους ενδιαφέρει πώς θα βγουν να διασκεδάσουν και να σπαταλήσουν λεφτά. Κυρίως επειδή τους δίνουν οι γονείς τους. Ζουν πιο πολύ στον κόσμο τους. Φαίνονται οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις πια στην Αθήνα, παλιότερα δεν το καταλάβαινες τόσο αυτό».
«Για τους πολιτικούς τι γνώμη έχεις;». «Πιστεύω ότι είναι μουνόπανα, κλέφτες, όλοι οι πολιτικοί, και το αστείο είναι ότι έχουν την Αστυνομία να τους προσέχει».
«Για διασκέδαση αράζω με τους φίλους μου στην πλατεία ή σε σπίτια για φαγητό και ταινίες, κυρίως τρόμου και κωμωδίες. Τελευταία μού αρέσουν και τα δράματα. Σκιτσάρω, μπλακ πράγματα πιο πολύ. Παίζω παιχνίδια στο PC, κάνω chat, αλλά πρώτα πάει το ποδήλατο».
«Σεξ;». «Ε, μετράει, ο έρωτας είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις».
«Πόσο καιρό είσαι με τη φίλη σου;». «Αρκετό. Τρεις εβδομάδες. Αλλά έχουμε μεγάλη ιστορία. Είμαστε γείτονες και πέντε χρόνια πριν είχαμε γνωριστεί μέσω του hi-5, που τότε ήταν στις δόξες του. Τρελές emo καταστάσεις. Τώρα είδα τον λογαριασμό μου και γέλασα. Μιλάγαμε, λοιπόν, μέσα από αυτό, κανονίσαμε να βγούμε ένα ραντεβού, πήγαμε βολτίτσα στο Χαλάνδρι, αλλά δεν έκατσε να ξαναμιλήσουμε μετά από αυτό. Και μετά από τόσο καιρό ξαναβρεθήκαμε... Είχαμε βάλει ένα στοίχημα το καλοκαίρι και είχαμε πει ότι αν το έχανε η Αγάπη θα μου καθάριζε το δωμάτιο, ενώ, αν το έχανα εγώ, θα έβγαινα με γυναικεία εσώρουχα μια βόλτα στο τετράγωνο. Και φυσικά έχασε... Έτσι, αποφάσισα να της αλλάξω τον όρο: να φιληθούμε».