ΗΤΑΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τον επιφανή ιστορικό του κινηματογράφου Kevin Brownlow, «μία από τις πιο ρατσιστικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ στην Αμερική». Στο «Old San Francisco» (1927) ένας λευκός ηθοποιός υποδυόταν έναν Κινέζο κακοποιό που περνιέται για λευκός, ο οποίος σχεδιάζει να πουλήσει ένα αθώο λευκό κορίτσι στο σκλαβοπάζαρο, ώσπου βολικά τον συντρίβει ένας σεισμός. Πριν από το φρικτό τέλος του, τον βοηθάει στο άθλιο σχέδιό του ένας ασιατικός χαρακτήρας που προσδιορίζεται μόνο ως «ένα λουλούδι της Ανατολής», τον οποίο υποδύεται μια νεαρή κοπέλα με το όνομα Άννα Μέι Γουόνγκ.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Yunte Huang στο βιβλίο «Daughter of the Dragon», μια νέα καταγραφή της ζωής και της εποχής της Γουόνγκ – ο τίτλος προέρχεται από έναν από τους πιο εμβληματικούς (και καρτουνίστικους) ρόλους της, ως σκληρή και εκδικητική κόρη του κακού Δρ. Φου Μάντσου στην ομώνυμη ταινία του 1931 – το Χόλιγουντ είχε εμμονή με τον εξωτισμό της Τσάιναταουν, ωστόσο οι ρόλοι για τους Ασιάτες ηθοποιούς ήταν εξαιρετικά λίγοι. Είναι συνεπώς ακόμη πιο αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Γουόνγκ, η οποία γεννήθηκε στο καθαριστήριο του πατέρα της στο Λος Άντζελες το 1905, υπήρξε τόσο παραγωγική και διάσημη.
Η καριέρα της περιλαμβάνει βωβές ταινίες, ομιλούσες ταινίες, ακόμα και τηλεόραση. Έπαιξε σε βαριετέ στο θέατρο. Έζησε στην Ευρώπη για ένα σύντομο διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όπου γνώρισε τον φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Η καριέρα της περιλαμβάνει βωβές ταινίες, ομιλούσες ταινίες, ακόμα και τηλεόραση. Έπαιξε σε βαριετέ στο θέατρο. Έζησε στην Ευρώπη για ένα σύντομο διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όπου γνώρισε τον φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν (ο οποίος την αποκαλούσε παιχνιδιάρικα «μια Κινεζούλα από την Άγρια Δύση») και φωτογραφήθηκε με τη Λένι Ρίφενσταλ και τη Μάρλεν Ντίτριχ (η οποία αργότερα θα εμφανιζόταν μαζί της στο "Shanghai Express"). Η Γουόνγκ εμφανίστηκε ακόμη και στο West End του Λονδίνου, εντυπωσιάζοντας τους κριτικούς με το χορό της, ενώ ο συμπρωταγωνιστής της - ένας νεαρός και άγνωστος Λόρενς Ολίβιε – κατακρεουργήθηκε για την κακή του υποκριτική.
Η Γουόνγκ ήταν αναγκασμένη να ερμηνεύει αγρίως στερεοτυπικούς ρόλους και κάποτε επιχείρησε να υπερασπιστεί αυτές τις επιλογές ανάγκης. «Όταν ένα άτομο προσπαθεί να καθιερωθεί σε ένα επάγγελμα, δεν μπορεί να επιλέγει ρόλους», είχε πει. «Πρέπει να παίρνει ό,τι της προσφέρεται». Ειδικά σε μια εποχή που οι ασιατικοί ρόλοι πήγαιναν συχνά σε λευκούς ηθοποιούς με αυτοκόλλητη ταινία για να τραβάει τα μάτια και κιτρινισμένο πρόσωπο.
Η Άννα Μέι Γουόνγκ συχνά υποβιβαζόταν στο ρόλο είτε μιας ύπουλης «δράκαινας» είτε μιας τραγικής Μαντάμ Μπατερφλάι. Ακόμη και όταν έγινε διάσημη στο Χόλιγουντ, η Γουόνγκ ήταν «μια ομορφιά που κανείς δεν επιτρεπόταν να φιλήσει». Κανείς στην οθόνη, δηλαδή. Η Γουόνγκ είχε αρκετές ερωτικές σχέσεις με λευκούς άνδρες και ίσως και με γυναίκες. Ο Huang θέτει το ερώτημα αν βίωσε «σαπφικό έρωτα» – «η Ντίτριχ δεν ήταν η μόνη που υπολόγιζε την Άννα Μέι ως λεσβία ερωμένη της» – αλλά δεν δίνει οριστικές απαντήσεις. Η Γουόνγκ δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Το 1940, η μικρότερη αδελφή της Μαίρη, μια νεαρή ηθοποιός, αυτοκτόνησε. Η Άννα Μέι προσπάθησε να προσαρμοστεί στην εποχή της τηλεόρασης, όμως ο ρατσισμός και ο σεξισμός που αντιμετώπιζε επί μακρόν, επιδεινωνόνταν τώρα από μια άλλη προκατάληψη: τον ηλικιακό ρατσισμό. Στα 47 της χρόνια, έφτασε στην εμμηνόπαυση, η οποία εξασθένησε την αυτοπεποίθησή της και επιδείνωσε την κατάθλιψή της. Άρχισε να πίνει τόσο πολύ που εμφάνισε κίρρωση του ήπατος, η οποία μπορεί να προκάλεσε την καρδιακή προσβολή που έδωσε τέλος στην ζωή της το 1961, την ώρα του μεσημεριανού ύπνου. Μόλις είχε κλείσει τα 56 της χρόνια.
Η μητέρα της ανησυχούσε πάντα ότι με το να φωτογραφίζεται τόσο πολύ, η Άννα Μέι θα έχανε την ψυχή της. Αλλά η νεαρή ενζενί ήξερε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει το δρόμο που ακολούθησε η μητέρα της. «Μπορεί να μην ήταν μια πιο ευτυχισμένη ζωή», έλεγε, «αλλά αυτό θα το έδειχνε ο χρόνος».
Με στοιχεία από The New York Times