Ο Χρυσός Φοίνικας απονεμήθηκε σε έναν από τους αγαπημένους σκηνοθέτες του Φεστιβάλ Καννών, τον Ιάπωνα Κορεέντα Χιροκάζου, με το «Shoplifters», ένα επώδυνο και ευσυγκίνητο κοινωνικό μελό, πορτρέτο ενός ζευγαριού μεσηλίκων εργαζομένων, των Σιμπάτα, που παλεύει για την επιβίωση στα προάστια του Τόκιο.
Την εικόνα συμπληρώνουν το παιδί τους, η αδελφή της συζύγου, η γιαγιά του σπιτιού και ένα πεντάχρονο, εξαθλιωμένο, αλλά χαριτωμένο κορίτσι, που βρίσκουν εγκαταλελειμμένο κοντά στο συμπίλημα μικρών χώρων που αποτελεί το διαμέρισμά τους, και το περιμαζεύουν, για να το χρησιμοποιήσουν, ως μέλος μιας συμμορίας βγαλμένης από τον Όλιβερ Τουίστ, στις κλοπές (ποιος θα το υποψιαστεί;) που πραγματοποιούν μεθοδικά, γιατί τα μεροκάματα δεν φτάνουν.
Έχοντας ήδη βραβευτεί για το «Like Father Like Son», ο δημιουργός του «Maborosi» και του υπέροχου «Nobody Knows» αποδείχτηκε ο πληρέστερος από τη σοδειά των Ασιατών σκηνοθετών που διαγωνίστηκαν φέτος για τον Φοίνικα: ο Κινέζος Ζία Ζάνκε με το «Ash is the Purest White» έσπειρε και πάλι τις παρατηρήσεις του σε ανθρώπους σύμβολα μιας χώρας σε αέναη μετάβαση χωρίς να βρίσκει δραματικές λύσεις όταν η μεγάλη σε διάρκεια ταινία του τις είχε ανάγκη και ο Κορέατης Λι Τσανγκ Ντονγκ διασκεύασε Μουρακάμι με το σεξουαλικό απωθημένο και τις ταξικές διαφορές στο επίκεντρο μιας ιστορίας ελλειπτικής και ενίοτε άσφαιρης.
Ο Κορεέντα Χιροκάζου πλέον παντρεύει τη στοχαστική κινηματογράφηση του Χου Χσιά Χσιέν με το απόλυτο focus του Όζου, μπαίνοντας, κυριολεκτικά μετά βαΐων και κλάδων, στην ελίτ των auteurs που διατηρούν την υπογραφή της φόρμας τους με μια συγκεκριμένη θεματική
Ο Κορεέντα Χιροκάζου πλέον παντρεύει τη στοχαστική κινηματογράφηση του Χου Χσιά Χσιέν με το απόλυτο focus του Όζου, μπαίνοντας, κυριολεκτικά μετά βαΐων και κλάδων, στην ελίτ των auteurs που διατηρούν την υπογραφή της φόρμας τους με μια συγκεκριμένη θεματική.
Στην περίπτωση του, την οικογένεια, τη δυναμική της και το συσχετισμό της με την κοινωνία, ειρωνικά σε πλήρη αντίθεση με την πρόσφατη είδηση που ήθελε κάποιες γηραιές κυρίες της Ιαπωνίας με παχυλή σύνταξη να κλέβουν για να συλληφθούν επίτηδες και να οδηγηθούν στη φυλακή, για να βρουν παρέα, σε μια χώρα με υπέργηρους που μένουν ευκατάστατοι στην τρίτη ηλικία, αλλά τόσο μόνοι κι έρημοι.
Γίνεται, επίσης, ο πρώτος Ιάπωνας με Χρυσό Φοίνικα μετά το επετειακό Φεστιβάλ των 50 χρόνων, όταν ο Σοχέϊ Ιμαμούρα κέρδιζε τον δεύτερο Φοίνικα του, για το «Χέλι», μαζί με τον Αμπάς Κιαροστάμι.
Κατά τεκμήριο, το «Shoplifters» ήταν η καλύτερη, πιο ζουμερή και πλήρης ταινία του Φεστιβάλ μαζί με τον «Ψυχρό Πόλεμο» και το «Dogman».
Ο Πάβελ Παβλικόφσκι κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ το ρεαλιστικό πορτρέτο ενός φτωχοδιάβολου που περιποιείται σκύλους σε μια φτωχογειτονιά και καταλήγει στη φυλακή και την ανυποληψία επειδή αναγκάζεται να καλύψει τον νταή κοκάκια της περιοχής, δίκαια εξασφάλισε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Μαρτσέλο Φόντε (τι εμπνευσμένο κάστινγκ, τι ερμηνεία, και πόσο δικαιότερο θα ήταν να το μοιραζόταν με τον Εντοάρντο Πέσε, τη γιγαντόσωμη ερινύα του με τον χοντρό λαιμό και τη μπρούτα απάθεια σε οποιαδήποτε απόχρωση).
Ο Σπάϊκ Λι δεν χρειάστηκε να ξαναβρίσει και να καταγγείλει τα κυκλώματα γιατί έφυγε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, το οποίο αποδέχτηκε αυτοπροσώπως, εκ μέρους της Λαϊκής Δημοκρατίας του Μπρούκλιν! Δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει πως διανύουμε χαλεπούς καιρούς.
Οι γυναίκες που ξεχώρισαν στο διαγωνιστικό τμήμα επίσης δεν έμειναν παραπονεμένες: Η Αλίτσε Ρορβάχερ τιμήθηκε για το σενάριο του «Ευτυχισμένου Λάζαρου», αν και δεν ήταν βασικά ταινία σεναρίου, το οποίο μοιράστηκε με το σαφώς πιο συγγραφικά δαντελωτό έργο του Ιρανού Τζαφάρ Παναχί, «3 Πρόσωπα».
Η Ναντίν Λαμπάκι έφυγε από τις Κάννες με το βραβείο της Επιτροπής για την «Καπερναούμ», και είναι σαφές πως η επιτροπή, ενώ δεν γινόταν να παραγνωρίσει την προφανή δύναμη της ταινίας της, προτίμησε το πιο καλλιτεχνικά ισορροπημένο και επιμελημένο έργο του Χιροκάζου, επίσης με ήρωες παραβατικά παιδιά σε μια αυτοσχέδια, φύρδην μίγδην κοινότητα στον πάτο της κοινωνίας.
Τελικά, οι Αμερικανοί πρόεδροι της κριτικής επιτροπής αποδεικνύονται ευφάνταστοι. Όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ κάλεσε στο πόντιουμ τη Λέα Σεϊντού και την Αντέλ Εξαρχόπουλος να μοιραστούν κανονικά τον Φοίνικα με τον Αμπντελατίφ Κεσίς για τη Ζωή της Αντέλ, έτσι και η Μπλάνσετ ανήγγειλε, εκ μέρους των συναδέλφων της, έναν ειδικό Χρυσό Φοίνικα για τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, για το «Βιβλίο της Εικόνας», ως φόρο τιμής για έναν οραματιστή που, ακόμη και λίγο πριν τα 90 του χρόνια, προσπαθεί να ανακαλύψει νέες φόρμες για να μιλήσει για τον κόσμο του σήμερα, έστω κι αν χρησιμοποιεί παλιές εικόνες.
Κι ενώ μια τέτοια κίνηση δικαιούται κι αυτή βραβείο, με τη σειρά της, τελικά την παράσταση έκλεψε η Άζια Αρτζέντο, η οποία ανέβηκε στη σκηνή και είπε, καθαρά και ξάστερα: «Στις Κάννες με βίασε ο Χάρβεϊ Γουάινστιν πριν από 21 χρόνια. Χρησιμοποιούσε την πόλη αυτή ως άντρο των βρόμικων πράξεων του. Προβλέπω πως δεν θα ξανάρθει ποτέ εδώ». Έτσι, ολοκλήρωσε την προβαρισμένη καταγγελία της, ικανοποιημένη που της δόθηκε η ευκαιρία- πριν από λίγο καιρό, οι συμπατριώτες συνάδελφοί της την σνόμπαραν στην σταυροφορία της για τον ίδιο λόγο.
Τέλος, η Χρυσή Κάμερα για το σκηνοθετιό ντεμπούτο απονεμήθηκε στον Λούκας Ντοντ για το «Girl», ένα θρίαμβο για το LGBT στο σινεμά και την απαρχή μιας σπουδαίας καριέρας για τον Βέλγο δημιουργό.
σχόλια