Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που το τέλος έφτασε κοντά, και κάθε φορά που το ρολόι του κόσμου φαινόταν ότι θα χτυπήσει μεσάνυχτα, το σινεμά αντλούσε έμπνευση από το κλίμα της εποχής και τη γενικευμένη εσχατολογία κι ερχόταν για να παραδώσει διαφορετικές εκδοχές αυτού του τέλους, συνήθως μέσω του είδους της επιστημονικής φαντασίας.
Καθώς συμπληρώσαμε τη δεύτερη χιλιετία και είδαμε ότι ο ιός του millennium δεν έφερε την καταστροφή του δυτικού πολιτισμού, το εσχατολογικό σινεμά αντί να κοπάσει, γνώρισε άνθιση, με τα μετα-αποκαλυπτικά οράματα των κινηματογραφιστών να πληθαίνουν και να συνθέτουν ένα υπο-είδος από μόνα τους.
Ταυτόχρονα, όμως, άρχισε να μετατίθεται και το ενδιαφέρον των δημιουργών από την παρασκευή μιας πιθανής εκδοχής του τέλους του κόσμου όπως τον ξέραμε στην απάντηση σε ένα ερώτημα που, υπό μια ευρεία έννοια, μας έχει απασχολήσει κατά καιρούς όλους: τι θα αφήσουμε πίσω μας, όταν αυτό έρθει;
Το σήμα της Amblin στην έναρξη προδιαθέτει για το θέαμα που θα παρακολουθήσουμε. Οικογενειακή διασκέδαση καλής ποιότητας, καμωμένη από απλά υλικά, με μια μικρή δόση σασπένς και τρόμου –εδώ έχουμε μια καταδίωξη που παραπέμπει στο σπιλμπεργκικό Duel– και πινελιές συγκίνησης τοποθετημένες στο κατάλληλο σημείο.
Το Finch ανήκει σε αυτή την κατηγορία της μετα-αποκαλυπτικής φιλμογραφίας. Στην ταινία η ανθρωπότητα έχει εξαλειφθεί σχεδόν ολοσχερώς, οι καιρικές συνθήκες κάνουν τη ζωή στον πλανήτη από δυσχερή ως ακατόρθωτη, ενώ το όζον δεν μας προστατεύει πια από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.
Σε αυτό το μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό ακολουθούμε τον Φιντς, έναν μηχανικό που αργοπεθαίνει λόγω της έκθεσης του στη ραδιενέργεια, τον σκύλο του και τον Τζεφ, ένα ρομπότ που ο Φιντς έφτιαξε για να προσέχει τον σκύλο, όταν θα φύγει από τη ζωή.
Το σήμα της Amblin στην έναρξη προδιαθέτει για το θέαμα που θα παρακολουθήσουμε. Οικογενειακή διασκέδαση καλής ποιότητας, καμωμένη από απλά υλικά, με μια μικρή δόση σασπένς και τρόμου –εδώ έχουμε μια καταδίωξη που παραπέμπει στο σπιλμπεργκικό Duel– και πινελιές συγκίνησης τοποθετημένες στο κατάλληλο σημείο.
Ο Τζεφ, το ρομπότ, είναι μια φανταστική (και τρομερά ρεαλιστική) CGI δημιουργία, ένα παιδί που μαθαίνει τον κόσμο και κινείται με την ανάλογη σπασμωδικότητα μέχρι να βρει το δικό του «περπάτημα».
Ο σκύλος έχει έτσι κι αλλιώς κερδίσει την καρδιά του ζωόφιλου κοινού από τα αποδυτήρια και, βέβαια, ο καλός μας ο Τομ Χανκς, ο «άνθρωπός μας» στο πανί, είναι ο κατάλληλος ηθοποιός για να υποδυθεί τον τελευταίο (;) άνθρωπο επί γης και για να εκπροσωπήσει εκείνο που οι δημιουργοί του Finch εκτιμούν πως θα (έπρεπε να) αφήσουμε πίσω μας: την έγνοια για τον άλλο και την τρυφερότητα, ένα δομικό στοιχείο της υπόστασής μας που, αν εκλείψει, θα παύσει να είναι ανθρώπινη.
Πρόκειται για μια απλή, καλόψυχη ταινία, που εκπροσωπεί ένα είδος διασκέδασης το οποίο τείνει να εξαφανιστεί από τη στουντιακή παραγωγή, επειδή δεν θεωρείται πια κερδοφόρο. Όχι τυχαία, αντί να προβληθεί στις αίθουσες, η ταινία πωλήθηκε από τη Universal στην πλατφόρμα του Apple TV+.
Από τη μία σημασία έχει να προβληθεί με κάποιο τρόπο το φιλμ και να βρει το κοινό του – ίσως, μάλιστα, ένα μέρος των νεαρών θεατών, παρθένο σε σχετικά θεάματα, να βρει στο Finch και μια ταινία που θα κουβαλά μαζί του στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Από την άλλη, οι ιθύνοντες των στούντιο και οι executives θα έπρεπε κάποια στιγμή να καθίσουν σε ένα τραπέζι και, αντί να σκέφτονται πώς θα αυξήσουν τα νούμερα του πρώτου τριημέρου στο box-office, να συλλογιστούν κι αυτοί τι θα αφήσουν πίσω.