«Ήταν σοφή κίνηση για την καριέρα του» είπε ο άσπονδος συνάδελφος Γκορ Βιντάλ, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του χρόνια ταλαιπωρημένου από καταχρήσεις και ασθένειες, Τρούμαν Καπότε. Αυτό που εννοούσε, ωστόσο, ήταν το καλλιτεχνικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο μεγαλύτερος και ίσως μοναδικός σταρ συγγραφέας μέχρι τότε, μια ασυνήθιστα αναγνωρίσιμη φιγούρα στα σαλόνια, τα κλαμπ, αλλά και τους δρόμους της χώρας του, ένας άνθρωπος που λόγω φήμης και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών (πολύ κοντός, με ψιλή φωνή και μανιερισμούς που όχι μόνο δε γινόταν να κρύψει αλλά παρέτεινε, σαν τη νότια προφορά του) «γυρνούσε κεφάλια» και αποσπούσε αυτόματα την προσοχή.
Το ντοκιμαντέρ του Εμπς Μπέρνοου ανακεφαλαιώνει τη φανταχτερή διαδρομή, επωφελούμενο από ανέκδοτες ηχογραφήσεις και συνεντεύξεις από τα αρχεία του Καπότε, που έρχονται για πρώτη φορά στο φως, δίνοντας έμφαση στο, κυριολεκτικά κύκνειο, άσμα του, εκεί όπου «έκαψε» τις πάμπλουτες φίλες του, επονομαζόμενες και Κύκνους, και έδωσε τη χαριστική βολή στη φθίνουσα ζωή του, σε ένα μυθιστόρημα που, όπως είχε πει προφητικά στον κορυφαίο δημοσιογράφο και interviewer Ντικ Κάβετ, «ή θα το σκοτώσει ή θα τον σκοτώσει».
Gay και φιλομαθές αγόρι από το Ταλαχάσι του αμερικανικού Νότου, ο σκηνοθέτης ταυτίστηκε από την παιδική του ηλικία με τον Τρούμαν Καπότε, βαθιά γοητευμένος από το Christmas Memory και το Thanksgiving Visitor και τον μαγικό τους τρόπο να ταξιδεύουν τον νεαρό αναγνώστη σε ατμόσφαιρα θαλπωρής και αθωότητας.
Όπως επισημαίνει και στο φινάλε του ντοκιμαντέρ ο Αντρέ Λίον Τάλι της αμερικανικής Vogue, κι αυτός φαν της γραφής και της περσόνας του, καθώς και συλλέκτης προσωπικών αντικειμένων του συγγραφέα, το πιο προσωπικό αξεσουάρ του Καπότε ήταν το βαζάκι στο οποίο φύλασσε τα μπισκότα πιπερόριζας, τα ginger cookies που φρόντιζε πάντα να του ετοιμάζει η λατρεμένη του θεία Σουκ. Εκείνη ήταν μια από τις δυο συγγενείς που τον μεγάλωσαν όταν η μητέρα του τον παράτησε για να αναζητήσει την τύχη της, δηλαδή έναν πλούσιο σύζυγο και το διαβατήριό της σε μια καλύτερη ζωή. Γνωρίζαμε ότι η μητέρα του ήταν σημαντική αναφορά στη ζωή του – μάλιστα ο ίδιος τραγικοποιούσε το θλιβερό της τέλος, χωρίς ποτέ κανείς να είναι σε θέση να πιστοποιεί τι από αυτά που έλεγε ήταν αληθινό και τι αποτελούσε μια μελοδραματική υπερβολή, καθώς ο Καπότε επαναλάμβανε πως μια καλή ιστορία δεν πρέπει να εμποδίζεται από την αλήθεια.
Ωστόσο, το The Capote Tapes συνδέει με ευκρίνεια την καταστροφική φιλοδοξία της μητέρας του να προσχωρήσει στην υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης, με την προθυμία του γιου της να γίνει το αγαπημένο κατοικίδιο των πλουσίων γυναικών που τη συναποτελούσαν στη δεκαετία του '60, το χρονικό διάστημα της απίστευτα μεγάλης φήμης του Καπότε.
Δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει τους σπόρους της πρωτοποριακής συγγραφής του, να διαπιστώσει όσο ζούσε πως ο τρόπος του θα άνοιγε τον δρόμο σε μια αίρεση της μυστικοπάθειας και να γελάσει ηχηρά και πονηρά, με τις παρενέργειες και τις εμπλοκές.
Αμέσως μετά το Πρόγευμα στο Τίφανις, ο μικρόσωμος και διασκεδαστικός auteur, το αιώνιο παιδί θαύμα των αμερικανικών γραμμάτων, έγινε κολλητός με το αχώριστο τρίο των Μπέιμπ Πέιλι, Σλιμ Κιθ και Μαρέλα Ανιέλι, συνοδεύοντας τις στις κρουαζιέρες, τα σκάφη και τα ιδιωτικά νησιά, τα δείπνα σε εστιατόρια και επαύλεις, τις χαλαρές και επίσημες συνάξεις για λίγους και εκλεκτούς – τη φαντασίωση κάθε φτωχόπαιδου και wannabe. Εκείνες επένδυαν σε μια μεγαλοφυΐα, με τον κρυφό πόθο να υπερηφανεύονται σαν υποσημείωση της Ιστορίας εν τη γενέσει της (η παλιά καλή σαγήνη του μαικήνα προς τις τέχνες, με το twist της γυναικείας προστασίας από την αντιπάθεια των ισχυρών συζύγων προς τον ενοχλητικό κολλητό τους) κι αυτός τις ψυχαγωγούσε με το γάργαρο γέλιο του και τα επινοητικά, αιρετικά φραστικά του τερτίπια.
Ταυτόχρονα παρατηρούσε συνεχώς, καθώς κάθε (καλός) συγγραφέας είναι την ίδια στιγμή ένας voyeur. «Μα τι νόμιζαν, πως τις έκανα παρέα επειδή ήταν ενδιαφέρουσες;» δικαιολογήθηκε ο Καπότε, όταν έπρεπε να εξηγηθεί για όσα ακολούθησαν. Τις βαριόταν, αλλά έβρισκε μια διαστροφική ευχαρίστηση, ίσως ψυχαναλυτικά εκδικητική, στη συντροφιά του πλούτου που απείχε αστρονομικά από την ανέχεια και το εκτεταμένο bullying της ανατροφής του, και μαζί πολύτιμο υλικό για το μεγάλο του πόνημα, το υπερφιλόδοξο βιβλίο που δεν έμελλε να ολοκληρώσει, για πάρα πολλούς λόγους, αρκετοί από τους οποίους συνυφαίνονται με έναν μύθο που συστηματικά και εξαντλητικά έπλασε ο Καπότε, έτσι, για το καπρίτσιο του θέματος και την ανάγκη του ασχολούνται όλοι μαζί του.
Για το Answered Prayers, ο Αμερικανός συγγραφέας έλαβε την πρώτη του προκαταβολή, μόλις 25 χιλιάδων δολαρίων, το 1966. Όταν δημοσιεύτηκε το Εν Ψυχρώ λίγο αργότερα, η δημοτικότητά του εξακοντίστηκε, αμέσως μετά ακολούθησε ο ιστορικός Χορός σε Άσπρο και Μαύρο, το περίφημο Black and White Ball στο ξενοδοχείο Πλάζα, με τη Νέα Υόρκη να σπαρταρά για μια πρόσκληση και τους New York Times να δημοσιεύουν, πρωτοφανώς, τη λεπτομερή λίστα των καλεσμένων, σε περίπτωση που κάποιος επιφανής ήθελε να προβάλει την αστεία δικαιολογία πως δεν έδωσε το παρών γιατί δεν αποδέχθηκε την πρόσκλησή του!
Όταν η προθεσμία της παράδοσης του χειρόγραφου (παρεμπιπτόντως, ο Καπότε δεν δακτυλογραφούσε ποτέ) εξέπνευσε, το πρότζεκτ πήρε παράταση μέχρι το 1968, αλλά το τελεσίγραφο αναιρέθηκε πολλάκις, κρατώντας σε σασπένς όχι τόσο τους λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά τους γνωστούς, φίλους και τους απλούς περίεργους, όψιμους παρατηρητές του βίου και της πολιτείας του διοπτροφόρου ευφυολόγου, που σάρκαζε και περιαυτολογούσε σε τηλεοπτικά σόου, μετατρέποντας το επικείμενο magnum opus του σε απειλητικό σίριαλ.
Τελικά, το ζουμερό κομμάτι του βιβλίου του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 1975, τιτλοφορείτο Cote Basque 1965 και άναψε φωτιές στην cafe society της πόλης που τον έφτιαξε και τον κανάκεψε, ακυρώνοντας φιλίες ζωής και σχέσεις απόλυτης εμπιστοσύνης. Με αλλαγμένα ονόματα αλλά περιγραφές που δεν άφηναν περιθώρια για την ταυτοποίηση των πρωταγωνιστών, το εκτενές απόσπασμα αποκάλυπτε μυστικά, ενίοτε ανώδυνα αλλά βασικά βρόμικα, έχυνε χολή και κομψή απέχθεια στην ελίτ του τεμπέλικου πλούτου και στοχοποιούσε τις γυναίκες που τον είχαν στο πλευρό τους.
Εν χορώ, οι τρεις περίοπτοι Κύκνοι ορκίστηκαν να μην του ξαναμιλήσουν ποτέ. Στις μαγνητοταινίες, η Μαρέλα Ανιέλι αντιδρά ψύχραιμα και απαξιωτικά στο κουτσομπολιό, ενώ η Σλιμ Κιθ ακούγεται οργισμένη στις «κατηγορίες» και ισχυρίζεται πως έβαλε λόγια και σκέψεις που ποτέ δεν είχε πει ή φανταστεί η ίδια. «Είναι μυθοπλασία, πώς κάνουν έτσι, και τι έλλειψη sophistication», αντιγυρίζει ένας συγγραφέας φίλος του, υπερασπιζόμενος τον θεμελιωτή του οξύμωρου όρου non fiction novel, στην περίπτωση του αριστουργηματικού Εν Ψυχρώ. Η αμετάκλητα τέλεια Μπέιμπ Πέιλι, επιτομή της κομψότητας και η πρωτοστάτης του ολοσχερούς εμπάργκο στον πάλαι ποτέ έμπιστο φίλο, δεν μίλησε ποτέ δημοσίως για το θέμα, ή συμβάν στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια και η κυκλοφορία του περιοδικού προκάλεσε αναταραχή και εξαιρετικές πωλήσεις φυσικά.
Η ψυχοκόρη του Καπότε, Κέιτ Χάρινγκτον, κόρη ενός από τους επεισοδιακούς εραστές του, εκμυστηρεύεται στο ντοκιμαντέρ πως ο μέντορας και προστάτης της στενοχωρήθηκε βαθιά για την απώλεια της Μπέιμπ από τη ζωή του. Την αγαπούσε αυθεντικά, γελούσε μαζί της με μια σπάνια συνωμοτικότητα, την ξεχώριζε από τις άλλες. Η απόπειρά του να εκθέσει γλαφυρά την επί σειρά ετών κακοποίηση που δεχόταν από τον σύζυγό της, Μπιλ Πέιλι, ιδρυτή του δικτύου CBS και διαβόητου γυναικά, με αποκορύφωμα την περιγραφή του σεξ κατά τη διάρκεια της περιόδου, δεν ακουμπούσε μόνο στη ροπή του προς την κοινοποίηση ενός μυθιστορηματικά αξιοσημείωτου προσωπικού στοιχείου, αλλά ενδεχομένως σε μια επίθεση προς τον κακώς εννοούμενο ανδρισμό, τη macho συμπεριφορά που υπέστη και ο ίδιος, και έμαθε να την επιστρέφει με πλάκα, ως γελωτοποιός του εκάστοτε ποιμνίου του.
Ο Καπότε δεν βίωσε ποτέ πραγματικά αγάπη, και με την ικανότητά του να διαβάζει τις προθέσεις των ανθρώπων, οπλίστηκε με κίνητρα και υλικό για να απαντήσει γραπτώς σε όσους αισθανόταν πως τον εκμεταλλεύτηκαν. Στα τρία του πιο γνωστά βιβλία παρέδωσε με αριστοτεχνική διαφάνεια τον εαυτό του στο κοινό.
Το κορίτσι στο Πρόγευμα στο Τίφανις, που δεν έχει καμία σχέση με τη χαριτωμένη ταινία και την ευειδή Όντρεϊ Χέπμπορν που την ενσάρκωνε, μοιάζει σε πολλά στον Τρούμαν – μια εκδιδόμενη ύπαρξη που αλλάζει όνομα και ταυτότητα και ανοίγει ορίζοντες και γκάζια με εκκεντρικό προσωπείο στη μεγαλούπολη. Το Εν Ψυχρώ ξεδιπλώνει το ερευνητικό του ταλέντο, την ικανότητά του να ακούει και να καταγράφει κατά βούληση, όχι δημοσιογραφικά και στεγνά, αλλά με εμπάθεια και φαντασία, χωρίς να παραποιεί τον σκελετό της δυσάρεστου ρεαλισμού. Η καρδιά του συγγενεύει με τον καταφρονεμένο, ταπεινό και καταραμένο Πέρι, τον αδίστακτο φονιά που ερωτεύτηκε και του πήρε καιρό να ξεπεράσει. Στο Όταν οι Προσευχές Εισακούονται μοιράστηκε πικάντικα και περίτεχνα τη φαυλότητα που τον συνεπήρε για μεγάλο διάστημα και τον απέσπασε μοιραία από μια ανοδική πορεία στα γράμματα. Το πλήρωσε ακριβά. Η δεδομένη ευαισθησία του οξύνθηκε, το ίδιο και οι δαίμονες του. Ήθελε να επαναλάβει τον άθλο του Μαρσέλ Προυστ με τον Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, γυροφέρνωντας μια άπιαστη και άφιλη κάστα, και άνοιξε το κουτί του Πανδώρας, ή όπως το ερμηνεύει ένας σχολιαστής, το καπάκι με τα σκατά.
Το βιβλίο, ή τουλάχιστον όσο από αυτό επέλεξε να φανερώσει, είναι εξαιρετικό τεκμήριο της εποχής του, όπως άλλωστε όλα όσα προηγήθηκαν (εκδόθηκε το 1986 μετά το θάνατο του, όπως σωστά προέβλεψε ο ίδιος, και μαράζωσε με στιλ, ως ημιτελές και περίπου ανήθικο). Κατάφερε όμως κάτι εντελώς μοντέρνο: να προδιαγράψει την κατακρήμνιση του ιδιωτικού οχυρού, του προνομίου της μυστικοπάθειας του κλειστού κλαμπ της εξουσίας, αλλά και της σοβαροφάνειας της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, που μέχρι τότε θεωρείτο η μοναδική στις ΗΠΑ. Μέσω της λογοτεχνίας, ο Τρούμαν Καπότε μπήκε στα άδυτα των μέχρι τότε άθικτων και τα έκανε λίμπα. Ποιος να φανταζόταν πως 35 χρόνια αργότερα, τίποτε δε μένει κρυφό και όλοι υπόκεινται στην έκθεση ή την υποκινούν για να ωφεληθούν ποικιλότροπα.
Στα τελευταία του, ναρκομανής και αλκοολικός, δημιουργικά ανάπηρος και ψυχολογικά τραυματισμένος από την απόρριψη, ο Τρούμαν Καπότε περιέφερε τη μεθυσμένη εικόνα στα τηλεοπτικά πλατό στραμπουλώντας τα λόγια του και σκουπίζοντας τη χημική του νύστα ή γλένταγε κάθε βράδυ στο Studio 54 με ένα πλήθος διασήμων, κυρίως τραγουδιστών, που τον αγκάλιασε σαν είδωλο χωρίς ταίρι, αλλά δυστυχώς δεν τον ενέπνευσε για μια δεύτερη ευκαιρία σε εξποζέ λογοτεχνικού διαμετρήματος. Δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει τους σπόρους της πρωτοποριακής συγγραφής του, να διαπιστώσει όσο ζούσε πως ο τρόπος του θα άνοιγε τον δρόμο σε μια αίρεση της μυστικοπάθειας και να γελάσει ηχηρά και πονηρά, με τις παρενέργειες και τις εμπλοκές.
Η διαφορά από τη σύγχρονη χυδαιότητα είναι η ίδια η διαχρονική συγγραφική δεινότητά του. «Έγραφε τις καλύτερες προτάσεις από όλους μας, γι' αυτό και θα μας ξεπεράσει στον χρόνο» έλεγε ο Νόρμαν Μέιλερ, που, παραδόξως, τον αγαπούσε...