Σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Ντέιβιντ Λέτερμαν την εποχή που το κοινό τον υποδεχόταν παραληρηματικά, στα ωραία ’80s, ο Έντι Μέρφι κλήθηκε να απαντήσει για το φημολογούμενο πρόβλημά του με τον Μπιλ Κόσμπι.
Ο θριαμβευτής του box-office με τον «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς», ήδη αγαπητός στο κύκλωμα της αμερικανικής κωμωδίας με τις πρώτες του εμφανίσεις στο Saturday Night Live και αξιοπρόσεκτος από μερίδα κριτικών χάρη στις «48 Ώρες» και το «Πολυθρόνα για δύο», έδειξε να σφίγγεται, μετρώντας τις κουβέντες του απέναντι σε ένα τοτέμ της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής εφαρμογής του stand-up σε κωμωδία καταστάσεων, τον πιο δημοφιλή συνάδελφό του, αξιοσέβαστο στον χώρο και παραδειγματικά πλούσιο, και φυσικά πρότυπο στην αφροαμερικανική κοινότητα.
Χαλαρώνοντας προσεκτικά, είπε πως δεν υπήρχε πρόβλημα, απλώς ο Κόσμπι του κρατούσε μούτρα για την απερίσκεπτη βωμολοχία του, και μάλλον τον έκρινε αυστηρά ‒ αν έχει κάποιος αντίρρηση, ας δει το ηλεκτρισμένο show του Μέρφι, «Raw», μια συρραφή από τις φινιρισμένες, αλλά χειμαρρώδεις παραστάσεις του σε ένα stand-up «παλαιάς κοπής», που αποδείκνυε την καταιγιστική αλλά και οργανωμένη ιδιοφυΐα του σαρωτικού νεαρού.
Στην επανεμφάνισή του στο SNL το 2018, ο Κόσμπι είχε αμαυρωθεί ήδη και καταδικαστεί στα μάτια του κόσμου και των δικών του, και ο Μέρφι δεν παρέλειψε να τον καρφώσει με ένα αιχμηρό αστείο, ένα από τα λίγα μαστιγώματα σε μια απλώς ικανοποιητική performance που παραδόξως έλαβε εγκώμια και του χάρισε, πολύ καθυστερημένα, το πρώτο του Emmy.
Ως Ακίμ, ο Μέρφι εγκλωβίζεται από το ξεκίνημα και στέκει σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς, βαριεστημένος, σαν να έχει τον νου του στο υπόλοιπο all black cast και συνεργείο.
Και πώς ήρθαν τα πράγματα: ο 60χρονος Μέρφι, πατέρας 10 παιδιών και ακηλίδωτος σε ένα σινάφι που γνωρίζει κοσμοϊστορικές ρήξεις, επανέρχεται με το «Coming 2 America», υποδυόμενος, σε μια προσέγγιση που συγγενεύει στο πνεύμα και στις ευθύνες, τον δόκτορα Χάξταμπλ, τον ανώδυνο και εν πολλοίς διδακτικό χαρακτήρα που έπαιξε ad nauseam στο «Bill Cosby Show» ο… πρωτότυπος πατερούλης, στο φεγγάρι της ασύλληπτης δόξας του.
Μέσα στα χρόνια, κανείς δεν αμφισβήτησε την πηγαία ευστροφία, το σεμιναριακό timing και τη θηριώδη μεταδοτικότητα του Μέρφι. Τις κινηματογραφικές του επιλογές, ναι, πολύ! Για κάθε Τζέιμς Έρλι, τον τραγουδιστή στο «Dreamgirls» που απέδωσε χαρισματικά, και μάλιστα με περίσσια υποκριτική δεινότητα, και βρέθηκε μια ανάσα από τα Όσκαρ, δεν υπήρχε μόνο ένα «Norbit», και μάλιστα την ίδια χρονιά, αλλά ένας «Pluto Nash» ή το «Meet Dave» στη συνέχεια. Ως αντίβαρο του περίτεχνου διπλού ρόλου στο «Bowfinger» (που κάνει το «Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος» να ντρέπονται) γύριζε μια σειρά από αδιάφορα μηδενικά στον λογαριασμό του ‒ μερικά από τα οποία παραδέχεται και ο ίδιος. Και για κάθε πολυπρόσωπη μεταμόρφωση στο «Nutty Professor» ή στον Dolittle, που σίγουρα περιείχε, αθροιστικά, πολλά αστεία σκετς, ξεφύτρωναν αχρείαστες συνέχειες, δαπανηρά τεντώματα, προορισμένα για το πλατύ κοινό και την προίκα των παιδιών του.
Σε μια πρόχειρη αναδρομή της 40χρονης καριέρας του, ο Μέρφι έχει ειδικευτεί στα σίκουελ, αν και συχνά δίνει την εντύπωση πως περνά διαστήματα μακράς ξεκούρασης, με την ηθελημένη αποχή του να φανερώνει μια απροθυμία να ρισκάρει με τις προτάσεις που σίγουρα δέχεται συνεχώς ή να ψάξει για πρωτότυπο υλικό. Οι καλύτεροι ρόλοι του δεύτερου μισού της καριέρας του είναι ο γάιδαρος στον «Σρεκ», μια υπέροχη κατασκευή κινουμένου σχεδίου, ενδεικτική της ταχύτητας και της επινοητικότητάς του, και η επιστροφή του στη δεκαετία του ’70 με το προπέρσινο «Dolemite is my name» του Netflix, φόρος τιμής στα blacksploitation b movies και στην αρχική του αγάπη για το σινεμά των αυθεντικών υλικών, στο πάθος για ψυχαγωγία και στην αγάπη του να κερδίσει το κοινό. Ήταν απολαυστικός, είχε πολλή πλάκα, επιτέλους έπαιξε εκτός της ζώνης της άνεσής του και σκόρπισε αισιοδοξία για ένα ουσιαστικό σήκωμα μανικιών.
Η συνέχεια του εξαιρετικά επιτυχημένου και αγαπητού «Coming to America» για λογαριασμό της Paramount, που λόγω των συνθηκών κατέληξε στην Amazon έναντι 125 εκατομμυρίων δολαρίων, αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια και κάποιες προσδοκίες, με την ελπίδα να επαναληφθεί το οικείο και συχνά βέβηλο χιούμορ που πλαισίωσε την επεισοδιακή επίσκεψη στο Κουίνς της Νέας Υόρκης του πρίγκιπα Ακίμ και του επιπόλαιου βοηθού του προς άγραν κατάλληλης νύφης και μέλλουσας βασίλισσας του υπερήφανου κρατιδίου του.
Σίγουρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με το 1988, μια μακρινή οπτασία σχετικής ελευθεριότητας στη φλούο πόλη των Δίδυμων Πύργων. Ο Ακίμ μαθαίνει από τον πατέρα του (Τζέιμς Ερλ Τζόουνς), με τη βοήθεια του τσαντίλα μάγου της φυλής, που σιχαίνεται και φτύνει συνεχώς τον καλύτερο φίλο του πρίγκιπα, τον Σέμι (Αρσένιο Χολ), πως έχει έναν γιο στην Αμερική, καρπό μιας ναρκωμένης βραδιάς που πέρασε με μια γυναίκα σε ένα μπαρ.
Ο Ακίμ έχει επιτέλους τη δυνατότητα να εκπληρώσει την επιθυμία του ετοιμοθάνατου πατέρα του να εμπιστευτεί το οπισθοδρομικά παραδοσιακό κράτος σε έναν άρρενα κληρονόμο, παραγνωρίζοντας πως η μεγάλη από τις τρεις κόρες του προετοιμάζεται μια ζωή να υπερασπιστεί τον θρόνο, σωματικά και ψυχικά, κυρίως έναντι ενός πονηρού πολέμαρχου (Γουέσλι Σνάιπς) που καραδοκεί για να συνάψει βεβιασμένη ανακωχή, με το αζημίωτο.
Ο Ακίμ βρίσκει και κουβαλά στο φυσικό του περιβάλλον τον 30χρονο Λαβέλ (Τζερμέιν Φόουλερ), έναν έξυπνο αλλά αχαΐρευτο τύπο, που έχει κλοτσήσει κάθε ευκαιρία που του έχει δοθεί, μαζί με την απρόβλεπτη, πληθωρική μητέρα του. Γι’ αυτούς παρουσιάζεται μια χρυσή ευκαιρία να ξεφύγουν από τη μιζέρια του Κουίνς. Για τον Ακίμ, που δεν μπαίνει καν στον πειρασμό ενός απλού τεστ εξακρίβωσης ταυτότητας, το οποίο σίγουρα θα έπαυε όλη την ταινία πριν την ώρα της, είναι μια περίοδος δοκιμασίας που ο Μέρφι μεταφράζει σε αμήχανη σειρά ανέκφραστων αντιδράσεων, σαν να έχει σταματήσει τον χρόνο, μαζί με το φιλόδοξο, υπερμέγεθες πρότζεκτ που προκαλεί νοσταλγία και πατάει στα ίδια αστεία, μεταφέροντας σε κάποιες φάσεις ολόκληρες σκηνές από το original.
Το βασίλειο της Ζαμούντα, που κινηματογραφικά προηγήθηκε εκείνου της Γουακάντα (γι’ αυτό μπορεί να παινευτεί), εξακολουθεί να στερείται προσωπικότητας ‒ακόμα και η αφρικανική εμπειρία απαιτεί πιο συγκεκριμένο πλαίσιο‒ και τα σκηνικά του παλατιού θυμίζουν έντονα το βιντεοκλίπ του Μάικλ Τζάκσον από το 1992, «Remember the time», όπου μάλιστα έπαιζε, εξίσου νωχελικά ο Μέρφι, σε ένα στυλ φαραωνικά νεόπλουτο, με τους κήπους να εκτείνονται, απρόσωπα και γενικευμένα, σε ένα στυλ νοικοκυρεμένου Μπέβερλι Χιλς.
Η Ρουθ Κάρτερ, η οποία κέρδισε Όσκαρ για τα κοστούμια του «Μαύρου Πάνθηρα» και συνεργάστηκε με τον Αμερικανό ηθοποιό στο «Dolemite», κάνει πάρτι υπερβολής και έθνικ συνθέσεων για όλο το καστ, που περιλαμβάνει έξτρα εμφανίσεις από τον Μόργκαν Φρίμαν, που απαγγέλλει σε καθήκοντα mc, και την Kάντις Νάιτ, θρυλική και απαράλλαχτη σε όψη και φωνάρα.
Η ταινία πάει κι έρχεται στην Αμερική και την τεχνητή Αφρική, με άτσαλα χρονικά περάσματα σε επίπεδο μοντάζ, ξαναζεσταμένα ή καθόλου αστεία, διαδικαστική πλοκή που υπηρετεί μια εντελώς αναμενόμενη ντισνεϊκή αφήγηση και πρωτόλεια ανάπτυξη των χαρακτήρων, και ανακουφιστικά, αν και πολύ σύντομα, ξέφωτα τραγουδιών, και του περίφημου κουρείου, με τον Έντι Μέρφι σε καλή φόρμα ως αθυρόστομο και ευπρόσδεκτα politically incorrect μπαρμπέρη και Εβραίο θαμώνα, ανάμεσα στις πολλές μεταμορφώσεις του στην ταινία.
Ως Ακίμ, ο Μέρφι εγκλωβίζεται από το ξεκίνημα και στέκει σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς, βαριεστημένος, σαν να έχει τον νου του στο υπόλοιπο all black cast και συνεργείο, με την εξαίρεση του λευκού σκηνοθέτη Κρεγκ Μπρούερ και του τυπίστα κωμικού Λούι Άντερσον, του μοναδικού μη Aφροαμερικανού ηθοποιού από την πρώτη ταινία ‒ είναι γνωστή η τότε πίεση του στούντιο στον Μέρφι να προσλάβει έναν λευκό, εννοώντας ένα μεγάλο όνομα που πουλάει, με εκείνον να επιλέγει τον συνάδελφό του Άντερσον, για να τους μπει στο μάτι.
Το «Coming 2 America» γνωρίζει τη meta-φύση του και σε ορισμένες περιπτώσεις την επισημαίνει. «Ήταν συμπαθέστερος τύπος ως πρίγκιπας» λέει κάποιος στη Νέα Υόρκη, που γνώριζε τον Ακίμ πριν γίνει βασιλιάς, και όταν έρχεται η κουβέντα στο αμερικανικό σινεμά, ένας άλλος διαπιστώνει πως ό,τι έχει να προσφέρει πλέον είναι περιπέτειες με υπερήρωες, συνέχειες και remakes παλιών ταινιών που κανείς δεν επιζητά ‒ αμφότερες οι παρατηρήσεις ορθές.
Το metro άγγιγμα που προκύπτει από την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στο βασίλειο τοποθετείται ευπειθώς και συνεπώς από τον ικανό, αλλά εδώ εντελώς αποστασιοποιημένο σεναριογράφο Κένια Μπάρις (δημιουργός του τηλεοπτικού «black-ish») και το βάρος πέφτει στον αυτοκρατορικό Έντι Μέρφι, που εξακολουθεί να προστάζει την οθόνη, που λένε και οι Αμερικανοί αναλυτές, αλλά αδυνατεί τη (ξανα)ζωντανέψει.