Το Make Way for Tomorrow ήταν χαμένη υπόθεση πριν βγει στις αίθουσες των ΗΠΑ, τον Μάϊο του 1937. Ποιός θα πήγαινε να δει μια ταινία για ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που μάλιστα τους υποδύονταν οι σχετικά άγνωστοι καρατερίστες Βίκτορ Μουρ και Μπιούλα Μπόντι, με φόντο την οικονομική κρίση και θέμα την αναγκαστική πώληση του σπιτιού τους λόγω χρεών, και την άρνηση των πέντε ενήλικων παιδιών τους να στεγάσουν και τους δύο; Τότε γιατί έγινε, θα ρωτήσει κάποιος εύλογα. Η απάντηση ακούει στο όνομα Λίο Μακάρεϊ. Κακώς αυτός ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν συγκαταλέγεται ποτέ στη λίστα των σπουδαίων, όπως εξάλλου δεν συμπεριλαμβάνεται ο επίσης τιμημένος με Όσκαρ και επιτυχημένος εμπορικά, Γουίλιαμ Γουάϊλερ. Στην περίπτωση και των δύο, η έλλειψη εμφανούς σκηνοθετικού στιλ, ευδιάκροτου πλαναρίσματος και επαναλαμβανόμενων εμμονών κάθε είδους, περιορίζει την εκτίμηση των ειδικών, θεωρητικών και επαγγελματιών του σινεμά, που κατά καιρούς αξιολογούν και κρίνουν αναδρομικά. Ο Γουάϊλερ στο δράμα και ο Μακάρεϊ στην κωμωδία άφηναν το σενάριο και τους ηθοποιούς να μιλήσουν περισσότερο από τους ίδιους, αν και στα πλατό κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την ικανότητα και την εξουσία τους- η εμπορικότητα των ταινιών τους εξασφάλισε την αυτονομία και την ελευθερία κινήσεων.
Για μια γεμάτη δεκαετία, ο Μακάρεϊ θεωρείτο ο πάπας της κωμωδίας, έχοντας υπογράψει τις αστειότερες βωβές των Λόρελ και Χάρντι, καθώς και το αριστουργηματικό Duck Soup των Αδελφών Μαρξ, αλλά κυρίως έχοντας τελειοποιήσει το δύσκολο και απαιτητικό είδος του screwball, μιας αστικής κομεντί που ανακάτευε φάρσα, τρέλα, ρομάντσο, καυγάδες, τούμπες, πλάκες και θανατηφόρες ατάκες. Φρανκ Κάπρα, Ερνστ Λιούμπιτς, Πρέστον Στάρτζες και Λίο Μακάρεϊ γνώριζαν καλά τι θα βάλουν και τι θα αφήσουν έξω από το shaker, κατασκευάζοντας ένα σοφιστικέ πανηγύρι όπου τα δύο φύλα πολεμούσαν για επικράτηση, με απώτατο σκοπό να διασκεδάσουν την καταπιεσμένη φτωχολογιά με τις ταπεινωτικές περιπέτειες τους.
Όταν ο Μακάρεϊ τιμήθηκε με το πρώτο από τα δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας μερικούς μήνες αργότερα, το 1938, για το υπέροχο The Awful Truth, ευχαρίστησε την Ακαδημία, επισημαίνοντας ωστόσο πως του το έδωσαν για τη λάθος ταινία!
Επειδή ο Μακάρεϊ μετέτρεπε σε χρυσό όποια ταινία έπιανε, ο αφέντης Έϊντολφ Ζούκορ και η ισχυρή Paramount του έκαναν τη χάρη και του επέτρεψαν να γυρίσει την ταινία που επιθυμούσε, όπως και με όποιον ήθελε. Όταν κατάλαβαν τι ακριβώς είχε στο μυαλό του, προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, τουλάχιστον αλλάζοντας το αποκαρδιωτικό φινάλε. Ακόμη κι εκεί, ο Μακάρεϊ υπήρξε αμετάπειστος: δεν συμφώνησε ποτέ να χρυσώσει το χάπι με ένα ευτυχές τέλος και το στούντιο τον τιμώρησε αφήνοντας την ταινία στην τύχη της, χωρίς προώθηση και στήριξη. Παρά τις θετικές κριτικές, το Make Way for Tomorrow παίχτηκε και εξατμίστηκε, σα να μην έγινε ποτέ, αφήνοντας ανάμεικτα συναισθήματα στον σκηνοθέτη, που ναι μεν πραγματοποίησε το όνειρο του, αλλά δεν το μοιράστηκε με τον κόσμο. Όταν μάλιστα ο Μακάρεϊ τιμήθηκε με το πρώτο από τα δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας μερικούς μήνες αργότερα, το 1938, για το υπέροχο The Awful Truth, ευχαρίστησε την Ακαδημία, επισημαίνοντας ωστόσο πως του το έδωσαν για τη λάθος ταινία! Η καριέρα του ανέκαμψε θριαμβευτικά μετά από μια μικρή κάμψη, με την τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του Going My Way με τον Μπινγκ Κρόσμπι το 1945, αν και πάλι έδωσε τη δική του μάχη με ένα σεναριακό υλικό που φόβισε το στούντιο λόγω του επίφοβου πορτρέτου ενός καθολικού ιερέα που τραγουδάει.
Το Make Way for Tomorrow κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από την Criterion και μου έκανε εντύπωση γιατί δεν το είχα ακούσει ποτέ, πιστεύοντας μάλιστα πως ήταν μια χαμένη κόπια που βρέθηκε ως εκ θαύματος. Άργησα να τη δώ αλλά αποζημιώθηκα και με το παραπάνω: το φιλμ είναι πραγματικό διαμάντι και η μαεστρία του Μακάρεϊ φαίνεται σε πολλές σκηνές, τόσο σοφά και με αυτοπεποίθηση φτιαγμένες, που σε κάνει να πιστεύεις, όπως υπογραμμίζει και ο έμπειρος στα του παλιού Χόλιγουντ Πίτερ Μπογντάνοβιτς, πως πρόκειται για μια ταινία που δεν προέρχεται από το Χόλιγουντ ή την Αμερική, αλλά από την Γαλλία. Ανέκαθεν ο Μακάρεϊ είχε μια ιδιοτροπία: απαιτούσε από τους ηθοποιούς του αυτοσχεδιασμό για να μοιάζει φρέσκος ο διάλογος και να "πετάνε" οι σκηνές, και όταν δεν το πετύχαινε, διέκοπτε τα γυρίσματα και έπαιζε πιάνο στο πλατό, για να διασκεδάσει την ένταση και να κατεβάσει καινούριες ιδέες. Η ανορθόδοξη προσέγγιση μπέρδευε και τσάντιζε το καστ, και σε μια ταινία του, ο Κάρι Γκραντ αποχώρησε αγανακτισμένος, και χρειάστηκε παρέμβαση τρίτων για να ανακαλέσει την παραίτηση του (δεν του βγήκε σε κακό, αφού την περσόνα του εκκεντρικού, ενεργητικού Μακάρεϊ δανείστηκε με αναίδεια και χάρη ο Γκραντ και λόγω του Μακάρεϊ έγινε αυτό που αργότερα τελειοποίησε στο βαθμό που παραδέχτηκε πως δεν ήταν ο εαυτός του, αλλά ο "Κάρι Γκραντ" των ταινιών).
Στην παρένθεση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, της φιλμογραφίας του, ο Μακάρεϊ δεν αποφάσισε να φτιάξει ένα χαριτωμένο δράμα, αλλά να ποτίσει μια εξόχως δραματική ιστορία, θλιβερή όσο δεν πάει άλλο, με τον ανθρώπινο τρόπο που γνώριζε καλά. Προσπάθησε δηλαδή να βρει την τρυφερή πλευρά των χαρακτήρων του, όπως έκανε και με τις κωμωδίες, για να κάνει πιό ανεκτό τον πόνο τους και να τον φωτίσει διεξοδικότερο, προφανώς όντας οπαδός της θεωρίας πως τίποτε δεν είναι απόλυτα γελοίο ή τραγικό. Κανείς δεν είναι άγιος στην ταινία, και όλοι έχουν κάποιο λόγο που συμπεριφέρονται σκληρά. Όταν ο Μπαρκ και η Λούσι Κούπερ μαζεύουν τα παιδιά τους για να τους ανακοινώσουν τα κακά μαντάτα, βλέπουμε φευγαλέα την αμηχανία που προκαλεί η ειλημμένη, αναγκαστική απόφαση στα σφιγμένα πρόσωπα του.
Σκέφτονται εγωιστικά, καθώς η ανιδιοτέλεια που οφείλουν να έχουν τα παιδιά στους ανήμπορους πλέον ανθρώπους που τους μεγάλωσαν, δίνει τη θέση της στο βάρος που καλούνται να επωμιστούν, Αμέσως η ταινία γίνεται οικουμενική- όλοι ταυτιζόμαστε με μια επονείδιστη αχαριστία απέναντι στους γονείς, που ωστόσο έχουμε μάθει να θεωρούμε δυνατότερους μας. Η συγκατάβαση είναι το αρχικό και όπως αναπτύσσεται στο σενάριο της Βίνια Ντελμάρ, κυρίαρχο συναίσθημα και την ξανασυναντούμε στην πρώτη αριστουργηματική σεκάνς τηα ταινίας, όταν η μάνα φιλοξενείται στο λουσάτο διαμέρισμα του γιού της. Η σύζυγος του οργανώνει βραδιές μπριτζ διδάσκοντας έναντι αμοιβής ευκατάστατους και διακεκριμένους πολίτες της Νέας Υόρκης. Η γραφική γιαγιά δεν θέλει να ενοχλήσει αλλά θεωρεί υποχρέωση της να παρευρεθεί στο σαλόνι, και να χαιρετήσει ευγενικά καθέναν χωριστά, όπως έκαναν οι παλιοί στο χωριό, φέρνοντας σε μάλλον δύσκολη θέση την νύφη της- η οποία είναι συγκρατημένα ευγενής, εννοεί καλό, αλλά φαίνεται στην άκρη της έκφρασης της πως δεν θα το ανεχτεί για πολύ καιρό ακόμη. Όταν η γηραιά Λούσι Κούπερ δέχεται τηλεφώνημα από τον άντρα της που μένει στο σπίτι μιας από τις κόρες (που δεν βλέπουμε ποτέ) στη μακρινή Καλιφόρνια, μιλάει δυνατά, σα να έχει πιάσει ακουστικό ελάχιστες φορές στη ζωή της, προκαλώντας θυμηδία στους χαρτοπαίχτες.
Η αργή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, μετάβαση της περιπαιχτικής διάθεσης των καθημένων στο άκουσμα της μεγαλόφωνης, ιδιωτικής συνομιλίας σε μια αμήχανη υπενθύμιση της οικειότητας που τους λείπει, με εναλλαγές σε κοντινά πλάνα και points of view, μετατρέποντας, έστω και προσωρινά, μια ψυχρή συνάρθροιση, στη μητρική αγκαλιά και στις πιο ζεστές αναμνήσεις, σαν τις ιστορίες γύρω από το τζάκι, έγινε με το πιό ανεπαίσθητο και συγκινητικό ράψιμο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ο οπαδός της αντι-loud, αόρατης σκηνοθεσίας. Όλοι έσκυψαν το κεφάλι, από ντροπή ή διακριτικότητα. Ή και τα δύο, γιατί, σε μια ανύποπτη, τυπική βραδική έξοδο τους, αντί να σκοτώσουν ευχάριστα την ανία τους με ένα καινούριο χόμπι, έγιναν άθελα τους κοινωνοί μιας ερωτικής εξομολόγησης ενός γηραιού ζευγαριού, που θα μπορούσαν να είναι οι παραμελημένοι γονείς τους. Οι σταράτες κουβέντες σκέπασαν τα χάχανα. Ο θεατής βλέπει την πλάτη μιας γριούλας που είναι σα να λαμβάνει το αντίδωρο της σχέσης της, και όλοι κάνουν ησυχία για μην διακόψουν το μυστήριο. Μια σπουδαία σκηνή, που πρέπει να είσαι αναίσθητος για να μην εκτιμήσεις. Είναι ένας από λόγους που ο Όρσον Γουέλς λάτρεψε την ταινία και ομολόγησε πως μόνο οι πέτρες δεν κλαίνει βλέποντας την.
Είναι μια απίστευτα μαύρη ιστορία, που βρίσκει εύσχημες και έγκυρες λύσεις για όλες τις πλευρές, αλλά και τον ωφέλιμο φιλμικό χρόνο για να τις αποτυπώσει με εσωτερκότητα και ευκρίνεια
Το αποκορύφωμα της ταινίας έρχεται προς το τέλος, όταν ο Μπαρκ και η Λούσι συναντιούνται μετά από μήνες στη Νέα Υόρκη. Τα σώματα τους είναι κουρασμένα, αλλά η σπίθα υπάρχει ακόμη, και μάλιστα νιώθουν την ανάγκη να ανανέωσουν προφορικά και απλά τους προσωπικούς τους όρκους, γιατί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται πως δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ. Κι ενώ τα παιδιά τους έχουν οργανώσει ένα δείπνο αποχαιρετισμού, κάτι σαν παρηγοριά στον άρρωστο, ή μια τελευταία χάρη στον μελλοθάνατο, εκείνοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για μια βόλτα στη Νέα Υόρκη που έχουν να δουν από το ταξίδι του μέλιτος και αρνούνται να υπακούσουν στο πρόγραμμα των αχάριστων τέκνων τους.
Αφού μπαίνουν τσάμπα σε ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο και βολτάρουν σαν σκανταλιάρικα παιδιά, επισκέπτονται το ξενοδοχείο που στέγασε την πρώτη νύχτα γάμου τους, αναπολώντας αλλά και θαυμάζοντας την μεγαλοπρεπή προσαρμογή του στη σύγχρονη εποχή. Σε μια ευχάριστη αλλαγή τέμπου, ο Μακάρεϊ διατηρεί μεν τον στενόχωρο ιστό της ιστορίας του, αλλά δίνει ανάσα, και επιφυλάσσει γενναία δόση καλωσύνης από τους άγνωστους: τον διευθυντή του ξενοδοχείου που καλωσορίζει τους "ιστορικούς" πελάτες και τους κερνάει ποτό και ωραίο δείπνο, και τον μαέστρο της ορχήστρας, που διατηρεί τη μουσική στον ρυθμό που δύο ηλικιωμένοι μπορούν να αντέξουν για να χορέψουν. Είναι το κύκνειο άσμα, πάνω σε έναν ρετρό μουσικό σκοπό του Βίκτορ Γιανγκ, η αναλαμπή δύο ανθρώπων στο λυκόφως τους, αλλά με αυθεντικό χαμόγελο και αισιοδοξία που υπερβαίνει τα αντικειμενικά δεδομένα, δηλαδή τη φτώχεια, την έλλειψη άλλων επιλογών και το επιπλέον ξεσπίτωμα, καθώς η Λούσι σύντομα θα πάει σε οίκο ευγηρίας για να μην επιβαρύνει την κοσμική ζωή του γιού της, αλλά δεν το λέει ποτέ στον Μπαρκ για να μην κλονίσει την βεβαρυμένη υγεία του με μία ακόμη δυσάρεστη είδηση.
Το βαλς του αποχαιρετισμού, μαζί με την εγκαρδιότητα λίγο πριν ο Μπαρκ επιβιβαστεί στο τρένο της επιστροφής, είναι το κερασάκι σε μια ταινία που μαρκάρει ασφυκτικά το μελόδραμα και φλερτάρει επικίνδυνα με μια ευκολία που ευτυχώς δεν έρχεται ποτέ. Όχι πως το μελό δεν είναι σπουδαίο όταν καταφέρνει να ξεγυμνώσει τις ψυχές των χαρακτήρων και να τους οδηγήσει σε μια παράδοση σπαρακτική. Το Make Way for Tomorrow δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Είναι μια απίστευτα μαύρη ιστορία, που βρίσκει εύσχημες και έγκυρες λύσεις για όλες τις πλευρές, αλλά και τον ωφέλιμο φιλμικό χρόνο για να τις αποτυπώσει με εσωτερκότητα και ευκρίνεια- προσέξτε πόσο αποτελεσματικοί είναι στους μικρούς τους ρόλους και ανάμεσα στις γραμμές που εκφέρουν, οι σπουδαίοι Τόμας Μίτσελ και Φέϊ Μπέϊντερ, ο γιός και η νύφη που φιλοξενούν τη Λούσι.
Ο λόγος που ήθελα να ασχοληθώ με την ταινία του Λίο Μακάρεϊ είναι η μικρή απόπειρα να επανορθώσω μια αδικία, για τους ειδικούς και τις λίστες που προαναφέρθηκαν στο κείμενο- διότι, το σινεμά πάντα προοδεύει από τη ματιά των δημιουργών με όραμα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ένας δημιουργός έχει όραμα μόνο όταν παλεύει στο περιθώριο της μαζικής βιομηχανίας.
Ένας από τους ανθρώπους που επηρεάστηκε βαθύτατα από αυτήν την ταινία όταν την πρωτοείδε στη χώρα του, ήταν ο Κόγκο Νόντα, ο οποίος 17 χρόνια αργότερα συνέγραψε το σενάριο του Tokyo Story, μαζί φυσικά με τον Γιασουχίρο Όζου. Το θέμα είναι παρεμφερές αν και ο χειρισμός σαφώς πιό μίνιμαλ και ιαπωνικός, προσαρμοσμένος σε μια άλλη κουλτούρα, που ωστόσο επιφυλάσσει σκληρότητα στους υποτιθέμενα σεβάσμιους γονείς. Το Tokyo Story δίκαια έχει βρει μια μόνιμη θέση στις υψηλές βαθμίδες των κλασσικών αριστουργημάτων, σκαρφαλώνοντας σε εκτίμηση από το 1953 που πρωτοβγήκε στις αίθουσες. Το Make Way for Tomorrow αξίζει περαιτέρω προσοχής, όχι απλά ως πρωτογενές υλικό που επέδρασε σε μεταγενέστερους δημιουργούς, αλλά ως ένα αυτόνομο, τελείως ξεχωριστό δείγμα αμερικανικού σινεμά, που φτιάχτηκε κάτω από τη μύτη ενός εμπορικού κυκλώματος που δεν υπήρχε περίπτωση να το εγκρίνει με πλήρη συνείδηση και σώας τα φρένας, αν ήξερε πόσο αντισυστημικό και σκοτεινό ήταν.
σχόλια