Στον απόηχο του βραβείου «Ένα Κάποιο Βλέμμα» που κέρδισε πέρσι στις Κάννες έρχεται στη χώρα μας το φινλανδικό φιλμ για έναν μποξέρ –όχι για το μποξ. Ο Όλλι Μάκι, υπαρκτό πρόσωπο, έφτασε κάποια στιγμή να διεκδικεί παγκόσμιο τίτλο στην κατηγορία «φτερού», όμως κάτι τέτοιο φαινόταν να νοιάζει περισσότερο τους γύρω του παρά αυτόν. Αντί, λοιπόν, να είναι προσηλωμένος στην προπόνηση, γνωρίζει τον έρωτα και όταν φτάνει η στιγμή του αγώνα, και της αποτυχίας, αυτός αντικρίζει την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του, αφού μπορεί επιτέλους ν' αφήσει στην άκρη τον πρωταθλητισμό και να ζήσει ήρεμα με τη γυναίκα που αγαπά.
Ο σκηνοθέτης Γιούχο Κουοσμάνεν έφτιαξε ένα απολαυστικό φιλμ, τοποθετώντας τον ήρωά του απέναντι σε μάνατζερ, χορηγούς και ένα κινηματογραφικό συνεργείο που τον φιλμάρει, προσπαθώντας να του δώσει το προφίλ του υπερήρωα. Ο σκηνοθέτης, με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες, μας μιλά για τα δικά του κοινά στοιχεία με τον ήρωα και για το πώς, σύμφωνα με τον ίδιο, η «αποτυχία» του Όλλι Μάκι στα ρινγκ μετατράπηκε τελικά σε επιτυχία.
— Θα χαρακτηρίζατε το φιλμ σας «ταινία για το μποξ»;
Είναι μια ταινία για τη ζωή ενός μποξέρ, όχι για το μποξ. Ο Όλλι Μάκι, άλλωστε, ήταν τόσο ιδιαίτερος μποξέρ, που κατά κάποιον τρόπο μάς έκανε να φτιάξουμε ένα φιλμ που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ταινία κατά του μποξ».
Για τον Όλλι η ευτυχία δεν κερδιζόταν ποτέ με νίκες ούτε χανόταν με ήττες. Νομίζω πως όσον αφορά το νόημα της ευτυχίας, καθένας μπορεί να αποφασίσει για τον εαυτό του, χωρίς να ακούει τον περίγυρό του.
— Ήταν πολύ διασκεδαστικές οι σκηνές με το συνεργείο που γυρίζει ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Μελετήσατε αντίστοιχες βιογραφίες προσωπικοτήτων από εκείνη την εποχή;
Ναι, αρκετές, οι οποίες μοιάζουν μεταξύ τους. Πάντως, μεγαλύτερη έμπνευση άντλησα από το ντοκιμαντέρ που γύρισαν γι' αυτόν κατά την προετοιμασία του μεγάλου αγώνα. Γνωρίζοντας πώς ένιωθε πραγματικά και όχι πώς έδειχνε στην κάμερα, προσπαθήσαμε να δείξουμε τα αληθινά του συναισθήματα και τον τρόπο που αυτά διέφεραν σε σχέση με τη δημόσια εικόνα του.
— Απ' ότι διάβασα, ο Όλλι Μάκι κατάγεται από το ίδιος μέρος μ' εσάς. Έχετε μνήμες από ανθρώπους μεγαλύτερούς σας να σας διηγούνται την ιστορία του; Τον θεωρούσαν ήρωα ή αποτυχημένο;
Όποιοι τον έβλεπαν από απόσταση, χωρίς να τον γνωρίζουν προσωπικά, θεωρούσαν πως η μέρα του αγώνα ήταν μια στιγμή αποτυχίας. Ο ίδιος, βέβαια, έλεγε πως ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Για τον Όλλι η ευτυχία δεν κερδιζόταν ποτέ με νίκες ούτε χανόταν με ήττες. Νομίζω πως όσον αφορά το νόημα της ευτυχίας, καθένας μπορεί να αποφασίσει για τον εαυτό του, χωρίς να ακούει τον περίγυρό του.
— Θεωρείτε τους μποξέρ ή τους πετυχημένους αθλητές, γενικότερα, ήρωες;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Μου αρέσουν τα σπορ, είναι πολύ έντονο το δραματικό στοιχείο σε αυτά και ο ανταγωνισμός το τονίζει ακόμη περισσότερο. Αυτός όμως πρέπει να παραμένει στον αγωνιστικό χώρο, αν μπει στην καθημερινότητα του αθλητή, του καταστρέφει τη ζωή. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και νομίζω πως οι αθλητές πρέπει να διαχωρίζουν την εντός γηπέδου ζωή τους από την εκτός.
— Ο ηθοποιός που υποδύεται τον Όλλι Μάκι (Γιάρκο Λάχτι) σωματικά δεν είναι αυτό που έχουμε στον νου μας ως πρότυπο μποξέρ. Η συγκεκριμένη επιλογή έγινε για να ενισχύσει τις πράξεις του ήρωα;
Όχι, προπονήθηκε πολύ σκληρά για τον ρόλο και έμοιαζε όντως με μποξέρ της κατηγορίας του. Ωστόσο, μέσα από τη συνεργασία μας κατάφερα να τον παρουσιάσω αρκετά μαλθακό και ευγενικό, ώστε να μη μοιάζει με παραδοσιακό μποξέρ. Βοήθησε πολύ σ' αυτό και η συμπρωταγωνίστριά του, η Ούνα Αϊρόλα, καθώς, στις σκηνές που εμφανίζονται μαζί, «γλύκαινε» από μόνη της κάθε πλάνο – ακόμη και τον πιο σκληρό ήρωα να είχε δίπλα της, θα το έκανε να μοιάζει αλλιώς.
— Μεταξύ της πρώτης σας ταινίας, του «The Painting Sellers» (που κέρδισε το βραβείο Cinéfondation στις Κάννες το 2010), και αυτής μεσολάβησαν 6 χρόνια. Στο διάστημα αυτό ζήσατε στιγμές σαν αυτές που έζησε ο Όλλι Μάκι, δηλαδή δεχόσασταν από παντού συμβουλές και οδηγίες για το τι πρέπει να κάνετε στην καριέρα σας;
Με τσακώσατε! Η ταινία που έκανα κατά κάποιον τρόπο διακωμωδεί τις δικές μου αντίστοιχες εμπειρίες, δηλαδή είναι μια αλληγορία. Δημιουργήθηκαν πολλές προσδοκίες για μένα μετά το βραβείο 2010 και ένιωθα πως ήταν αδύνατο να ανταποκριθώ σε αυτές. Καθόμουν για καιρό μόνος στο γραφείο μου με στόχο να γράψω ένα αριστούργημα και φυσικά δεν τα κατάφερνα. Δεν ένιωθα καθόλου δημιουργικός γιατί προσπαθούσα να ικανοποιήσω τις προσδοκίες άλλων. Μετά, βρήκα την ιστορία ενός ανθρώπου, στον οποίο δόθηκε μια ευκαιρία ζωής που δεν εκμεταλλεύτηκε όπως θα έπρεπε, και αμέσως μετά την αποτυχία του δήλωσε πως αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του. Το βρήκα πολύ παρηγορητικό όλο αυτό κι έδωσα στον εαυτό μου την υπόσχεση της αποτυχίας, γιατί και αυτή μπορεί να υπάρξει όταν δουλεύεις δημιουργικά. Με τον καιρό, όσο περισσότερα διάβαζα για τον Όλλι Μάκι, έβλεπα πως είχαμε κοινό τρόπο σκέψης. Μπορούσα να καταλάβω απόλυτα την οπτική υπό την οποία έβλεπε τις έννοιες «αποτυχία» και «επιτυχία» και μέσα από αυτήν να φιλτράρω τα συναισθήματα που είχα κι εγώ εκείνο τον καιρό. Με τη βοήθεια ενός φίλου μου σεναριογράφου, λοιπόν, μετέτρεψα ένα προσωπικό μου πρόβλημα σε μια διασκεδαστική ταινία.
— Ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας μεταφράζεται ως «χαμογελαστός άνθρωπος». Αυτός θεωρείτε πως είναι ο καλύτερος ορισμός για τον ήρωά σας μετά την ημέρα του αγώνα;
Ναι, όλη εκείνη η προσπάθεια για τον αγώνα τού έδωσε την ευκαιρία να καταλάβει ποιος ακριβώς ήταν και τι ήθελε να κάνει. Δεν ήθελε να γίνει εθνικός ήρωας, δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. Ο ορισμός νομίζω ότι του αξίζει. Είναι εν ζωή, άλλωστε, ευτυχισμένος μαζί με τη σύζυγό του. Τους συμπεριέλαβα στην τελευταία σκηνή της ταινίας – ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που περπατούν στο λιμάνι.
— Είναι νωρίς να μιλάμε για μελλοντικά σχέδια;
Ναι, αρκετά νωρίς. Έχω κάποιες ιδέες, πάντως, κι ελπίζω να μη χρειαστεί πολύς καιρός για να μετατραπούν σε κάτι μεγαλύτερο.
Ιnfo:
Η ταινία «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι» παίζεται από τις 2 Μαρτίου στους κινηματογράφους από τη Weird Wave.