«Όποιος θέλει να κατανοήσει την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και την ανισότητα στις ΗΠΑ, οφείλει να διαβάσει το "Hillbilly Elegy"» έγραψε ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Λάρι Σάμερς, ενώ το memoir του Τζέιμς Ντ. Βανς, μια εξιστόρηση των προσωπικών του βιωμάτων από την παιδική κι εφηβική ηλικία του στο Οχάιο, διένυε την 26η του εβδομάδα στη λίστα των ευπώλητων, σύμφωνα με τους New York Times.
Ενώ ο Βανς, που έκτοτε χρίσθηκε ψευδοπροφήτης των Ρεπουμπλικανών, ξεκίνησε τη συγγραφή το 2013, πολύ πριν ο Τραμπ ανακοινώσει τις προθέσεις του, η έκδοση του το 2016 συνέπεσε με το εκκωφαντικό flip και προσέφερε ένα παράθυρο προς τη βαθιά Αμερική που έκανε την ανατροπή (στα ελληνικά το «Τραγούδι του χιλμπίλη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα).
Και τώρα που ο Πρόεδρος, έστω και απρόθυμα, απέρχεται, ο Ρον Χάουαρντ μεταφέρει την αυτοβιογραφία στο Netflix, ταυτιζόμενος προσωπικά με τις επαρχιακές οικογενειακές καταβολές του συγγραφέα. Δεν είναι έκπληξη που το Hillbilly Elegy δίνει έμφαση στις αξίες μιας καταφρονεμένης οικογένειας, με θριαμβευτή τον νεαρό που κλήθηκε να πάρει τις σωστές αποφάσεις, μετά από φουρτούνες και κοπετό, μέχρι να ορθοποδήσει.
H Γκλεν Κλόουζ, εδώ μεγαλουργεί, σε μια παράσταση τόσο μαεστρικά επιμελημένη, τόσο υψηλής αυτοσυγκέντρωσης, κοφτής έντασης κι εκτέλεσης, και τέτοιας ψυχοσωματικής ευκρίνειας, που δεν είναι καθόλου απίθανο να της χαρίσει το Όσκαρ που δεν έχει έρθει στα χέρια της, μετά από 7 άσφαιρες υποψηφιότητες.
Ο στόχος της ταινίας έχει επιτευχθεί στα πρώτα δέκα λεπτά, αφού βλέπουμε τον Τζέι Ντι να κάνει τα πολιτισμένα του βήματα προς τα υψηλά πανεπιστήμια, μετά από μια σύντομη περιγραφική ματιά στα πατρογονικά χώματα της όχι και τόσο ανέμελης παιδικής του ηλικίας. Παιδί προτεσταντών από τα Απαλάχια Όρη, μεγαλώνει στη βαθιά αγροτιά μια τυπικής «κόκκινης» Πολιτείας, όπως έχει επικρατήσει το Οχάιο να χαρακτηρίζεται, σηματοδοτώντας τον συντηρητικό του προσανατολισμό.
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Ρον Χάουαρντ παρακολουθεί τη φτώχεια και την ανέχεια μιας περιοχής που τα τελευταία χρόνια βυθίζεται σε μια οριακά λειτουργική απελπισία, καθώς βλέπει τις προοπτικές να απομακρύνονται, τις θέσεις εργασίας να μην αντικαθίστανται και την πολυπόθητη ένταξη στις υλιστικές απολαύσεις της μεσαίας τάξης να εξατμίζεται – εξού και η πολιτική ταύτιση με έναν άνθρωπο που δεν ήταν πολιτικός, σίγουρα δεν μιλούσε ως τέτοιος και συμπεριφερόταν σαν θαμώνας τοπικού μπαρ.
Η πρόζα του Βανς πασχίζει, καλοπροαίρετα και καλλίφωνα, παρά τις βρισιές και το εύλογα χαμηλής ποιότητας λεξιλόγιο, να εκβιάσει μια ηθική ραχοκοκαλιά σε χαρακτήρες που ξέπεσαν γιατί δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν, ή δεν ήξεραν πώς να δραπετεύσουν από την ανέχεια και το αρνητικό σπιράλ που συνεπάγεται.
Με άλλα λόγια, δικαιολογεί τους δικούς του ανθρώπους, θέτοντας τον εαυτό του ως παραδειγματικό έναυσμα για μια καλύτερη ζωή. Εκεί, ο Χάουαρντ ξεκινά το έργο του. Βρίσκει δυο ηθοποιούς με σχετικά μικρή πείρα, τον Όουεν Άζταλος και τον Γκάμπριελ Μπάσο, να υποδυθούν τον Τζέι Ντι ως έφηβο και ενήλικο αντίστοιχα, και δυο σπουδαίες ερμηνεύτριες, την Έιμι Άνταμς και την Γκλεν Κλόουζ, για τη μάνα Μπεβ και τη γιαγιά Μάμοου, τους πυλώνες που διαμορφώνουν χαρακτήρες με τη δύναμη και την εκκεντρικότητά τους.
Κι ενώ ο κινηματογραφικός Βανς μοιάζει ηθελημένα οικείος, ένας reactor που ενηλικιώνεται επεισοδιακά στην οπισθοδρομική φάκα, οι γυναικείοι ρόλοι γίνονται αφορμές για κανονική παράσταση, ένα σόου μπραβούρα με απαιτήσεις και κάποια υπερβολή, που προκύπτει από την Μπεβ της Άνταμς, μιας πικραμένης ηρωινομανούς με μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις, κάκιστο ιστορικό στον ερωτικό τομέα και κυμαινόμενο, αν και ειλικρινές μητρικό φίλτρο. Η Άνταμς είναι πειστικότερη όταν ψάχνει τη λύτρωση στις λίγες σιωπηλές της στιγμές, ενώ υπερτονίζεται στα ξεσπάσματα.
Η σχέση της με τη μητέρα της, σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, φέρνει στο νου την προβληματική, συγκρουσιακή δυναμική ανάμεσα στις δυο πρωταγωνίστριες του August: Osage County, με την Τζούλια Ρόμπερτς και τη Μέριλ Στριπ να σπαράσσονται στα κόκκινα. Το παραδοσιακά αντίπαλο δέος της Στριπ, η Γκλεν Κλόουζ, εδώ μεγαλουργεί, σε μια παράσταση τόσο μαεστρικά επιμελημένη, τόσο υψηλής αυτοσυγκέντρωσης, κοφτής έντασης κι εκτέλεσης, και τέτοιας ψυχοσωματικής ευκρίνειας, που δεν είναι καθόλου απίθανο να της χαρίσει το Όσκαρ που δεν έχει έρθει στα χέρια της, μετά από 7 άσφαιρες υποψηφιότητες.
Προσπερνώντας τη χαρακτηρολογική γενίκευση των αιτίων και αιτιατών της περιθωριοποιημένης Αμερικής των rednecks και των hillbillies, την πανάκεια της Ivy League ως προς τη μεταδοτική αμορφωσιά της εργατικής τάξης, όπως την περιβάλλουν με μελοδραματική συμπάθεια ο Βανς με τον Χάουαρντ, και κατά συνέπεια, την πολιτική απλούστευση μιας τάσης που διαφαινόταν εδώ και δεκαετίες, ο καλός λόγος για να δει κάποιος την ταινία είναι η σταθερή πυξίδα της Γκλεν Κλόουζ, σε ένα πιπεράτο, χορταστικό πορτρέτο που κλείνει μέσα στον κόρφο του όλες τις αντιθέσεις, τις απογοητεύσεις, αλλά και την παλαιάς κοπής, ευεργετικά κινητήρια σοφία μιας αληθινής, οικουμενικής γυναίκας της επαρχίας, που έμαθε τη ζωή στο πόδι και δεν σταματά, μέχρι να παραδώσει την ψυχή της.