Πάνω από τους ορεξάτους για show πρωταγωνιστές ενός πολυπρόσωπου δράματος και πέρα από τις επικές διαστάσεις μιας απλωμένης σε τρεις δεκαετίες οικογενειακής σαπουνόπερας γκανγκστερικών απόηχων, η ταινία Οίκος Gucci είναι μία ακόμη επιβεβαίωση πως ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι ένας πρακτικός, γρήγορος σκηνοθέτης, που θέλει να εξυπηρετήσει το σενάριο και να πει την ιστορία του πάση θυσία. Και εδώ θυσιάζει τη συνοχή.
Ταυτόχρονα, δοκιμάζει την αυτοσυγκέντρωση του θεατή με ένα μωσαϊκό χαρακτήρων διάσπαρτου ερμηνευτικού ύφους και, αν μιλάμε για ένα όνομα που συνοδεύεται από τόσο έντονο και διαχρονικό στυλ όπως το Gucci, απροσδόκητα επίπεδο και οπτικά στείρο. Η απόλαυση υφίσταται. Αλλά είναι περιστασιακή και, κατά περίπτωση, ένοχη.
Το επίκεντρο είναι η Πατρίσια Ρετζιάνι, η μετεωρική άνοδος και το σταδιακό κατρακύλισμά της, η μεταμόρφωσή της από ένα λαϊκό κορίτσι που έβαλε στο μάτι και, με την πολύτιμη συνδρομή μιας μέντιουμ (Σάλμα Χάγιεκ) που παρακολουθούσε στην τηλεόραση, τύλιξε για τα καλά τον κληρονόμο του οίκου, Μαουρίτσιο Γκούτσι.
Για να μην προδώσει τον τίτλο της, η σχεδόν τρίωρη ταινία ασχολείται με τη στενή και την ευρύτερη οικογένεια, παραλληλίζοντάς την ελαφρά με μια σύγχρονη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γεμάτη μυστικά και ίντριγκες, μοχθηρία, εγωπάθεια και κάποια αισθηματικά ρέστα, τόσο ερμητικά κλειστή, που εμφανίζεται εχθρική σε οποιονδήποτε παρείσακτο κάνει το λάθος να ζητήσει εξ αγχιστείας συμμετοχή στο οικόσημο.
Για να μην προδώσει τον τίτλο της, η σχεδόν τρίωρη ταινία ασχολείται με τη στενή και την ευρύτερη οικογένεια, παραλληλίζοντάς την ελαφρά με μια σύγχρονη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γεμάτη μυστικά και ίντριγκες, μοχθηρία, εγωπάθεια και κάποια αισθηματικά ρέστα, τόσο ερμητικά κλειστή.
Η Ρετζιάνι τρύπωσε, θαμπώθηκε και θέλησε να αυτοανακηρυχθεί «νονά», μια περίπτωση godmother που, προσωρινά τουλάχιστον, εκμεταλλεύτηκε το κενό εξουσίας μιας φημισμένης, αλλά δυσλειτουργικής εταιρείας.
Ο Μαουρίτσιο ήταν ντροπαλός και αδέξιος, σαν άβγαλτος έφηβος με χαμηλή αυτοπεποίθηση, που επιβεβαιώθηκε μόνο μετά τη δοκιμασία της σχέσης του με τη Ρετζιάνι. Ο πατέρας του Ροντόλφο, πρώην ηθοποιός του εμπορικού σινεμά, ήταν ένα μείγμα ματαιόδοξου καλλιτέχνη με απωθημένα και αριστοκράτη του ιταλικού Βορρά με βαθιά γνώση του brand που ο πατέρας του δημιούργησε και εκείνος εν μέρει οραματίστηκε.
Ο αδελφός του Άλντο ήταν ο συνεχιστής της επιχειρηματικής εφαρμογής και εμπνευστής πολλών καταστημάτων ‒ ο άνθρωπος για τις μπίζνες. Αντίθετα, ο γιος του Πάολο έγινε το μαύρο πρόβατο όταν προσπάθησε να λανσάρει τη δική του σειρά με το λογότυπο, ο πατέρας του αρνήθηκε και τον ξέκοψε από την εταιρεία κι εκείνος με τη σειρά του συμμάχησε με τον εξάδελφο Μαουρίτσιο για να παγιδεύσουν τον Άλντο μέσα από μυστικά βιβλία και παράνομες συναλλαγές.
Ο Άνταμ Ντράιβερ, ο Τζέρεμι Άιρονς, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζάρεντ Λέτο αντίστοιχα ενσαρκώνουν το ανδρικό καρέ των Γκούτσι, και δεν δένουν ποτέ πραγματικά, παρά τις προσπάθειες του Σκοτ να τους δώσει τον απαραίτητο χρόνο για να γνωριστούν κινηματογραφικά και να διασταυρωθούν σε συναντήσεις και δραματικούς διαλόγους ικανούς να οδηγήσουν λογικά και συναισθηματικά στον γνωστό επίλογο μιας ιστορίας που ξεκινά ως άτσαλο ρομάντσο το 1970 και τελειώνει με τον ήχο του όπλου περίπου είκοσι πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Ντράιβερ κρατά χαμηλούς και αμήχανους τόνους, παραχωρώντας την έμφυτη γενναιοδωρία του στην υπηρεσία του στόρι, ο Άιρονς, ως απόμακρος εστέτ, τεντώνει με άνεση μυς υποκριτικής που του είναι οικείοι, ο Τζάρεντ Λέτο, αγνώριστος κάτω από προσθετικά, μακιγιάζ και μια γενικότερη μετάλλαξη του παρουσιαστικού του, παίζει σαν παθολογικά θιγμένος Ιταλιάνος θεατρίνος και σ’ αυτή την παράξενη εξίσωση, όπου κανείς δεν μοιάζει συγγενής α’ βαθμού με τον άλλον, ο Αλ Πατσίνο κάνει την έκπληξη και τη διαφορά ως ισορροπημένος και, σε πείσμα της ορμητικής ιδιοσυγκρασίας του, συγκρατημένος ερμηνευτικός παρονομαστής της φαμίλιας.
Στο μεταξύ, η παρουσία της Ρετζιάνι αραιώνει από το προσκήνιο, αλλά όποτε επανακάμπτει, με οργή που βράζει από τον βαθμιαίο εκτοπισμό της και τη συνειδητοποίηση πως τα τρικ της δεν πιάνουν, αποσπά αμέσως την προσοχή.
Σε αυτό ευθύνεται κυρίως η αφοσίωση της Lady Gaga στον ρόλο. Μπορεί η καλλιεργημένη ιταλική εκφορά της όντως να φλερτάρει με πιο σλάβικους ήχους, αλλά έχει εξελιχθεί θεαματικά από το αδρανές κινηματογραφικό της ντεμπούτο με την Άλι του A star is born και εδώ αποκτά τέμπο, νεύρο και το τσαγανό που υπαγορεύει ο χαρακτήρας.
Στο ξεδίπλωμα της Ρετζιάνι από κολακευμένο κορίτσι της Μόντενα, που ενδόμυχα τρέμει την προοπτική μήπως μείνει στο ράφι, σε καπάτσα και κτητική σύζυγο που εργαλειοποιεί το νέο της πόστο και φέρεται βασιλικότερα του βασιλέως («είμαι πιο Γκούτσι από όλους τους Γκούτσι»), η Gaga είναι ένα παθιασμένο αιλουροειδές που παρακαλά για τη συμπάθειά μας στην αρχή, ώσπου μπήγει βαθιά τα νύχια της στο θήραμα που τόσο προσπάθησε να αποκτήσει. Έχει την πιο συνεπή ανάπτυξη χαρακτήρα απ’ όλους, σχεδόν το έχει πάρει προσωπικά, εκεί που το σενάριο πλέει σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ενώ το σύνολο μοιάζει αποκομμένο, ο καθένας χωριστά και μερικές σκηνές έχουν τη δική τους ζωή, και προσφέρουν στιγμιαία απόλαυση. Ο Ροντόλφο/Άιρονς αποκαλεί τον Πάολο μέτριο, όταν ο πατέρας τον ανεβάζει και τον κατεβάζει ηλίθιο («αλλά τον δικό του ηλίθιο») και ο Λέτο, ως κράμα ενός προβληματικότερου Φρέντο από τον Νονό και του σατιρικά γελοίου Γκουίντο Σαρντούτσι (του μεταμφιεσμένου κωμικού με το τσιγάρο που έγραφε για περιοδικό του Βατικανού!), κλαψουρίζει σαν κακομαθημένο, κατουράει το εμβληματικό μαντίλι του Οίκου, μοιράζει καρτουνίστικες απειλές και φουσκώνει από υπερηφάνεια όταν ακούει μισή καλή κουβέντα ‒ σπάει πλάκα, αλλά στα σοβαρά.
Ο Σκοτ συγκρατεί τον Οίκο Gucci από το camp (ή μήπως θα έπρεπε να τον αφήσει να ξεστρατίσει σε πιο κωμικά μονοπάτια;), γιατί ενδεχομένως έχει στο μυαλό του πως η ιστορία του είναι σοβαρή και βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε πραγματικά γεγονότα.
Σε ένα παρεμφερές θέμα, το Όλα τα λεφτά του κόσμου πέτυχε περισσότερα, και πάλι με επίκεντρο έναν δεσποτικό πατριάρχη που εξευτελίζει την ηθική δυναμική μιας οικογένειας, κατά σύμπτωση με φόντο το έγκλημα και την Ιταλία. Το μόνο που έλειπε από την ταινία του 2017 ήταν τα φλασάτα ρούχα, μια σαρωτική Ρετζιάνι και, φυσικά, η wild catwalk παράσταση της Gaga ως Μαρία Κάλλας από την κόλαση, που, παρά τις υπερβολές της, τραβά δραματικά το βλέμμα.