Η Βαλέρια Γκολίνο, με το ιταλικό της μπρίο αδιαχώριστο από το ελληνικό της ταμπεραμέντο, έχει δώσει από καιρό τα διαπιστευτήρια της ως ηθοποιού, κυρίως στην Ιταλία, με δύο βραβεία ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας, σε ταινίες αξιοσημείωτης ποικιλίας και συχνά άγριας ομορφιάς. Το πάλαι ποτέ αγρίμι του ευρωπαϊκού σινεμά, που ξεκίνησε κάνοντας την ίδια χρονιά ταινίες του Νίκου Μαστοράκη και της Λίνα Βερτμίλερ(!), πέρασε από τον «Άνθρωπο της Βροχής» και το Χόλιγουντ, μεταπήδησε στη σκηνοθεσία με το «Miele» και υπογράφει τη δεύτερη ταινία της, το «Euforia», ένα αδελφικό δράμα με φόντο τη Ρώμη και θέμα τη σωτηρία της ψυχής.
Με τη Βαλέρια μιλήσαμε στις Κάννες. Την είδα να φτάνει στην ταράτσα του ξενοδοχείου με χτυπημένο πόδι − η δεύτερη στο φεστιβάλ, μέσα σε λίγες ημέρες, μετά τον φίλο της Πάβελ Παβλικόφσκι, ο οποίος μόλις της είχε στείλει ένα μήνυμα για τον δικό του τραυματισμό. Έχουμε συναντηθεί λίγες φορές, αλλά πάντα είναι σαν να βλέπω μια παλιά φίλη, ίσως από τη βραδιά στη Θεσσαλονίκη που, ενθουσιασμένη, μου έλεγε πως θα έπαιζε σε ταινία του Αγγελόπουλου με έναν σταρ που δεν μπορούσε να μου αποκαλύψει.
Ως μεσήλικας ηθοποιός αποφάσισα να γίνω μια νέα σκηνοθέτις. Να κάνω κάτι καινούργιο, να ασχοληθώ με κάτι που δεν ήξερα, να με αντιληφθούν αλλιώς, να παίξω όχι ρόλους, αλλά με τη δουλειά μου, με άλλο μάτι, από άλλη σκοπιά, να πω τα πράγματα που με ενδιαφέρουν.
Μάντεψα ότι θα ήταν ο Κλάιβ Όουεν, έπαθε λίγο πλάκα γιατί δεν κατάλαβε πώς το βρήκα, αλλά τα πράγματα ήταν αρκετά απλά: έναν χρόνο πριν, σε μια συνέντευξή του μου είχε εκμυστηρευθεί πως θα απαντούσε αμέσως «ναι» αν και όποτε ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, ο Τεό, του έκανε πρόταση! Τελικά, δεν έμελλε να στεριώσει ποτέ αυτή η συνεργασία. Η Βαλέρια προχώρησε, όπως και ο Κλάιβ, και πλέον ονειρεύεται να γυρίσει μια ταινία στη σχεδόν ισόβαθμα δεύτερη χώρα της, για πρώτη φορά στα ελληνικά.
— Λένε πως όχι η πρώτη αλλά η δεύτερη ταινία ενός σκηνοθέτη είναι πιο προσωπική.
... και πιο δύσκολη...
— Επειδή στο ντεμπούτο βουτάς με άγνοια κινδύνου; Μετά όμως δεν θες να βγάλεις κάτι πιο προσωπικό;
Εγώ νομίζω πως το «Miele» μου μοιάζει πιο πολύ στα μικρά πράγματα, στον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους οι χαρακτήρες, σε αυτά που λένε. Ήθελα να το κάνω πιο νεφελώδες και αμφιλεγόμενο, να ξεφύγω από τη σύμβαση κατά κάποιον τρόπο. Το θέμα βασιζόταν σε ένα ηθικό δίλημμα και προσπάθησα πραγματικά να μην πέσω σε ρητορείες και διδακτισμό.
Στο «Euforia» επιχείρησα να παίξω αλλιώς. Δεν απέχουν πολύ τα εμπόδια των χαρακτήρων, στριμωγμένοι είναι κι αυτοί. Στο «Miele» ο θάνατος, εκτός από τον πόνο, ήταν δεδομένος, βρισκόταν παντού και το ζήτημα ήταν πώς θα πεθάνουμε, εφόσον αυτό είναι που επιζητούμε. Στο «Euforia» δεν προφέρεται καν η λέξη, είναι απόλυτο ταμπού. Ο ένας πετάει το μπαλάκι στον άλλον, ο άρρωστος κάτι υποψιάζεται, αλλά δεν θέλει να ξέρει λεπτομέρειες και ο αδελφός του συμπεριφέρεται διαφορετικά από την πρωταγωνίστρια στο «Miele», με μετατόπιση του προβλήματος.
— Ποια σκηνή της ταινίας σηματοδοτεί τη μετατόπιση, πιστεύεις;
Όταν ο μικρότερος, ο Ματέο, κοιμάται ανήσυχα και παραμιλά στον ύπνο του, ξυπνάει κι αυτή που βρίσκεται δίπλα του τού λέει πως επαναλάμβανε: «Δεν θέλω να πεθάνω»! Ο επικείμενος θάνατος του αδελφού του είναι σαν καμπανάκι για τη δική του θνητότητα. Κι όμως, παίρνει ναρκωτικά συνέχεια, κάνει αυτοκαταστροφικά πράγματα, σαν κουβέρτα, για να κουκουλώσει τον πόνο, λες και είναι δικός του. Τον βλέπει να έρχεται.
— Ηθοποιός τόσα χρόνια και σκηνοθέτις πλέον, τι θέση παίρνεις για το metoo;
Κι εμείς δίνουμε το «παρών», έχουμε και σχετικό κίνημα στην Ιταλία, το Dissenso Comune (124 γυναίκες ηθοποιοί συμμετέχουν με το σύνθημα «Όλοι τις κοιτάζουν, κανείς δεν τις ακούει»). Είναι ενδιαφέρον και σοβαρό. Μερικά πράγματα που λέγονται δεν μου φαίνονται πειστικά, τα βρίσκω υπερβολικά. Μερικά προβλήματα αναλύονται. Άλλα δεν λύνονται ποτέ.
Δεν αισθάνομαι θύμα κανενός, ούτε με αφορά αυτό. Δεν μου αρέσει να θυματοποιούνται γυναίκες. Ωστόσο, οι γυναίκες πληρώνονται λιγότερο από τους άνδρες. Αυτό είναι γεγονός. Δεν αμφισβητείται. Όσο υπάρχει μια κοινότητα που μιλά για μας, μας κάνει καλό, σε πολιτικό επίπεδο.
— Γιατί έγινες σκηνοθέτις;
Όταν ήμουν στη μέση, ούτε νέα, ούτε γριά...
— Μεσήλιξ;
Ναι (γελάει), ως μεσήλικας ηθοποιός, λοιπόν, αποφάσισα να γίνω μια νέα σκηνοθέτις. Να κάνω κάτι καινούργιο, να ασχοληθώ με κάτι που δεν ήξερα, να με αντιληφθούν αλλιώς, να παίξω όχι ρόλους, αλλά με τη δουλειά μου, με άλλο μάτι, από άλλη σκοπιά, να πω τα πράγματα που με ενδιαφέρουν.
— Σε ενδιαφέρουν συγκεκριμένα θέματα ή η έκπληξη που θα παρουσιαστεί από το πουθενά;
Σίγουρα, αν και, βλέποντας τις δύο πρώτες ταινίες μου, λες «αυτή μάλλον με τον θάνατο έχει ένα θέμα!». Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αν αύριο διαβάσω κάτι εντελώς διαφορετικό δεν θα αντιδράσω. Δεν θα περιμένω άλλα πέντε χρόνια για την τρίτη μου ταινία, θα ξεκινήσω άμεσα. Θα δούμε.
— Υπάρχει κάποιο πρόσωπο που θα ήθελες να υποδυθείς;
Μπορεί. Αλλά δεν το θυμάμαι. Την επόμενη φορά μάλλον θα μου έρθει. Αποκλείεται να μην έχω.
— Την αμερικανική σου παρένθεση πώς τη θυμάσαι; Γλυκά ή...
Μια χαρά. Και λίγο ανάμεικτα. Δεκαοκτώ ταινίες έκανα στο Χόλιγουντ, δεν ήταν και λίγες.
— Τόσο πολλές! Σε σύνολο 80 στην καριέρα σου;
Ογδόντα εννέα! Έζησα καλά στην Αμερική, αλλά βρισκόμουν και λίγο σε μια υστερική φάση. Λόγω νεότητας νομίζω. Ήμουν εκεί και ήθελα να επιστρέψω στην Ευρώπη. Και όταν ερχόμουν, βιαζόμουν να ξαναφύγω.
— Στην Ιταλία. Γιατί ελληνικά δεν έχεις μιλήσει ακόμα κανονικά στο σινεμά!
Πώς! Έκανα την ταινία του Ανδρέα Πάντζη.
— Αλλά εκεί ήσουν μουγγή.
Έχεις δίκιο. Και στην επόμενη, και πάλι δική του, μίλησα πολύ λίγο. Δεν μιλούν πολύ οι Ελληνίδες που έπαιξα. Αλλά, ειλικρινά, θα κάνω μια ταινία στην Ελλάδα, είναι το όνειρό μου. Και σύντομα.
Το «Euforia» προβάλλεται από τις 9 Μαΐου στις αίθουσες.
σχόλια