Παιδί-αποκάλυψη, έφηβη στάρλετ στον κόσμο των ενηλίκων, σύμβολο του σεξ. Δύο Όσκαρ, οκτώ γάμοι, επτά διαζύγια, είκοσι μία εγχειρήσεις, μία τραχειοτομή, μία αφαίρεση όγκου στον εγκέφαλο, ένας καρκίνος του δέρματος, χιλιάδες εξώφυλλα, θρυλικοί έρωτες, αλκοολισμός, ακτιβισμός για την αντιμετώπιση του AIDS, gay icon, ένας θρύλος με το όνομα Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Τι έχει απομείνει σήμερα από όλα αυτά; Τι έχουν να πουν στις νέες γενιές; Πόσοι έχουν δει τις ταινίες της, οι οποίες καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή του Χόλιγουντ; Αρκετές από αυτές αποτελούν κλασικά αριστουργήματα που δεν θα πάψουν να προβάλλονται για πολλά χρόνια ακόμα, ως εθνική κληρονομιά της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, αποτυπώνοντας μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι αφήνονταν στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας και ζούσαν μια ανεπανάληπτη συλλογική εμπειρία.
Γεννημένη στις 27 Φεβρουαρίου του 1933 στο Λονδίνο, όπου οι γονείς της είχαν μετακομίσει από το Κάνσας αναζητώντας καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές, καθώς ο πατέρας, Φράνσις Τέιλορ, ήταν έμπορος τέχνης, από νωρίς έμοιαζε να προορίζεται για υψηλούς στόχους. Η ιδιαίτερα φιλόδοξη μητέρα της, Σάρα, πρώην ηθοποιός του θεάτρου, προόριζε την πανέμορφη θυγατέρα της για τη βρετανική υψηλή κοινωνία, έτσι από πολύ νωρίς έπρεπε να εντρυφήσει σε δύο πράγματα, το μπαλέτο και την ιππασία.
Στην Αμερική εξακολουθεί να αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της χώρας, καθώς υπήρξε από τις πιο θρυλικές προσωπικότητες του κινηματογράφου, ενσαρκώνοντας για τις μάζες τι σημαίνει να είναι κάποιος διασημότητα. Άλλωστε, για μια πεντηκονταετία, τρεις ήταν οι μεγαλύτερες διασημότητες του πλανήτη: η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Πάπας και εκείνη.
Οι επιδιώξεις της Σάρα όμως δεν έμελλε να καρποφορήσουν, εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου. Το 1939 η οικογένεια επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, ωστόσο οι αρχικοί στόχοι δεν εγκαταλείφθηκαν. Ο Φράνσις άνοιξε γκαλερί στο Μπέβερλι Χιλς, όπου εγκαταστάθηκε όλη η οικογένεια, και η Σάρα ξαναμπήκε στον αγώνα για την προώθηση της μικρής Ελίζαμπεθ.
Καθώς ο κινηματογράφος ήταν σε άνθιση και παρά τους πρώτους της ενδοιασμούς, ενέδωσε στην ιδέα να δοκιμάσει η οκτάχρονη κορούλα της την τύχη της στο δημοφιλές μέσο. Άλλωστε οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής, η MGM και η Universal, της πρόσφεραν γενναιόδωρο συμβόλαιο. Η ομορφιά του νεαρού κοριτσιού ήταν αξεπέραστη, ωστόσο η παρουσία της στην πρώτη της ταινία δεν έπεισε τους ανθρώπους της Universal ότι άξιζε άλλη μια ευκαιρία, και την «απελευθέρωσαν» από το συμβόλαιό της.
Η MGM έσπευσε να της προσφέρει συμβόλαιο με πρώτη συμμετοχή το 1943 στο «Lassie come home» (ελληνικός τίτλος «Σιωπηλός κατήγορος»), όπου δύο παιδιά ηθοποιοί συναγωνίζονταν έναν σκύλο. Ο συμπρωταγωνιστής της, Ρόντι ΜακΝτάουελ, χρόνια αργότερα έλεγε ότι από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε δεν είδε το πρόσωπο ενός νεαρού κοριτσιού αλλά εκείνο μιας νεαρής καλλονής. Μετά τις δύο επόμενες αδιάφορες ταινίες της, ήταν ολοφάνερο ότι το άγουρο υποκριτικά κορίτσι είχε σπάνια ομορφιά που την αναδείκνυαν δυο μάτια στο χρώμα του ζαφειριού.
Ο ρόλος που την έκανε διάσημη, πάντως, συνδεόταν με το παρελθόν της. Κατάφερε να τον κερδίσει χάρη στη βρετανική της προφορά και τη δεινότητά της στην ιππασία. Καθώς ήταν μικρότερη από την ηλικία του ρόλου και κοντούλα, το στούντιο ανέβαλε συνεχώς την έναρξη των γυρισμάτων κι εκείνη έκανε συνεχείς διατάσεις για να ψηλώσει. Το «National Velvet» (ελληνικός τίτλος «Ο αλήτης και η αμαζών») του 1944, με συμπρωταγωνιστή της τον Μίκι Ρούνεϊ, ήταν εισπρακτική επιτυχία, καθιερώνοντάς τη ως σταρ της μεγάλης οθόνης και κληροδοτώντας τη με ένα σοβαρό κάταγμα στη σπονδυλική στήλη, που θα την ακολουθούσε στο υπόλοιπο της ζωής της.
Η εφηβεία της δεν κύλησε σαν των άλλων συνομήλικών της, καθώς βρισκόταν κάτω από τη συνεχή επίβλεψη και καθοδήγηση των γονιών της και της MGM. Χρόνια μετά χαρακτήρισε το Χόλιγουντ μια απρόσωπη βιομηχανία, μέρος της οποίας ήταν και η ίδια, με σφιχτό καθημερινό ωράριο, πράγμα που της στέρησε τα νιάτα της.
Ήδη από τα 15 της οι κουτσομπολίστικες στήλες των εφημερίδων τη συνέκριναν με την Άβα Γκάρντνερ και τη Λάνα Τέρνερ, αλλά εκείνη παρέμενε ένα κορίτσι που έπαιζε σε ρομαντικές κωμωδιούλες για τινέιτζερς χωρίς να έχει την ευκαιρία να βιώσει τη ζωή των άλλων κοριτσιών, το σχολείο, τις εξόδους του Σαββάτου, τους αγώνες μπάσκετ και φούτμπολ όπου πήγαιναν για να δουν τα αγόρια. Όταν ήρθε σε σύγκρουση με το μεγάλο αφεντικό της MGM (για την οποία έλεγε ότι ήταν ισότιμη με σκλαβοπάζαρο) Λούις Μέιερ, θεωρώντας ότι θα την απέλυε, άρχισαν να της προτείνουν καλύτερους ρόλους. Παράλληλα, έψαχναν να της βρουν σύζυγο για να ολοκληρωθεί η μεγάλη επιτυχία.
Σύζυγο βρήκε από μόνη της, τον κληρονόμο της ομώνυμης αλυσίδας ξενοδοχείων Νίκι Χίλτον. Οργανώθηκε ένας υπερλουσάτος γάμος που το στούντιο εκμεταλλεύτηκε για να διαφημίσει την κωμωδία «Ο πατέρας της νύφης» του Βίνσεντ Μινέλι με τον Σπένσερ Τρέισι. Ήταν πια 18 χρονών, αλλά ακόμα ανώριμη. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τον εικοσιτριάχρονο σύζυγό της, ο οποίος έπαιζε στο καζίνο, είχε παράλληλη ερωτική ζωή και γινόταν βίαιος. Ο γάμος κράτησε μόλις οκτώ μήνες, και η διάλυσή του δημιούργησε σκάνδαλο. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Η ταινία «Μια θέση στον ήλιο» του 1951, εμπνευσμένη από το «Μια αμερικανική τραγωδία» του Θίοντορ Ντράιζερ, σε σκηνοθεσία Τζορτζ Στίβενς, την έφερε κοντά σε έναν άνθρωπο με τον οποίο συνδέθηκε όχι ερωτικά, αλλά με μια βαθιά φιλία, τον εντυπωσιακό και κρυφό ομοφυλόφιλο λόγω της εποχής, Μοντγκόμερι Κλιφτ. Είχε να λέει ότι με αυτή την εμπειρία συνειδητοποίησε ότι ο κινηματογράφος δεν είναι παιχνίδι αλλά τέχνη.
Το 1952 ταξίδεψε στην Αγγλία για να γυρίσει το δράμα εποχής «Ιβανόης». Ο ρόλος δεν της έλεγε τίποτα, αλλά βρήκε στο πρόσωπο του Βρετανού ηθοποιού Μάικλ Ουάλντινγκ τον επόμενο σύντροφό της και τον παντρεύτηκε, καταφέρνοντας να τον επιβάλει στο Χόλιγουντ. Μαζί του έκανε δύο παιδιά, αλλά η συνεχή της άνοδος στο star system αποτέλεσε εμπόδιο στο να στεριώσει η μεταξύ τους σχέση. Οι ερμηνείες της συχνά έπαιρναν κακές κριτικές, αλλά ενίοτε καλές.
Παρέμενε μια καλλονή της οθόνης, αλλά ταυτόχρονα ωρίμαζε ως ηθοποιός. Η μεγάλη στιγμή ήρθε με τον περίφημο «Γίγαντα» του 1956 και πάλι σε σκηνοθεσία Στίβενς, με δύο τεράστια ονόματα, τον Ροκ Χάντσον και τον Τζέιμς Ντιν. Θα γινόταν φίλη και με τους δυο, αν και με τον δεύτερο δεν πρόλαβε, καθώς το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο έχασε τη ζωή του συνέβη με την ολοκλήρωση της ταινίας. Εκείνη ωστόσο έπρεπε να γυρίσει συμπληρωματικές σκηνές διαλόγου μαζί του. Η ερμηνεία της έλαβε θετικές κριτικές και η ταινία είναι από τις πιο κλασικές του αμερικανικού κινηματογράφου.
Ακριβώς εκείνο το διάστημα γνωρίζει στο Μεξικό έναν ξεχωριστό άντρα, τον οποίο ερωτεύεται ακαριαία, παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας σχεδόν 25 χρόνων. Ο Μάικ Τοντ ήταν από τους πλέον δυναμικούς παραγωγούς του θεάτρου και του κινηματογράφου και μόλις είχε κάνει μεγάλη επιτυχία με το «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες». Eίχε ήδη δύο γάμους στο ενεργητικό του, ζούσε με τρομερή ένταση και κυνηγούσε μόνο μεγάλα όνειρα. Τρομερός τζογαδόρος, μπονβιβάν, σέξι, τολμηρός στις επιλογές του. Για χάρη του η Τέιλορ προσηλυτίστηκε στον ιουδαϊσμό και έζησαν έναν άνευ ορίων πανευτυχή γάμο.
Δεν έμελλε όμως να κρατήσει, καθώς τον Μάρτιο του 1958 το ιδιωτικό του αεροπλάνο με το όνομα «The Liz», στο οποίο από τύχη δεν επέβαινε κι εκείνη, έπεσε, στοιχίζοντας τη ζωή τεσσάρων ανθρώπων, ανάμεσά τους και του Τοντ. Συντετριμμένη, έπρεπε να ολοκληρώσει τα γυρίσματα της «Λυσσασμένης γάτας», μεταφοράς του γνωστού θεατρικού έργου του Τένεσι Ουίλιαμς. Η ταινία τής έφερε τη δεύτερη υποψηφιότητά της για Όσκαρ.
Παρηγοριά για τον θάνατο του Τοντ βρήκε στον κολλητό του φίλο, μουσικό Έντι Φίσερ, ο οποίος, μαζί με τη γυναίκα του, ηθοποιό Ντέμπι Ρέινολντς, είχαν παντρέψει το ζευγάρι. Νέο σκάνδαλο, που δεν της το συγχωρούσαν, αλλά γέμιζαν τις αίθουσες των ταινιών της. Η ίδια απεφάνθη: «Ο Μάικ πέθανε, εγώ ακόμα ζω, τι περιμένετε; Να κοιμάμαι μόνη;».
Η αμέσως επόμενη ταινία της ήταν ακόμα μια μεταφορά έργου του Ουίλιαμς, το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», σε σενάριο του Γκορ Βιντάλ και σκηνοθεσία του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, με συμπρωταγωνιστές της την Κάθριν Χέπμπορν και τον Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ήταν μια δύσκολη ταινία για την εποχή, η οποία έθιγε τις ψυχικές διαταραχές, τα παιδικά τραύματα και την ομοφυλοφιλία, ωστόσο της πρόσφερε την πρώτη της Χρυσή Σφαίρα και μία ακόμα υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Τότε ήταν που ήρθε η πρόταση για την περίφημη «Κλεοπάτρα», ένα σενάριο που το βρήκε αφελές έως κακό και που μεταξύ σοβαρού και αστείου είπε ότι θα το έκανε αν της έδιναν 1 εκατομμύριο δολάρια και 10% επί των εισπράξεων. Και δέχτηκαν! Πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου μια γυναίκα πληρωνόταν ένα τέτοιο εξωφρενικό ποσό. Ταξίδεψε στο Λονδίνο για τα γυρίσματα −μια γελοία επιλογή εξαρχής, το να στήσεις τη Μεσόγειο στα Pinewood Studios της Αγγλίας− και κόντεψε να πεθάνει από πνευμονία.
Από τη μια ο κόσμος προσευχόταν στις εκκλησίες να αναρρώσει, κι από την άλλη κάποιοι μετέδιδαν ότι όντως είχε πεθάνει. Χρειάστηκε να κάνει τραχειοτομή και εν τέλει επέστρεψε στην Αμερική, όπου το κοινό την υποδέχτηκε σαν θεότητα. Η περιπέτεια αυτή ήταν ίσως και ο λόγος που της χάρισαν το 1961 το πρώτο της Όσκαρ, για μια ταινία που δεν ήθελε να κάνει αλλά τη χρωστούσε στην MGM, την «Αμαρτία που ζήσαμε» («BUtterfield8»), στην οποία είχε απαιτήσει να παίξει και ο Φίσερ.
Και τότε όλα ανατράπηκαν και η ζωή της άλλαξε ρότα. Η παραγωγή της «Κλεοπάτρας» μετακομίζει στη Ρώμη με νέα διανομή, που συμπεριλάμβανε έναν από τους πιο λαμπρούς σαιξπηρικούς ηθοποιούς της αγγλικής σκηνής, τον Ουαλό Ρίτσαρντ Μπάρτον στον ρόλο του Μάρκου Αντώνιου. Η χημεία μεταξύ των δύο αποδείχτηκε εκρηκτική. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή φούντωσε ένας έρωτας που ήταν αδύνατον να κρυφτεί, είτε on set είτε off set. Αμέσως το γεγονός δημοσιοποιήθηκε και ξέσπασε ένα άνευ προηγουμένου διεθνές σκάνδαλο.
Ο προϋπολογισμός της ταινίας στο μεταξύ είχε εκσφενδονιστεί στο ιλιγγιώδες ποσό των 62 εκατομμυρίων δολαρίων, προκαλώντας την παραλίγο πτώχευση της εταιρείας παραγωγής FOX, η οποία μήνυσε τους δύο σταρ για μη τήρηση της επικοινωνιακής γραμμής της παραγωγής, ενώ το Βατικανό τους κατηγόρησε για ηθική παρέκκλιση (καθώς ήταν και οι δυο παντρεμένοι) και ζήτησε να εγκαταλείψουν την Ιταλία. Οι απειλές εναντίον της ζωής τους ανάγκασαν την ιταλική αστυνομία να δίνει καθημερινό «παρών» στην Τσινετσιτά για την προστασία τους.
Στο τέλος των γυρισμάτων επέστρεψαν στα σπίτια τους, βάζοντας μπρος τα διαζύγιά τους. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1963 κάνοντας εισπράξεις άνω των 15 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αποσβεστεί το κόστος παραγωγής. Το σκάνδαλο ωστόσο έφερε προτάσεις, κάποιες από τις οποίες τις εκμεταλλεύτηκαν, όπως η ταινία «The V.I.P.s», της οποίας η πλοκή δεν απείχε από τα πραγματικά γεγονότα. Ακολούθησαν ανάλογης αισθητικής παραγωγές, προσφέροντάς τους εκατομμύρια που μάλλον χρειάζονταν, καθώς η ζωή τους ακολουθούσε τους ρυθμούς του τζετ σετ. Γνωρίζοντας την αγάπη της για τα διαμάντια, ο Μπάρτον της έκανε δώρα με στόχο να μεγαλώσει η συλλογή της με διάσημα κομμάτια, όπως το δώρο του στον γάμο τους, ένα διαμάντι 33 καρατίων που προερχόταν από την οικογένεια Krupp.
Δεινοί πότες και οι δυο τους, ξεσπούσαν συχνά σε ομηρικούς καυγάδες, αλλά τους ένωνε ένας παθιασμένος έρωτας. Όπως ακριβώς συμβαίνει μεταξύ των δύο κεντρικών χαρακτήρων στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», το συγκλονιστικό δράμα του Έντουαρντ Άλμπι το οποίο γύρισαν το 1966 με σκηνοθέτη έναν άνθρωπο του θεάτρου, επιλογή της ίδιας της Τέιλορ, τον Μάικ Νίκολς. Ήταν ένα έργο που το χαρακτήριζε η βωμολοχία και που οι παραγωγοί φοβούνταν ότι θα ενοχλούσε το μεγάλο κοινό.
Για να παίξει την πενηντάρα, αλκοολική Μάρθα, έβαλε περιττά κιλά, φόρεσε περούκα, χρειάστηκε βαρύ μέικαπ. Όλα συντέλεσαν στην απόλυτη ταύτισή της με τον ρόλο και σε μια συγκλονιστική ερμηνεία. Όπως έγραψαν οι κριτικοί, κατάφερε να χτίσει έναν χαρακτήρα απόλυτα «αισθησιακό, μοχθηρό, κυνικό, αξιολύπητο, απεχθή, λάγνο και τρυφερό». Έτσι κέρδισε το δεύτερό της Όσκαρ και την εκτίμηση ανθρώπων που μέχρι εκείνη τη στιγμή αμφισβητούσαν το ταλέντο της.
Ο επόμενος σταθμός ήταν η Ιταλία, όπου ο Φράνκο Τζεφιρέλι αγκαζάρισε τους δύο να παίξουν, σε φυσικό σκηνικό της ιδιαίτερης πατρίδας του, τη σαιξπηρική κωμωδία «Το ημέρωμα της στρίγγλας». Παρ’ όλες τις ιδιοτροπίες της σούπερ σταρ και την άγνοιά της για τον Σαίξπηρ, η απίστευτη ικανότητά της να ανταποκρίνεται στους ρόλους –γι’ αυτό και της έδωσαν το παρατσούκλι «Η Λιζ της μιας λήψης»−, συνέβαλε σε μια υπέροχη σαιξπηρική ταινία, η οποία έκανε διεθνή επιτυχία και αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς.
Ακριβώς το ίδιο διάστημα ο καλός της φίλος Μοντγκόμερι Κλιφτ πέθανε από έμφραγμα, γεγονός που τη συγκλόνισε, κι έτσι ο ρόλος που ήταν να ερμηνεύσει στο «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια», μια ακόμα ταινία που πραγματευόταν την ομοφυλοφιλία, σε σκηνοθεσία Τζον Χιούστον, δόθηκε στον Μάρλον Μπράντο. Δυστυχώς δεν αποτέλεσε επιτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της με τον Μπάρτον, «Οι κωμικοί», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν.
Μετά την αποτυχία και των δύο επόμενων ταινιών της, το 1968, σε σκηνοθεσία του Τζόζεφ Λόουζι, του περίφημου «Boom!» σε σενάριο του Τένεσι Γουίλιαμς και του ψυχολογικού δράματος «Μυστική τελετή», αλλά και της κομεντί «Το παιχνίδι του έρωτα και του πόθου» με τον Γουόρεν Μπίτι, ήταν σαφές ότι η εποχή την ξεπερνούσε, ότι με το τέλος των ‘60s τέλειωνε και η παλιά εποχή του μεταπολεμικού Χόλιγουντ. Κι όμως, βρισκόταν στην πιο ώριμη φάση της υποκριτικής της καριέρας, αποσπώντας ακόμα και μια Αργυρή Άρκτο στην Μπερλινάλε.
Το 1974 ο γάμος της με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον έριξε τίτλους τέλους, για να επανέλθουν και να ξαναπαντρευτούν έναν χρόνο αργότερα, μέχρι να χωρίσουν οριστικά. Στο μεταξύ η κινηματογραφική της καριέρα έφθινε όλο και πιο πολύ. Το 1976 παντρεύτηκε τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Τζον Ουόρνερ, μετακόμισε στην Ουάσιγκτον και αφιερώθηκε στην καριέρα εκείνου. Κράτησε πέντε χρόνια, αλλά η πλήξη της πρωτεύουσας την έριξε στο αλκοόλ και στο φαγητό.
Τη δεκαετία του 1980 πρωταγωνίστησε στο θέατρο, στις «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν, αποσπώντας μερικές θετικές κριτικές, επανασυνδέθηκε επαγγελματικά με τον Μπάρτον στο Μπρόντγουεϊ, στις «Ιδιωτικές ζωές» του Νόελ Κάουραντ σε σκηνοθεσία του Ελληνοαμερικανού Μίλτον Κατσέλας, όπου ουσιαστικά αναβίωσαν την κοινή τους ζωή πετυχαίνοντας sold-out παραστάσεις σε τουρνέ σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ εμφανιζόταν και ως γκεστ σταρ σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές και σαπουνόπερες. Ανάμεσά τους και μια κακόγουστη τηλεοπτική μεταφορά του «Γλυκού πουλιού της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς. Μεγαλύτερη αξία είχαν οι συμμετοχές της στις σειρές κινούμενων σχεδίων «Captain Planet and the Planeteers» και «The Simpsons».
Μια ακόμα περίοδο αποτοξίνωσης στο διάσημο Betty Ford Center το 1988 την έφερε σε επαφή με τον έβδομο άντρα της, τον οικοδόμο στο επάγγελμα Λάρι Φορτένσκι. Μαζί του εργάστηκε, με αφορμή τον θάνατο του παλιού της φίλου Ροκ Χάντσον από AIDS, σε καμπάνιες ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την έρευνα για την επιδημία που μάστιζε την Αμερική εκείνη την εποχή και αποδεκάτιζε την γκέι κοινότητα, αρχικά μέσω του AmFAR (American Foundation for AIDS Research) κι αργότερα μέσω του δικού της Elizabeth Taylor AIDS Foundation. Αν και αντιμετώπισε μεγάλες αντιδράσεις, κατάφερε να συγκεντρώσει εκατομμύρια. Ήταν και η μόνη που θα μπορούσε να το καταφέρει σηκώνοντας απλώς το τηλέφωνο. Ο γάμος της με τον Φορτένσκι κράτησε 5 χρόνια, αλλά παρέμειναν φίλοι.
Από τις πλέον προσγειωμένες σταρ, είχε πάντα επίγνωση των επιλογών της, ήταν πιστή φίλη και είχε ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση για όλους τους ανθρώπους, αδιαφορώντας για την κοινωνική τους θέση, κι ας ανακηρύχτηκε το 2000 Dame Commander του Τάγματος των Ιπποτών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στις συνεντεύξεις της στην ωριμότητά της διαφαίνεται ένας άνθρωπος που ξέρει ακριβώς ποια είναι η θέση του στον κόσμο και το τίμημα της επιτυχίας του ως ηθοποιού του κινηματογράφου.
Όταν πια έπαψε να παίζει, χρησιμοποίησε την τεράστια φήμη της πουλώντας το όνομά της και λανσάροντας, σε συνεργασία με την εταιρεία Elizabeth Arden, τις σειρές αρωμάτων «Passion» και «White Diamonds». Λέγεται ότι τα κέρδη ξεπέρασαν τις απολαβές ολόκληρης της καριέρας της στη μεγάλη οθόνη. Δημιούργησε και μια σειρά κοσμημάτων με την ονομασία «House of Taylor».
Έχοντας υποστεί δεκάδες επεμβάσεις σε ολόκληρη τη ζωή της, δεν ήταν γραφτό να ηρεμήσει ούτε στο τέλος, αφού χρειάστηκε το 1997 να υποβληθεί σε εγχείρηση εγκεφάλου για αφαίρεση καλοήθους όγκου και το 2002 να νοσηλευτεί για καρκίνο του δέρματος. Πέθανε στις 23 Μαΐου του 2011 από καρδιακή προσβολή. Τα χρόνια μετά τον θάνατό της όλα τα κέρδη από δημοπρασίες ρούχων, αξεσουάρ και κοσμημάτων της πήγαν στο Elizabeth Taylor AIDS Foundation.
Στην Αμερική εξακολουθεί να αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της χώρας, καθώς υπήρξε από τις πιο θρυλικές προσωπικότητες του κινηματογράφου, ενσαρκώνοντας για τις μάζες τι σημαίνει να είναι κάποιος διασημότητα. Άλλωστε, για μια πεντηκονταετία, τρεις ήταν οι μεγαλύτερες διασημότητες του πλανήτη: η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Πάπας και εκείνη.
Μόλις κυκλοφόρησε από το τηλεοπτικό δίκτυο ΗΒΟ το ντοκιμαντέρ «Elizabeth Taylor: The lost tapes», βασισμένο σε συνεντεύξεις 40 ωρών που έδωσε το 1964 στον δημοσιογράφο Ρίτσαρντ Μέριμαν, ο οποίος σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτήν. Οι συνεντεύξεις έμειναν σε κουτιά μέχρι που η σκηνοθέτις Νανέτ Μπέρσταϊν τις εντόπισε και τις μετέτρεψε σε ένα συναρπαστικό αφιέρωμα, που για μια ακόμα φορά αποδεικνύει ότι η Λιζ Τέιλορ, εκτός από μεγάλη σταρ, υπήρξε μια σπουδαία γυναίκα, μπροστά από την εποχή της, η οποία γνώριζε πόσο επίπλαστος είναι ο κόσμος στον οποίο ανήκε και ποια ήταν η επισφαλής θέση της ίδιας ως γυναίκας και ως ηθοποιού με ένα ωραίο πρόσωπο, και επιβεβαιώνει τη σημασία των επιλογών της στην καριέρα της μέσα από ταινίες με τολμηρά θέματα και υποδόρια φεμινιστικά μηνύματα.