Αυτές τις μέρες παίζεται στον κινηματογράφο Άστορ ο «Γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου, μια ταινία που έχει κάνει ήδη τον γύρο του φεστιβαλικού κόσμου και απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διεθνές διαγωνιστικό του τμήματος μυθοπλασίας, του φετινού φεστιβάλ TriBeCa. Μάλιστα ένας αστικός μύθος του φεστιβάλ λέει πως ο πρόεδρος της επιτροπής, ο τρομερός Γουίλεμ Νταφόε, εθεάθη μετά από την προβολή της ταινίας να κλαίει στις τουαλέτες.
«Αν αυτό ισχύει, είναι για εμένα είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση. Ήθελα πολύ η ταινία να συγκινεί τους θεατές χωρίς όμως να είναι μελό και αυτή η ισορροπία ήταν για εμένα το μεγαλύτερο στοίχημα. Γιατί συγκινήθηκαν τα μέλη της επιτροπής; Νομίζω για τα συναισθήματα που τους δημιουργήθηκαν. Διότι τα ένιωσαν αυθόρμητα και όχι κατευθυνόμενα από τη σκηνοθεσία», μου λέει η σκηνοθέτις.
Η Ψύκου έκανε αίσθηση από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία της, την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», και είναι αξιοσημείωτο ότι και σε εκείνη όπως και στη φετινή της ταινία οι ήρωές της βρίσκονται σε έναν εγκλεισμό τον οποίο καλούνται να διαχειριστούν και μέσα σε αυτόν να αναζητήσουν την ταυτότητά τους.
Στην ταινία θίγονται θέματα όπως η ξενοφοβία, ο νεοέλληνας και η ελληνική οικογένεια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα παραμύθια.
Ο «Γιος της Σοφίας» έχει ως ήρωα τον 11χρονο Μίσα που φτάνει από τη Ρωσία στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2004 για να μείνει με τη μητέρα του και τον άνδρα που μόλις παντρεύτηκε, έναν ηλικιωμένο πρώην ηθοποιό που στα '70s γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε μια εκπομπή για παιδιά. Ο μικρός έχει δύο τρόπους να ξεφύγει από τα αρτηριοσκληρωτικά μαθήματα πατριδογνωσίας του πατριού του: ή να πιάσει φιλίες με συμπατριώτες του ή να αποδράσει στο φαντασιακό. Κάνει και τα δύο, μετέωρος ανάμεσα στο jet lag των δύο πολιτισμών και δύο διαμετρικά αντίθετα σενάρια για τη ζωή που τον περιμένει.
«Θέλησα κατ᾽ αρχάς να προσπαθήσω να παρατηρήσω μεγάλους και παιδιά. Δεν έχω έτοιμη απάντηση για το πώς θα έπρεπε να τα μεγαλώνουμε ή για το τι λάθη μπορεί να κάνουμε εμείς οι μεγάλοι. Θα ήθελα απλά να προσπαθούμε περισσότερο να έρθουμε στη θέση τους, να θυμόμαστε πώς ήμασταν εμείς ως παιδιά και τι σκαρώναμε στο μυαλό μας, να είμαστε αθώοι μαζί τους, όπως αθώα είναι και αυτά, χωρίς δεύτερες σκέψεις και πράγματα που εννοούμε, αλλά δεν λέμε», λέει η σκηνοθέτις.
Όμως υπάρχει και το στοιχείο του ονείρου και του σουρεαλισμού στην ταινία. Επειδή ο πρωταγωνιστής είναι παιδί καταφεύγει συχνά στην φαντασία του. Το παραμύθι της παράλληλης πραγματικότητας το σκαρφίζεται το παιδικό του μυαλό, σαν το αρκουδάκι, τον Μίσα, τη μασκότ των Ολυμπιακών της Μόσχας.
«Για εμένα το όνειρο λειτουργεί σαν μια παράλληλη πραγματικότητα. Στην ταινία δεν υπάρχει μία πραγματικότητα, υπάρχει αυτή του παιδιού, της μητέρας και του θετού πατέρα. Έτσι υπάρχει και η πραγματικότητα του ονείρου. Τα ονειρικά, σουρεαλιστικά στοιχεία είναι λοιπόν ακόμη μια ανάγνωση της πραγματικότητας, μια άλλη εκδοχή της».
Στην ταινία θίγονται θέματα όπως η ξενοφοβία, ο νεοέλληνας και η ελληνική οικογένεια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα παραμύθια. «Πως συνδέονται όλα αυτά;» τη ρωτώ. «Ήθελα όλη η ταινία να έχει την αίσθηση ενός παραμυθιού. Τα ίδια τα παραμύθια λειτουργούν σαν το παραμύθι μέσα στο παραμύθι. Από την άλλη, οι Ολυμπιακοί είναι και αυτοί ένα ακόμη παραμύθι, ένας μύθος. Όσο για την οικογένεια είναι βασικό στοιχείο όλων σχεδόν των παραμυθιών. Από την Κοκκινοσκουφίτσα μέχρι το Χάνσελ και Γκρέτελ και τον Τζακ και τη φασολιά, όλα τα παραμύθια έχουν μαμάδες ή μητριές, αδέλφια, πατεράδες και γιαγιάδες, δηλαδή οικογένειες. Τέλος, ο ξένος και η σχέση του με τον νεοέλληνα είναι το κυρίαρχο δίδυμο στο ελληνικό παραμύθι των ημερών μας. Όλα αυτά μαζί καθιστούν τον Γιο της Σοφίας ένα σκοτεινό σύγχρονο αστικό παραμύθι.»
Έκανα και μερικές άσχετες με την ταινία ερωτήσεις στην Ελίνα Ψύκου:
— Ποια είναι η αγαπημένη σου ελληνική ταινία;
Μου αρέσουν πάρα πολλές ελληνικές ταινίες, νέες και παλιές, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω μία, θα διάλεγα το «Ταξίδι του Μέλιτος» του Γιώργου Πανουσόπουλου, την πρώτη του ταινία, του 1979. Όταν την είδα σκέφτηκα «α, αυτή είναι η αγαπημένη μου ελληνική ταινία» και ακόμη και αν από τότε έχω δει άλλες που ίσως να μου άρεσαν περισσότερο, κρατάω μέσα μου αυτήν τη στιγμή και το συναίσθημά της.
— Ποια είναι η γνώμη σου για την Αθήνα αυτήν τη στιγμή;
Είμαι λάτρης του κέντρου της πόλης, παρ᾽ όλα αυτά πιστεύω πως τα τελευταία χρόνια η Αθήνα γίνεται όλο και πιο αφιλόξενη, πως κουβαλάει ένα βάρος. Δεν μιλάω τόσο για τα πρακτικά όπως η καθαριότητα, αλλά πιο πολύ για την ενέργειά της, γι᾽ αυτό που εκπέμπει και που αφουγκράζεσαι όταν την περπατάς. Συνεχίζω όμως να την περπατάω, να την παρατηρώ και να προσπαθώ να την καταλάβω και να την κατανοήσω.
— Τι σε εκνευρίζει περισσότερο απ' όσα συμβαίνουν στον κόσμο;
Η μη συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης, το βόλεμα και ο ωχμωραδελφισμός.
— Πες μου μερικά πράγματα που σου αρέσει να κάνεις, σημαντικά ή ασήμαντα.
Μου αρέσει να πηγαίνω για φαγητό με φίλους, μου αρέσει να χορεύω, μου αρέσει να ακούω τη θάλασσα και τέλος μου αρέσει να με φαντάζομαι να κάνω ρόδες σε μια αμμουδιά.
— Ποια είναι η χειρότερη είδηση που άκουσες τελευταία;
Ο πατέρας που αυτοπυρπολήθηκε στο σπίτι του παίρνοντας μαζί του στον θάνατο τα δύο ανήλικα παιδιά του. Νομίζω πως οι ειδήσεις που σχετίζονται με παιδιά είναι αυτές που με αναστατώνουν περισσότερο. Η κάθε λογής εξουσία που εμείς οι ενήλικοι ασκούμε στα παιδιά είναι παράλογη και τόσο ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη.
— Ποια είναι η βασική σου πίστη στη ζωή;
Πως πρέπει εμείς οι ίδιοι να προσπαθούμε για ότι θέλουμε και να μην περιμένουμε από τους άλλους να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες μας.