Ποιος το περίμενε πως ο ο πιο απίθανος άνθρωπος, ο Ντόναλντ Τραμπ, θα επανέφερε στη δημοσιότητα το Sunset Boulevard σε ένα από τα πολλά, εντελώς ασυνάρτητα και ντελιριακά χτυπήματα εναντίον του Χόλιγουντ, που το μισεί γιατί τον σιχαίνεται, λίγες μέρες μετά τον θρίαμβο των Παρασίτων στα Όσκαρ; «Δεν φτάνει που έχουμε προβλήματα με τις εμπορικές σχέσεις μας με τη Νότια Κορέα, τους έδωσαν και το Όσκαρ της καλύτερης ταινίας; Φέρτε πίσω το Όσα παίρνει ο άνεμος. Ή τη Λεωφόρο της Δύσης» αντιπρότεινε, αποσπώντας θερμά χειροκροτήματα για το πασίγνωστο έπος του αμερικανικού εμφυλίου και μια σαφώς πιο αμήχανη αντίδραση από το παρτιζάνικο ακροατήριο της συγκέντρωσης των φανατικών οπαδών του.
Το να ξεχωρίσει το τρίωρο, εν μέρει αμφιλεγόμενο για τις τοποθετήσεις του περί δουλείας και λευκής κυριαρχίας, υπερδραματικό ρομάντσο φαντάζει ως λογική επιλογή εύκολης νοσταλγίας. Αλλά το Sunset Boulevard; Μόνο ένα τραβηγμένο επιχείρημα θα μπορούσε να το δικαιολογήσει: το έργο είναι τόσο εναντίον του Χόλιγουντ, που ο Τραμπ, ένας τετραπέρατος άνθρωπος, που ωστόσο δεν έχει δώσει αποχρώσες ενδείξεις σοφιστικέ διανοημάτων, ταυτίστηκε με το δολοφονικό DNA μιας βιομηχανίας που εκμεταλλεύεται ταλέντα και τα φτύνει άκαρδα.
Μιλώντας στον συντάκτη του «Hollywood Reporter» από το τηλέφωνο, εν μέσω καραντίνας, αν και τα σπίτια τους βρίσκονται σε απόσταση μερικών μέτρων στο Beverly Hills, η Νάνσι Όλσον δεν κολακεύτηκε διόλου από την αναφορά του Προέδρου στην πιο γνωστή ταινία της πενιχρής φιλμογραφίας της και εξέφρασε τον φόβο πως μια πιθανή επανεκλογή του θα θέσει τη χώρα και τη δημοκρατία σε κίνδυνο.
Η δύναμη της ταινίας όχι μόνο δεν έχει αναχαιτιστεί αλλά με τα χρόνια ενισχύεται και περιβάλλεται από την αίγλη του μυθικού επιτεύγματος, και ο ρόλος της καθαρής και ξάστερης Μπέτι εξακολουθεί να τη στοιχειώνει, «με την καλή έννοια».
Η Όλσον, προικισμένη με πρόσωπο υγιές και λαμπερό, χαρακτήρα θετικό κι ενθουσιώδη, με όνειρα για ακαδημαϊκή κατάρτιση και σταδιοδρομία στο θέατρο, μετακόμισε στο Pacific Palisades στην Καλιφόρνια για να σπουδάσει τέχνες, εντοπίστηκε νωρίς από τα λαγωνικά της κινηματογραφικής πιάτσας και γρήγορα υπέγραψε συμβόλαιο με την Paramount – μια επταετή δέσμευση που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή και φυσικά συνέφερε τα στούντιο που έδιναν την εντύπωση πως πρόσφεραν προνόμιο στους νεαρούς φιλόδοξους «μετανάστες» του Λος Άντζελες.
Στα 21 της χρόνια συνάντησε τον Μπίλι Γουάιλντερ και θυμάται τις συνομιλίες της μαζί του σαν μια σειρά από παράξενες και διαφωτιστικές κουβέντες, βασικά ερωτήσεις από εκείνον για τις απόψεις της για τη ζωή και τη συγγραφή. Αναδρομικά, συνειδητοποίησε πως ουσιαστικά ο ύψιστος Αυστριακός εμιγκρές σκηνοθέτης τής έκανε μια παρατεταμένη, έμμεση οντισιόν για τον ρόλο της Μπέτι Σέιφερ, μιας script reader του στούντιο, που έγραφε κρυφά ένα σενάριο, ήταν δεσμευμένη με έναν συμπαθή τύπο, αλλά ερωτεύτηκε τον επίσης σεναριογράφο Τζο Γκίλις, όσο δούλευαν μαζί τους διαλόγους της επικείμενης ταινίας της.
«Ο Γουάιλντερ έψαχνε μια κοπέλα που ονειρευόταν τη συγγραφή σεναρίων, συνεπώς δεν γινόταν να διαλέξει κάποια από τις στάρλετ που κυκλοφορούσαν στα πλατό εκείνη την περίοδο αλλά μια ηθοποιό που ήξερε να αρθρώνει λόγο και αυτό τέσταρε με τις απαντήσεις που του έδινα, χωρίς ποτέ να μου το ομολογήσει» λέει η Όλσον.
Η ηθοποιός αποτέλεσε μέρος του πιο εμπνευσμένου κάστινγκ στην ιστορία του κινηματογράφου. Η Γκλόρια Σουάνσον, την οποία η ίδια δεν γνώριζε αλλά έμαθε ποια ήταν ρωτώντας τη μητέρα της, ήταν όντως μια αξιοπρεπώς ξεπεσμένη, σίγουρα ξεπερασμένη σταρ του βωβού, που ενσάρκωνε τη μικροκαμωμένη, τραυματισμένη ντίβα στο γιγαντιαίο παλάτι-απολίθωμα της συλλογικής και προσωπικής μνήμης. Ο Έρικ φον Στροχάιμ, ο μπάτλερ της, υποδύθηκε μια αντίστροφη παραλλαγή της επιβλητικής, εκκεντρικής περσόνας του. Ο Μπάστερ Κίτον ήταν περίπου ο σιωπηλός, βλοσυρός εαυτός του. Και ο Γουίλιαμ Χόλντεν δεν απείχε πολύ από τον μαραμένο, οξύθυμο Γκίλις: αδυνατώντας να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε το 1939 στο ντεμπούτο του στο Golden Boy πλάι στην Μπάρμπαρα Στάνγουικ, διέσχισε πικρόχολα τη δεκαετία του '40 με δεύτερους, ασήμαντους ρόλους κι έναν ραγισμένο γάμο, το έριξε στο ποτό και έμοιαζε απελπισμένος στο κυνήγι του μεγάλου ρόλου. Ήταν ένας από τους πολλούς άνδρες που στην ακμή της ατιμώρητης σεξουαλικής παρενόχλησης την έπεσε στην Όλσον στο καμαρίνι του, αλλά όταν εκείνη τον έβαλε στη θέση του ευγενικά, εκείνος το δέχτηκε σαν gentleman και έγινε καλός της φίλος, αντίθετα με άλλους, που είδαν με κακό μάτι το κορίτσι από το Γουισκόνσιν και τις ευθείες αποκρούσεις της στα πιεστικά τους αιτήματα.
Ωστόσο δεν ήταν αυτός ο λόγος που η Όλσον κατάλαβε πως το Χόλιγουντ που γνώρισε δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο που έπλασε ο Γουάιλντερ στην ταινία. «Όλα ήταν υπερβολικά, εξεζητημένα» εξηγεί, και ο τόπος δεν συμφωνούσε με τις επιθυμίες της. Δουλεύοντας για 350 δολάρια την εβδομάδα, ήταν υποχρεωμένη να δέχεται όποιον ρόλο της πρότειναν και η Paramount την υποχρέωνε να ερωτοτροπεί με ηθοποιούς, όπως ο Ράντολφ Σκοτ και ο Μπινγκ Κρόσμπι, που φαίνονταν, και ήταν, πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από εκείνην – «θα μπορούσαν να είναι πατεράδες μου». Τους ανακοίνωσε την ίδια χρονιά πως δεν είχε καμία όρεξη να επιδοθεί στο σπορ της πρόθυμης στάρλετ και μετά χαράς την ξέγραψαν.
Όταν όμως η Λεωφόρος της Δύσης βγήκε στις αίθουσες, άρεσε πολύ στο κοινό και τους κριτικούς και έφτασε να διεκδικεί 11 Όσκαρ (κέρδισε τελικά 3, υποχωρώντας στην ορμή του Όλα για την Εύα), με την Όλσον να αποσπά υποψηφιότητα για δεύτερο ρόλο, την πίεσαν ασφυκτικά να αναθεωρήσει την άρνησή της για μια ελεγχόμενη καριέρα. Τη βραδιά της απονομής έχασε από την Τζοζεφίν Χαλ, αλλά επέστρεψε την επόμενη χρονιά για να παραλάβει τον Όσκαρ Σεναρίου για τον Αμερικανό στο Παρίσι εκ μέρους του συζύγου της, Άλαν Τζέι Λέρνερ, ο οποίος έμεινε στη Νέα Υόρκη για να παρασταθεί στον ετοιμοθάνατο πατέρα του.
Η Όλσον υπέκυψε σποραδικά στον πειρασμό. Μετά από τρία εύλογα συνταιριάσματα με τον Χόλντεν στα ξεχασμένα πολεμικά Union Station, Force of Arms και Submarine Command, αραίωσε τις εμφανίσεις της στο σινεμά γιατί μεγάλωσε τρία παιδιά και έστρεψε το ενδιαφέρον της στο θέατρο τη δεκαετία του '60, πρωταγωνιστώντας στο Tunnel of Love, στο Send me no flowers και στο Mary, Mary.
Ιδιαίτερα όμορφη στη δέκατη δεκαετία της ζωής της, σύμφωνα με τον Φάινμπεργκ, η Όλσον κάνει πάντα αισθητή την παρουσία της, ο κόσμος ακόμα την αναγνωρίζει και καταφέρνει να γεμίζει αίθουσες όταν παρίσταται σε βραδιές αφιερωμένες στο Sunset Boulevard. Η δύναμη της ταινίας όχι μόνο δεν έχει αναχαιτιστεί αλλά με τα χρόνια ενισχύεται και περιβάλλεται από την αίγλη του μυθικού επιτεύγματος, και ο ρόλος της καθαρής και ξάστερης Μπέτι εξακολουθεί να τη στοιχειώνει, «με την καλή έννοια», όπως διευκρινίζει.
Η έπαυλη της ρομαντικής φρίκης, που δεν βρισκόταν στον αριθμό 10086 της πραγματικής Sunset Boulevard αλλά στη γωνία της λεωφόρου Wilshire και της οδού Irving, γκρεμίστηκε το 1957. Όλοι οι συντελεστές έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια και μένει μόνη της στη σκυταλοδρομία του καλλιτεχνικού κρίκου που συνδέει το απαύγασμα του σκεπτόμενου, μεταπολεμικού αμερικανικού σινεμά (που απηχούσε με τη σειρά του μια κριτική των πρώτων χρόνων του Χόλιγουντ) με την επιχειρηματική λογική των cineplex και των blockbusters. Η Όλσον είχε απολαύσει τα γυρίσματα και ακόμη θυμάται πώς η ενδυματολόγος Ίντιθ Χεντ προσπαθούσε να τη σουλουπώσει με έμφαση κομψότητας, αλλά ο Γουάιλντερ τη γείωνε, υποδεικνύοντας πως ο χαρακτήρας της Μπέτι Σέιφερ όφειλε να φορά τα ίδια ρούχα με την ταπεινή, καθημερινή γκαρνταρόμπα της Όλσον.
Όσο για τη διαβόητη κόντρα του Γουάιλντερ με το αφεντικό του, τον δεσποτικό και αγενή Λούι Μπ. Μέγιερ, η μοναδική και κατά τεκμήριο αξιόπιστη survivor της προφορικής ιστορίας λέει: «Δεν ήμουν παρούσα στην πρώτη ιδιωτική προβολή, αλλά συνάδελφοι και φίλοι που βρέθηκαν στην αίθουσα μου είπαν πως μόλις έπεσαν οι τίτλοι τέλους, ο Μέγιερ στάθηκε μπροστά στον Γουάιλντερ και τον ρώτησε πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο σε αυτούς, τη βιομηχανία που του χάρισε δόξα και χρήματα. Ο Γουάιλντερ σηκώθηκε από το κάθισμά του και του απάντησε "Άντε και γαμήσου!"».
σχόλια