Ακούω τον Κέβιν Κόστνερ να μιλά ακατάπαυστα για τα συναισθήματά του, τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του με αφορμή το Horizon. Έχει πάρει σβάρνα τα media για να υπενθυμίσει νοσταλγικά πως κάνει σινεμά, ενώ θα μπορούσε να καταφύγει στην επεισοδιακή ευκολία της πλατφόρμας. Ή να επιστρέψει στο «Yellowstone», που δεν θα το κάνει, γιατί τσακώθηκε. «Κουράστηκα να βλέπω τους πάντες να αναφέρονται ντελικάτα στους αυτόχθονες», δήλωσε στο «Indiewire», και συνέχισε αποκαλύπτοντας το… τρομερό μυστικό πως ήταν τσαντισμένοι με τους εποίκους. Το Outlaw Josey Wales το έχει δει;
Δεν είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Κλιντ Ίστγουντ, αλλά ενδεχομένως το πρώτο αριστούργημα που σκηνοθέτησε. Άλλος ξεκίνησε να το γυρίζει, ο Φίλιπ Κάουφμαν, που στη συνέχεια θα υπέγραφε τους Κατάλληλους Ανθρώπους και το Quills, αλλά ο Κλιντ δεν τον άντεχε, μάλωσαν, ως παραγωγός τον απέλυσε και ανέλαβε ο ίδιος – με αφορμή αυτήν τη φάση θεσπίστηκε αυτό που ονομάζεται «κανόνας του Ίστγουντ» που απαγορεύει στον πρωταγωνιστή μιας ταινίας, της οποίας είναι ταυτόχρονα και «μέτοχος», να κάτσει ο ίδιος στην καρέκλα του σκηνοθέτη επισήμως. Μάλλον γι’ αυτό δεν διαβάσαμε το όνομα του Κέβιν Κόστνερ στα credits του Waterworld, ενώ όλοι γνωρίζαμε πως εκείνος το διηύθυνε.
Τέλος πάντων, το θέμα είναι πως για πρώτη φορά ο Κλιντ έδειξε τι πιστεύει και ποιος είναι πέρα από τις δύο περσόνες με τις οποίες τον ταύτιζε ο πλανήτης: ο Κανένας και ο Βρόμικος Χάρι του έδωσαν το πάσο, αλλά σίγουρα αυτοί δεν ήταν ικανοί κινηματογραφικοί προσδιορισμοί για να περιγράψουν τις σχιζοφρενικά αντιθετικές κουλτούρες που κατοικούν εντός του.
Αμέσως μετά την πρεμιέρα της ταινίας και τις σφαγιαστικές κριτικές που δέχθηκε, ο Ίστγουντ βρήκε έναν απρόσμενο, πολύ ένθερμο υποστηρικτή. «Είναι ένας από τους πιο υποτιμημένους κινηματογραφιστές στον κόσμο σήμερα», είχε δηλώσει ο Όρσον Γουέλς στο πρόγραμμα του Μερβ Γκρίφιν.
Βίαιος, συγχυτικά μισογύνης, μισάνθρωπος, επιτιμητικός; Ή ο πιο αναπάντεχα cool τύπος της Βόρειας Καλιφόρνιας που λατρεύει την τζαζ, διαβάζει βιβλία, συντονίζει έναν πρότυπο δήμο και φτιάχνει σοφιστικέ δράματα με αυτόν τον ευδιάκριτο, σταράτο τρόπο του να κόβει στη μέση τα περιττά και να εστιάζει στο πρόβλημα; Ο Josey Wales ήταν ο «εκδικητής εκτός νόμου», όπως είχε παιχτεί στις ελληνικές αίθουσες το 1976, και κατάφερνε να συνδιαλέγεται με τους αυτόχθονες όχι με την αντιδραστική ματιά που εξαφάνιζε την ανθρωπιά τους στα παλιά γουέστερν αλλά σαν να είναι άτομα με προσωπικότητα και χιούμορ, ειδικά στην περίπτωση του Chief Dan George, ο οποίος είχε πολλή πλάκα, πολύ πριν από τα πορτρέτα του Κόστνερ για τους Λακότα στο Χορεύοντας με τους Λύκους και τους Απάτσι στον Ορίζοντα. Άλλωστε, ο Εκδικητής και εκείνοι είχαν έναν κοινό εχθρό, τον Λευκό Άνδρα.
Αμέσως μετά την απογοήτευση του Βιετνάμ και του Watergate, ο Ίστγουντ δεν κατέφυγε στην πεπατημένη του θρίλερ συνωμοσιολογίας αλλά στο πιο αρχετυπικό είδος του αμερικανικού σινεμά για να καταδείξει την καχυποψία του απέναντι στο κυβερνητικό σύστημα που ανέκαθεν απεχθανόταν. Δεν έχει μεγάλη διαφορά η κατάσταση από την τρέχουσα: δυο γηραιοί (πολύ) λευκοί άνδρες παλεύουν για τα ηνία μιας χώρας που τρέφεται από τον φόβο για το χειρότερο, δηλαδή για το καινότερο. Κάτι παρόμοιο θα γύριζε ο δημιουργός των Ασυγχώρητων αν δεν το είχε δοκιμάσει στο παρελθόν. Αντ’ αυτού, στα 84 του χρόνια ετοιμάζει το Juror number 2 αμέσως μετά το Cry Macho, την ταπεινή κατάθεσή του για την ύστατη συγχώρεση του κλασικού macho άνδρα.
Αμέσως μετά την πρεμιέρα της ταινίας και τις σφαγιαστικές κριτικές που δέχθηκε, ο Ίστγουντ βρήκε έναν απρόσμενο, πολύ ένθερμο υποστηρικτή. «Είναι ένας από τους πιο υποτιμημένους κινηματογραφιστές στον κόσμο σήμερα», είχε δηλώσει ο Όρσον Γουέλς στο πρόγραμμα του Μερβ Γκρίφιν. «Επειδή η εικόνα του είναι τόσο ισχυρή, οι θεατές ξεχνούν πως σκηνοθετεί. Ως ηθοποιός ο Ίστγουντ είναι τόσο αγνός τύπος μυθικού ήρωα στα πρότυπα του Τζον Γουέιν, που κανείς δεν πρόκειται να τον πάρει στα σοβαρά, ενώ ο Εκδικητής εκτός νόμου συγκρίνεται με τα τεράστια γουέστερν του Φορντ και του Χοκς». Όντως, κανείς εκτός από τους Γάλλους δεν τον αντιμετώπισε με τη δέουσα σημασία μέχρι τα ’90s.
Στο μεταξύ, ο Ίστγουντ είχε εφαρμόσει τη θεωρία της ετεροτοπίας του Μισέλ Φουκό, ενδεχομένως χωρίς να έχει ιδέα περί αυτής. Την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι συνάδελφοί του αναζητούσαν τη φαντασιακή ουτοπία ως αντίδοτο στη σκοτεινή πραγματικότητα, ο Κλιντ είχε κατασκευάσει τον δικό του υπερβατικό, εναλλακτικό χώρο ως πεδίο διαμόρφωσης νέας μορφής υποκειμενικότητας και άρνησης της τάξης και της αρχής. Κυρίως, είχε εφαρμόσει εγκαίρως την έκτη θέση της περίφημης διάλεξης του Φουκό από το 1967, εκεί που ο Γάλλος φιλόσοφος μιλάει για «τον πλεούμενο τόπο που δεν προσκολλάται σε κανένα άλλο πεδίο πέραν της απεραντοσύνης της θάλασσας». Και αυτό το οξύμωρο γέρικο σκαρί, μοναχικό αλλά ποτέ αταξίδευτο, συνεχίζει την πορεία του μέχρι σήμερα, και σίγουρα θα προσπεράσει μουγκρίζοντας σαν τον Κοβάλσκι του Γκραν Τορίνο το κλαψιάρικο, ρετρό, υπερπολυτελές σκάφος του Κόστνερ, αν κατά λάθος το συναντήσει στο ίδιο λιμάνι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.