Ο Γιώργος Κουτούζης, ο λοχίας της θρυλικής «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας ηθοποιός, δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στον κινηματογράφο, μάλιστα επειδή εργαζόταν στα καράβια και έλειπε μεγάλα διαστήματα από την Ελλάδα δεν είχε καν παραβρεθεί στην πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του 1971 όπου οι συντελεστές αποθεώθηκαν από το κοινό μεν αλλά μόνο η πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου έφυγε με βραβείο.
Η μουσική του Μάνου Λοϊζου βασισμένη σε βυζαντινά τροπάρια, όπως ήθελε και ο σκηνοθέτης, ακολούθησε τη δική της αυτόνομη πορεία ενώ το περίφημο «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» είναι μέχρι σήμερα από τις διασημότερες μελωδίες της ελληνικής μουσικής, και συχνά χορεύεται από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν καν την προέλευση της.
Για μια γενιά κινηματογραφόφιλων πάντως αυτό το ζεϊμπέκικο είναι ταυτισμένο με το σφρίγος, την αυθεντικότητα και την αρρενωπότητα του νεαρού τότε πρωταγωνιστή.
Για μια γενιά κινηματογραφόφιλων πάντως αυτό το ζεϊμπέκικο είναι ταυτισμένο με το σφρίγος, την αυθεντικότητα και την αρρενωπότητα του νεαρού τότε πρωταγωνιστή. Για τους λάτρεις της ταινίας είναι γνωστό ότι η σκηνή γυρίστηκε με διαφορετική μουσική υπόκρουση καθώς ο συνθέτης δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει την εργασία του, ο οποίος βασίστηκε πάνω σε εικόνες της ταινίας για να εμπνευστεί.
Ο Κουτούζης διατηρεί λογαριασμό στο Facebook μέσω του οποίου επανέρχεται συχνά σε γεγονότα που αφορούν την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, αρχές της δεκαετίας του '70, αλλά και στην προσωπικότητα του Αλέξη Δαμιανού και της γυναίκας του Άρτεμης η οποία στήριξε με όλες της τις δυνάμεις την παραγωγή. Επίσης αναφέρεται συχνά και στην πρόωρα χαμένη Μαρία Βασιλείου, την πρωταγωνίστρια της «Ευδοκίας» που ταυτίστηκε με τον χαρακτήρα λες και επρόκειτο για πραγματικό πρόσωπο.
Η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής μεγαλωμένη στο Λονδίνο, βρέθηκε τυχαία από την Άρτεμη Δαμιανού σε ένα πρακτορείο μοντέλων, ενώ ο σκηνοθέτης έψαχνε απεγνωσμένα το πρόσωπο που θα ενσάρκωνε την νεαρή γυναίκα του σεναρίου του, έχοντας απορρίψει άπειρες περιπτώσεις γνωστών αλλά και άγνωστων νεαρών ηθοποιών και μη.
Η Βασιλείου ήρθε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία που την καθόρισε, έζησε μια θυελλώδη ζωή, συμμετείχε σε μια σκηνή του «Θίασου» του Αγγελόπουλου και σε μια ελαφριά ερωτική κωμωδία και μετά από μερικά χρόνια πέθανε από καρκίνο. Στην ταινία λόγω της ιδιαιτερότητας της προφοράς της, την έχει ντουμπλάρει η Ελένη Ροδά, η φωνή και τα γέλια της οποίας έδεσαν απόλυτα με το ρόλο. Αλλά η δυνατή εικόνα της Μαρίας μένει σε όλους ανεξίτηλη.
Ο Γιώργος Κουτούζης με αφορμή ένα παλιότερο επεισόδιο της εκπομπή «Ελλήνων Δρώμενα» της ΕΤ3 του 2009 αφιερωμένη στην «Ευδοκία» ανάρτησε το παρακάτω σχόλιο που έχει ιδιαίτερη σημασία σαν μαρτυρία για τους κινηματογραφόφιλους αλλά κυρίως για μια ολόκληρη γενιά πολιτικοποιημένων νέων του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της εποχής της χούντας:
«Στο Ελλήνων Δρώμενα για την Ευδοκία, ο τίτλος ''εγώ ...το χόρεψα'' δεν τον ζήτησα εγώ. Το είδα όταν μεταδόθηκε από την τηλεόραση. Οπότε οι ενημερώσεις-μπηχτές βλακώδεις. Έχω πει πολλές φορές ότι ήταν η ''Άτακτη'' του Βαμβακάρη. Η ταινία ήταν γυμνή ακόμα από μουσική. Ο μέγιστος Μάνος Λοΐζος είδε πράγματι πολλές φορές το πλάνο. Ξέρω μόνο ότι όταν είδα την ταινία κι άκουσα την μουσική, τινάχτηκα από το κάθισμα μου... σαν να με κτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας
»Σκέφτηκα ότι σ' εκείνο το ταβερνάκι της Κάτω Κηφισιάς αδίκησα το ζεϊμπέκικο, ένιωσα ότι έδωσα λίγα, παρόλο που δεν είχα ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο. Ξέρω μόνο πότε για πρώτη φορά το χόρεψα εγώ. Ήταν όταν μετά την προβολή της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1972 (το 1971 δεν ήμουν-ταξίδευα), μετά το βραδινό φαγητό με τον Αλέξη και την Μαρία ήμασταν καλεσμένοι σε δεξίωση στο Μακεδονία Παλλάς η Μαρία κι εγώ, μακριά από αυτά δεν πήγαμε. Προτιμήσαμε μια παμπ για ποτό και να τα πούμε σ' ένα τραπεζάκι σε κάποια γωνία...
»Αργά τις προχωρημένες ώρες όταν άρχισε η ελληνική μουσική, έβαλαν και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Τότε η Μαρία μου είπε ''αυτό ...για μένα Γιώργο...για μένα την Μαρία''. Μπροστά της με ευλάβεια θα 'λεγα, ζεϊμπέκικο μόνο για κείνη. Κτυπούσε τα χέρια της και με την δική της φωνή και το γέλιο της φώναζε ''Παναγία μου''. Τότε το χόρεψα πρώτη φορά, μπροστά στην Μαρία. Χωρίς κινηματογραφικές λήψεις, κάτι που ξεπέρασε κι έφυγε από τα όρια της ταινίας και που δεν είδε και δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο Αλέξης Δαμιανός...
Έτσι αυτό το ζεϊμπέκικο κανείς δεν ξέρει ποιος το χόρεψε πρώτη φορά, κανείς δεν έχει την πρωτιά. Όπως κάθε μύθος που έχει μαγεία, αυτή η μουσική του Μάνου Λοΐζου.»
σχόλια