Μετά το δεύτερο μισό των '80s ο Σπίλμπεργκ δεν διάγει ακριβώς την καλύτερή του περίοδο στη σχέση του με την κριτική, ως έναν βαθμό και με το κοινό. Στο Empire of the Sun οι πρώτοι θα δουν (ατυχώς) μια απρόσφορη απόπειρα κινηματογραφικής ενηλικίωσης, το κοινό θα ακολουθήσει τον δρόμο της αποχής. Ο Σπίλμπεργκ θα αποκαταστήσει μερικώς την κατάσταση, στρεφόμενος και πάλι στο αγαπημένο του Ιντιάνα με το υπέροχο Indiana Jones and the Last Crusade. Πανικός στα ταμεία, «αρκετά με τον απόντα πατέρα», θα φωνάξει μερίδα κριτικών που, όπως λέει και το γνωστό meme, μια φορά είχαν διασκεδάσει και το βρήκαν φριχτό. Μετά όμως θα έρθει η σπάνια αστοχία στη φιλμογραφία του με μια απόπειρα αναβίωσης του σινεμά του Κάπρα. Το Always το μνημονεύουμε κυρίως επειδή αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της Όντρεϊ Χέπμπορν.
Στο Hook θα δεχτεί δριμύτατη κριτική επειδή παλιμπαιδίζει και αρνείται να μεγαλώσει – αστείο αν σκεφτείς ότι η ταινία αφορά έναν σαραντάρη Πίτερ Παν που έχει ξεχάσει ότι είναι ο Πίτερ Παν. Τα (παρα)κινηματογραφικά έντυπα γράφουν ότι έχει χάσει το άγγιγμα του Μίδα, ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός κι άλλα αντίστοιχα επιθετικά σχόλια παραμυθένιων καταβολών. Το 1993, λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει η Λίστα του Σίντλερ και σαρώσει τα Όσκαρ με αυτό που κάποιοι κριτικοί είδαν ως «ενηλικίωσή του» –δηλαδή το Jaws είναι ταινία ανηλίκου;–, ο Σπίλμπεργκ θα δώσει την εμφατική του απάντηση με ένα παραμύθι που έμελλε να καθορίσει μια γενιά σινεφίλ: το Jurassic Park.
Ακόμα κι αν η αναλογία με την original τριλογία πληρωθεί και η τρίτη συνέχεια αποδειχθεί παντελώς αδιάφορη, οι δεινόσαυροι κάποτε θα επιστρέψουν. Επειδή το ενδιαφέρον μας γι' αυτούς δεν θα πάψει ποτέ. Και επειδή το 1993 ένας μάγος της οθόνης μάς έκανε να πιστέψουμε σε αυτούς.
«Θα δείτε για πρώτη φορά τους δεινόσαυρους ολοζώντανους στο πανί», έλεγε το προωθητικό υλικό της ταινίας. «Και λοιπόν;» θα ρωτήσει κάποιος. Τι εννοείς «και λοιπόν;», θα του απαντήσουμε έξαλλοι. Η είσοδος στο πολυάριθμο fan club των δεινοσαύρων ξεκινά από πολύ νεαρή ηλικία. Στα παιδιά αρέσουν οι δεινόσαυροι με τον ίδιο τρόπο που τους αρέσουν όλα τα φανταστικά πλάσματα. Εξάπτουν τη φαντασία τους, αποτελούν υπερμεγέθεις παραλλαγές σύγχρονων εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου, μοιάζουν τρομακτικοί, αλλά φέρουν και στοιχεία που τους καθιστούν χαριτωμένους. Ο Τυραννόσαυρος Ρεξ δείχνει αψύς, επιβλητικός και άκρως επικίνδυνος, ταυτόχρονα όμως έχει αυτά τα μικροσκοπικά μπροστινά χεράκια που στέκουν σαν άνω άκρα σουρικάτας – ένα χαρακτηριστικό του που αποτελεί μόνιμη πηγή κωμωδίας στην ποπ κουλτούρα.
Όσο μεγαλώνουμε, οι δεινόσαυροι εξυπηρετούν την ανάγκη μας να εξερευνήσουμε το παρελθόν μας, να εντοπίσουμε τις ρίζες μας, να μάθουμε περισσότερα για την ιστορία και την εξέλιξη του είδους μας. Οι δεινόσαυροι υπήρξαν συνοδοιπόροι αλλά και ανταγωνιστές ως προς την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, λόγω της απειλής που αποτελούσαν. Επίσης, κάποια στιγμή έπαψαν να υπάρχουν και λόγω αυτού συμβολίζουν έναν φόβο εγκατεστημένο στο υποσυνείδητό μας. Πάνω απ' όλα, παραμένουν υπερμεγέθεις παραλλαγές σύγχρονων εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου, δείχνουν τρομακτικοί, αλλά με στοιχεία που τους καθιστούν χαριτωμένους. Φέρουν, δε, ακόμα ένα ελκυστικό χαρακτηριστικό, μας συνδέουν με την παιδική μας ηλικία, όταν στη σκέψη τους και μόνο αισθανόμασταν δέος.
Και στις δύο ηλικιακές ομάδες κυριαρχεί η ίδια φαντασίωση: τι θα γινόταν αν έβλεπα έναν δεινόσαυρο μπροστά μου σήμερα; Αυτό το γοητευτικό what if σενάριο ήταν που μάγεψε τον Σπίλμπεργκ στο ομώνυμο βιβλίο του Μάικλ Κράιτον και συμφώνησε με τον συγγραφέα για τη μεταφορά του στο σινεμά. Ο Σπίλμπεργκ είχε τονώσει ήδη τη φρενίτιδα για τους δεινοσαύρους μέσω της εταιρείας του Amblin, ανάβοντας το πράσινο φως για το animation Τhe land before time του Ντον Μπλουθ, το οποίο στάθηκε εισπρακτική επιτυχία και οδήγησε και σε μια τηλεοπτική σειρά. Στόχος του με το Jurassic Park ήταν να δείξει τους δεινοσαύρους όπως δεν τους είχαμε ξαναδεί ποτέ στο σινεμά μέχρι τότε και το κατάφερε. Προσοχή, δεν ήταν μόνο η τεχνολογία που είχε προχωρήσει και το καθιστούσε εφικτό. Είμαστε σίγουροι ότι τα καλοσχεδιασμένα δεινοσαυράκια του Ρέι Χαριχάουζεν στο One Million B.C. έμοιαζαν εξίσου εντυπωσιακά και ρεαλιστικά στο κοινό των '60s. Ήταν η γενικότερη φιλοσοφία της κατασκευής αλλά και το σπιλμπεργκικό σκηνοθετικό άγγιγμα.
Τα animatronics έδωσαν ένα ρεαλιστικό, χειροπιαστό αποτέλεσμα –οι ηθοποιοί και οι δεινόσαυροι μοιάζουν σαν να βρίσκονται μαζί στον ίδιο χώρο–, είναι δε και βασικός λόγος που τα εφέ της ταινίας έχουν γεράσει καλά. Παράλληλα, μέσω των ψηφιακών εφέ, οι δεινόσαυροι μπορούσαν να κινηθούν μέσα στον χώρο με τρόπο που δεν ήταν εφικτός στο παρελθόν. Ο συνδυασμός και των δύο γέννησε ένα μαγικό αποτέλεσμα. Επίσης, έχοντας στο πλευρό τους έναν παλαιοντολόγο εγνωσμένης αξίας, τον Τζακ Χόρνερ, το design των δεινοσαύρων ήταν όσο πιο κοντά στους πραγματικούς δεινοσαύρους γινόταν με βάση τα στοιχεία που έχουμε σήμερα. Η ομάδα του Jurassic Park προσέγγισε τους δεινοσαύρους ως ζώα, όχι ως τέρατα, και πάτησε στην (επιβεβαιωμένη πλέον) θεωρία ότι τα πτηνά έχουν πολύ μεγαλύτερη συγγένεια μαζί τους απ' ό,τι τα ερπετά. Και έπειτα ήρθε η σειρά του Σπίλμπεργκ να κάνει τα μαγικά του.
Στην αναπαράσταση της παιδικής περιέργειας και της αίσθησης του δέους απέναντι στο φανταστικό δεν υπάρχει δεύτερος. Ας φέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την ταινία, ώστε να σας πείσουμε. Έχοντας γαργαλήσει το κοινό μέσω του διαλόγου και των υποσχέσεων, θυμάστε πότε και πώς βλέπουμε για πρώτη φορά τους δεινοσαύρους στο Jurassic Park;
Οι χαρακτήρες των Σαμ Νιλ και Λόρα Ντερν έχουν ακούσει την αφήγηση του ιδιοκτήτη και εμπνευστή του πάρκου Ρίτσαρντ Ατένμπορο, έχουν ξεκινήσει την περιήγησή τους στο πάρκο μέσα σε ένα τζιπάκι και κάποια στιγμή συναντούν τον πρώτο τους δεινόσαυρο. Δεν τον βλέπουμε αμέσως, παρατηρούμε μόνο τις αντιδράσεις των Νιλ και Ντερν που μένουν με ανοιχτό το στόμα, σαν να είδαν μπροστά τους ένα ολοζώντανο φάντασμα. Αφού περάσουμε λίγο χρόνο παραπάνω παρατηρώντας τις αντιδράσεις τους, ο Σπίλμπεργκ θα μας δείξει το αντικείμενο του θαυμασμού τους, έναν θηριώδη βροντόσαυρο, τον οποίο ο φακός θα τραβήξει από κάτω προς τα πάνω –το επονομαζόμενο κοντρ πλονζέ– και με τους πρωταγωνιστές μέσα στο κάδρο, ώστε να αναδείξει τη διαφορά μεγέθους ανάμεσα σε άνθρωπο και δεινόσαυρο. Σε αυτό το σημείο το score του Τζον Γουίλιαμς έχει την πρώτη του έξαρση. Καθώς περιεργαζόμαστε μαζί με τους χαρακτήρες τον πρώτο μας δεινόσαυρο, ακούμε τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο να δίνει το έναυσμα. «Καλωσήρθατε στο Τζουράσικ Παρκ», λέει, σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο, απευθυνόμενος περισσότερο σ' εμάς, τους θεατές, παρά στους δύο ήρωες. Το πλάνο ανοίγει, το κλασικό θέμα του Τζον Γουίλιαμς ανθίζει σαν μπουμπούκι και ξετυλίγεται μπροστά μας ένα λιβάδι από δεινοσαύρους που συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον. Άνθρωποι και δεινόσαυροι ξανά μαζί. Μαγεία.
Η ταινία θα δώσει στον Σπίλμπεργκ τη δυνατότητα να θυμηθεί εκ νέου το σασπένς του Jaws, αυτήν τη φορά σε μια πιο οικογενειακή συσκευασία. Είναι αστείο, βέβαια, αν σκεφτείς ότι ο άνθρωπος που έβαλε τους βελοσιράπτορες να κυνηγούν τα πιτσιρίκια μέσα στο εργαστήριο λίγα χρόνια πριν είχε ζητήσει από τον Ντον Μπλουθ να αφαιρέσει μερικές σκηνές από το Land before time, επειδή τα πιτσιρίκια θα τις έβρισκαν πολύ τρομακτικές. Ο συνδυασμός δέους, αγωνίας και οικογενειακής διασκέδασης αποδείχτηκε ακαταμάχητος, με την ταινία να καταλήγει η πιο εμπορική όλων των εποχών, έναν τίτλο που θα διατηρούσε μέχρι να έρθει ο Τιτανικός. Για τους φαν της θεωρίας του auteur, στην ταινία υπάρχει κι ένας αρσενικός που πρέπει να μάθει πώς να είσαι σωστός πατέρας.
Με τέτοια επιτυχία, το sequel ήταν δεδομένο. Mόνο που ο Σπίλμπεργκ δεν είχε σκοπό να γυρίσει την ίδια ταινία. Το Lost World: Jurassic Park δείχνει τις διαθέσεις του από την αρχή με μια μακάβρια εισαγωγική σκηνή, όπου ένα κοριτσάκι ανακαλύπτει αγέλη από λιλιπούτειους, «χαριτωμένους» και ελαφρώς πεινασμένους βελοσιράπτορες. Ο θαυμασμός αντικαθίσταται πλήρως από το σασπένς, οι ήρωες μπλέκουν σε ολοένα και πιο επικίνδυνες καταστάσεις, η μητρική αγάπη και η επακόλουθη εμμονή αναδεικνύονται οι ισχυρότερες (και πιο θανάσιμες) δυνάμεις στον κόσμο και ο Σπίλμπεργκ γυρίζει ένα από τα πιο αποτελεσματικά monster movies – σας προκαλούμε να βρείτε καλύτερη ταινία Γκοτζίλα από το Lost World. Κοινό και κριτική περίμεναν να δουν ένα θέαμα πιο κοντά στο πρώτο έργο, έτσι η ταινία θα κόψει πολλά εισιτήρια μεν, αλλά δεν θα πλησιάσει τις επιδόσεις του προκατόχου της.
Εφεξής ο Σπίλμπεργκ θα εκτελεί μόνο χρέη παραγωγού. Το 2001 ο Τζο Τζόνστον, της ευγενούς, παλιομοδίτικης δράσης του Rocketeer, θα αναλάβει μια τρίτη ταινία. To Jurassic Park III κινείται, περιέργως, στον προσανατολισμό του Lost World, που ξένισε μερίδα του κοινού. Είναι όμως τόσο ανέμπνευστο και φασαριόζικο, που μας δείχνει τι θα συνέβαινε αν το franchise είχε πέσει εξαρχής στα χέρια κάποιου άλλου. Ευτυχώς, κρατά μόνο μιάμιση ώρα. Oι χλιαρές εισπράξεις θα βάλουν τους δεινοσαύρους του Jurassic Park στον πάγο για αρκετά χρόνια.
Το 2015 θα έρθει η ώρα της αναβίωσης. Αν είχες παρακολουθήσει το Safety not guaranteed, το συμπαθέστατο ανεξάρτητο δραματάκι που είχε γυρίσει ο Κόλιν Τρέβεροου το 2012, καταλάβαινες γιατί τον επέλεξε ο Σπίλμπεργκ για την αναβίωση του franchise. Αν δεν είχες δει τίποτα σπιλμπεργκικό μέχρι εκείνη την ώρα, θα έπρεπε να είσαι εντελώς αφηρημένος για να μην προσέξεις ότι στο φινάλε του έργου ο ονειροπόλος δικαιώνεται και οι Αρχές καταποντίζονται, κάτι που σίγουρα θα έκανε τον Σπίλμπεργκ να χειροκροτά, καθώς το παρακολουθούσε.
Η ταινία σχολιάζει τον εαυτό της, με τα παιδάκια να είναι αδιάφορα απέναντι στο θέαμα των δεινοσαύρων, να πιστεύουν πως τα έχουν δει όλα. Τελικά, χάρη στη γοργή της δράση, στην περιστασιακή αντιστροφή ρόλων, με τη «δεσποσύνη σε κίνδυνο» να σώζει τον «λευκό ιππότη», και χάρη σε ένα φινάλε βγαλμένο από monster mash-up του παρελθόντος, φάνηκε πως τόσο τα παιδάκια όσο και οι έφηβοι ήθελαν να δουν ένα γνώριμο θέαμα από το παρελθόν, ελαφρώς «ανακαινισμένο».
Ο εισπρακτικός θρίαμβος της ταινίας οδήγησε σε μια δεύτερη, το Jurassic World: Fallen Kingdom. Αυτήν τη φορά πίσω από την κάμερα έδινε οδηγίες ο Ισπανός Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα των υπέροχων, μακάβριων παραμυθιών Εl Orfanato και A monster calls – να το αναζητήσετε αυτό το τελευταίο. Η νέα τριλογία βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πρώτη, το σασπένς και το στοιχείο του θρίλερ πριμοδοτείται, με τον Μπαγιόνα να στήνει μια σκηνή ανθολογίας, εκείνη όπου ο δεινόσαυρος παίρνει τη θέση του μπαμπούλα στο παιδικό δωμάτιο. Όμως το σενάριο είναι αναιμικό, ο Μπαγιόνα δεν είναι εξίσου καλός στον ανοιχτό χώρο, όταν πρέπει να ενορχηστρώσει πιο σύνθετα και μεγαλύτερα σε μέγεθος set-pieces, και η screwball δυναμική των Μπράις Ντάλας Χάουαρντ και Κρις Πρατ δεν αρκεί για να ζωντανέψει το θέαμα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι εισπράξεις ήταν χαμηλότερες σε σχέση με την πρώτη ταινία, αλλά όχι τόσο ώστε να μη δικαιολογείται μια τρίτη, ώστε να ολοκληρωθεί η τριλογία.
Θα ήταν κρίμα, άλλωστε, καθώς το φινάλε του Fallen Kingdom υποσχόταν πως η δυνητική συνέχεια θα δινόταν στον μεγαλύτερο δυνατό καμβά. Με τους δεινοσαύρους να κυριαρχούν σε όλο τον κόσμο και να συνυπάρχουν με τους ανθρώπους, το Jurassic World: Dominion επιστρατεύει την πρωταγωνιστική τριπλέτα της original ταινίας, τοποθετεί ξανά τον Κόλιν Τρέβεροου στα σκηνοθετικά ηνία και υπόσχεται ένα επικό κλείσιμο.
Ακόμα κι αν η αναλογία με την original τριλογία πληρωθεί και η τρίτη συνέχεια αποδειχθεί παντελώς αδιάφορη, οι δεινόσαυροι κάποτε θα επιστρέψουν. Επειδή το ενδιαφέρον μας γι' αυτούς δεν θα πάψει ποτέ. Και επειδή το 1993 ένας μάγος της οθόνης μάς έκανε να πιστέψουμε σε αυτούς. Όχι, οι δεινόσαυροι δεν εξαφανίστηκαν με το πέρας της Κρητιδικής Περιόδου. Ζουν και βασιλεύουν στο πανί και αυτό το οφείλουμε στον Σπίλμπεργκ και στο franchise του Jurassic Park.