ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Derek Jarman (1942-1994) Caravaggio (Καραβάτζιο ή πιο σωστά Καραβάτζο) την είχα δει, δίχως να γνωρίζω τα «τι» και «πώς», όταν είχε παιχτεί για πρώτη φορά στους ελληνικούς κινηματογράφους, τη σεζόν 1986-87.
Ήταν η εποχή όπου παρακολουθούσα σωρηδόν βρετανικές ταινίες –το british cinema βρισκόταν σε μία σχετική άνθηση στα μέσα του ’80– και παρότι το όνομα τού Jarman δεν μου έλεγε τίποτα εκείνη την εποχή (σχεδόν ούτε του Caravaggio, για να είμαι ειλικρινής), θυμάμαι πως μου είχε προξενήσει πολύ μεγάλη εντύπωση.
Ο Jarman, σκηνογράφος, συγγραφέας, ζωγράφος και ακόμη ακτιβιστής της γκέι κοινότητας του Λονδίνου, δεν είχε σκηνοθετήσει μία συνήθη βιογραφική ταινία για τον μεγάλο Ιταλό ζωγράφο Michelangelo Merisi da Caravaggio (1571-1610) κατά τον «ακίνδυνο» χολιγουντιανό τρόπο, καθώς επιχειρούσε να καταγράψει το νόημα τής σχέσης του με τη ζωή και το έργο τού Caravaggio, μέσα από μιαν αυστηρή αισθητική αναπαράσταση.
Επηρεασμένος από την «απροσδιόριστη» προσωπικότητα του κορυφαίου ζωγράφου, ο Jarman καθρεφτίζει στο φιλμικό του κάδρο βασικά τον ίδιο τον εαυτό του, τις δικές του αγωνίες εννοούμε, μέσα από ρεαλιστικά, εικαστικά, πλάνα καθημερινών προσώπων.
Επηρεασμένος από την «απροσδιόριστη» προσωπικότητα του κορυφαίου ζωγράφου (άθεος και υβριστής για τα δεδομένα της Καθολικής Εκκλησίας, αμφισεξουαλικός, μποέμ, εχθρός κάθε καλλιτεχνικής σύμβασης, πρωτοπόρος και ρεαλιστής, τοποθετημένος με αιτιολογημένη αλαζονεία απέναντι σε ό,τι του παραδόθηκε, ξιφομάχος και ακόμη... εγκληματίας για μια νύχτα), ο Jarman καθρεφτίζει στο φιλμικό του κάδρο βασικά τον ίδιο τον εαυτό του, τις δικές του αγωνίες εννοούμε, μέσα από ρεαλιστικά, εικαστικά, πλάνα καθημερινών προσώπων.
Όπως ο Caravaggio, έτσι κι εκείνος δεν ενδιαφέρεται για το μεταφυσικό και την κοινώς εννοούμενη αμαρτία, αλλά για το τραγικό της καθημερινότητας επί του οποίου, εστιάζοντας, μεγεθύνει.
Ο πόνος, και για τους δύο, δεν συμβόλιζε την ηθικο-χριστιανική πορεία προς την λύτρωση, αλλά απλώς την εσωτερική ανάγκη για μία συνολική εκφραστική, που θα μπορούσε να σε εξισώσει με τους πάντες γύρω σου –αλήτες, πόρνες, φονιάδες, οποιουσδήποτε– και δι’ αυτού του τρόπου να εξιλεωθείς.
Την ταινία την είχα ξαναδεί τον Ιανουάριο του 1994 σ’ ένα μεγάλο αφιέρωμα που είχε επιχειρηθεί στο έργο τού Derek Jarman, στην Εβδομάδα Βρετανικού Κινηματογράφου, που είχαν συν-διοργανώσει το τότε Υπουργείο Πολιτισμού (επί Μελίνας Μερκούρη) με το Βρετανικό Συμβούλιο, σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.
Στο πρόγραμμα της διοργάνωσης, που είχε επιμεληθεί ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, διαβάζουμε σε σχέση με την ταινία μια κατατοπιστική περίληψη, που είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά στο βρετανικό περιοδικό Monthly Film Bulletin (στα χρόνια του ’80). Ας την μεταφέρουμε κι εδώ:
«Πόρτε Έκολε, Τοσκάνη, 1610. Ο ετοιμοθάνατος Μικελάντζελο Καραβάτζιο έχει παραισθήσεις. Ρώμη, 1590: ο νεαρός Καραβάτζιο πουλάει τους πίνακές του –και το σώμα του– στους δρόμους. Άρρωστος από τη φτώχεια του, ζωγραφίζει τον εαυτό του ως Βάκχο και στο νοσοκομείο τον επισκέπτεται ο καρδινάλιος Ντελ Μόντε, που προσφέρει στον καλλιτέχνη μια θέση στο παλάτι του.
Υπό την προστασία τού καρδινάλιου, ο Καραβάτζιο συνεχίζει την εκπαίδευσή του και κερδίζει την πρώτη του δημόσια ανάθεση, το “Κάλεσμα του Αγίου Ματθαίου” και το “Mαρτύριο του Αγίου”. Ο Καραβάτζιο δυσκολεύεται να ζωγραφίσει τον πίνακα, ώσπου πείθει ένα νεαρό, βίαιο χαρτοπαίκτη, τον Ρανούτσιο Τομαζόνι, να ποζάρει ως δολοφόνος τού Αγίου Ματθαίου. Ακόμη, ο Καραβάτζιο ζωγραφίζει την πόρνη, ερωμένη τού Ρανούτσιο, Λένα.
Ένας καυγάς με μαχαίρια ξεσπά ανάμεσα στον Ρανούτσιο και τον Καραβάτζιο, που καταλήγει σε μια βαθιά σχέση ανάμεσα στους δύο άντρες και τη Λένα, έτσι και οι τρεις τους παρακολουθούν τα εγκαίνια ενός νέου έργου του Καραβάτζιο, το “Ανίερος Έρωτας”, που προκάλεσε σκάνδαλο.
Στην διάρκεια των εγκαινίων ο αντίπαλος ζωγράφος Μπαλιόνες κυκλοφορεί διαδόσεις σε σχέση με την ηθική τού Καραβάτζιο, ενώ αργότερα η Λένα αναγγέλλει πως είναι έγκυος, εγκαταλείποντας τον Ρανούτσιο και τον Καραβάτζιο, για να ζήσει με τον καρδινάλιο Σκιπιόνε Μποργκέζε, ανιψιό του Πάπα και ισχυρό πολιτικό στη Ρώμη. Όταν, όμως, το πτώμα της βρίσκεται νεκρό στον Τίβερη, ο Ρανούτσιο συλλαμβάνεται – παρότι ύποπτος θεωρείται και ο Μποργκέζε.
Μόνος ο Καραβάτζιο το ρίχνει στο πιοτό και τελικά πλησιάζει τον Πάπα, ζητώντας να δοθεί χάρη στον Ρανούτσιο.
Όταν αποφυλακίζεται, ο Ρανούτσιο αρχίσει να καυχιέται πως σκότωσε τη Λένα, γιατί ήθελε τον Καραβάτζιο για τον εαυτό του. Έντρομος, ο ζωγράφος κόβει το λαιμό τού εραστή του».
Ο Derek Jarman, ένας οραματιστής βρετανός σκηνοθέτης, για ορισμένους το μεγαλύτερο ταλέντο του βρετανικού κινηματογράφου από την εποχή τού Michael Powell, γεννιέται στο Northwood, ένα προάστιο του δυτικού Λονδίνου, το 1942.
Με τον πατέρα του να υπηρετεί στην RAF (Βασιλική Πολεμική Αεροπορία), ο Jarman περνά την παιδική ηλικία του στην Ιταλία και την Ινδία, ενώ θα επιστρέψει στην Αγγλία για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, σπουδάζοντας Ιστορία και Καλές Τέχνες στο King’s College του Λονδίνου.
Σπουδάζει, επίσης, ζωγραφική στο Slade School of Fine Art, με το έργο του να εκτίθεται στην Tate Gallery το 1967, μετατοπίζοντας παράλληλα τις δραστηριότητές του και προς την ενδυματολογία-σκηνογραφία (Royal Ballet), ενώ με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα (του set designer) εργάζεται στη συνέχεια για ταινίες τού Ken Russell (The Devils, το 1971 και Savage Messiah, το 1972).
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του είχε τίτλο Sebastiane (1976) (μια ιστορία για τον Άγιο Σεβαστιανό στην Ρώμη του 300 μ.Χ.), για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα το Jubilee, στο οποίο η βασίλισσα Ελισάβετ Α της Αγγλίας (16ος αιώνας) μεταφέρεται μπροστά στο χρόνο, σ’ ένα έρημο και βίαιο τοπίο, στο οποίο έχει καταλυθεί κάθε νόμος.
Το Jubilee θεωρείται, για ορισμένους, ως η πρώτη punk ταινία στην Μεγάλη Βρετανία, έχοντας κάνει ιδιαίτερο θόρυβο στην εποχή της. Στο σάουντρακ ακούγονταν εξάλλου οι Chelsea, Brian Eno, Siouxsie and the Banshees, Adam Ant, Toyah Willcox κ.ά. – με την Willcox να εμφανίζεται και στην επόμενη ταινία τού Jarman, την The Tempest (1979), που ήταν βασισμένη στο κλασικό έργο του Σαίξπηρ με τον ίδιο τίτλο.
Για όλα επόμενα χρόνια ο στόχος τού Derek Jarman ήταν ένας και μόνος. Να συγκεντρωθούν χρήματα, ώστε να μπορέσει να γυρίσει κάποια στιγμή την ταινία Caravaggio, η οποία, με την βοήθεια του τηλεοπτικού Channel 4, θα ολοκληρωνόταν τελικά το 1986, αποτελώντας ίσως την πιο γνωστή κινηματογραφική καταγραφή του – εκεί θα εμφανιζόταν, για πρώτη φορά, ανάμεσα σε άλλους και η ταλαντούχα Tilda Swinton.
Σ’ αυτή την ταινία καταγράφεται και η πρώτη συνεργασία του με τον μουσικό Simon Fisher Turner, μια συνεργασία που θα περνούσε και από άλλες ταινίες στην πορεία, όπως τις The Last of England (1987), The Garden (1990), Edward II (1991) και Blue (1993). Με τον Jarman να έχει χάσει την όρασή του και να πεθαίνει από επιπλοκές που σχετίζονταν με το AIDS, η τελευταία ταινία του Blue αποτελείτο από ένα μόνο πλάνο βαθέως μπλε χρώματος, με το σάουντρακ του Turner, να συνοδεύει αφαιρετικά την αφήγηση τού Jarman κ.ά., τη σχετική με τη ζωή και το έργο του.
Ο Simon Fisher Turner δεν ήταν κάποιος τυχαίος μουσικός. Γεννημένος το 1954, είχε ξεκινήσει την πορεία του στο χώρο μικρός (κάτω από τα 20 χρόνια του), ηχογραφώντας το 1973, το πρώτο ποπ-ροκ άλμπουμ του στην UK Records, για να γίνει περισσότερος γνωστός μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (την εποχή που άρχιζε να συνεργάζεται με τον Derek Jarman) κάτω από το όνομα The King of Luxembourg. Έτσι ακριβώς (ως King of Luxembourg) είχε γίνει γνωστός και στην Ελλάδα τότε, καθώς το πολύ καλό ποπ-νεοψυχεδελικό άλμπουμ του “Sir” είχε κυκλοφορήσει και στη χώρα μας (είχαν γραφτεί κριτικές κ.λπ.).
Για την συνεργασία του με τον Derek Jarman, ο Simon Fisher Turner είχε πει (από το booklet του σάουντρακ του Caravaggio στην él, το 2005):
«Όταν γνώρισα για πρώτη φορά τον Derek, δεν είχα ακούσει το όνομά του ποτέ πριν, αλλά μπήκε στη ζωή μου, για να παίξει έναν αξιολάτρευτο ρόλο πατέρα, για μένα. Μου προσέφερε πολλά, μου παρείχε μιαν ολόκληρη ζωή έργων, σκέψεων, φώτων και φαντασίας.
Είχε μόλις ολοκληρώσει το Jubilee, όταν άρχισα να δουλεύω για την εταιρεία παραγωγής Μeglavision, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που περάσαμε μαζί, βοηθώντας τον στην προετοιμασία της ταινίας για να βγει στις αίθουσες, κάνοντας ψώνια και ετοιμάζοντας σαλάτες για μεσημεριανό, οδηγώντας γύρω από την King’s Road, εκεί όπου είχε μία ατομική έκθεση, και από ’κει στο διαμέρισμά του στην Bankside και από ’κει πίσω στο γραφείο του στην πλατεία Camden Hill, στο Holland Park... Τα πηγαίναμε καλά. Γιατί; Δεν έχω ιδέα...
Μου άρεσε πάρα πολύ η παρέα του και σύντομα ανακάλυψα ότι ήταν κι ένας υπέροχος ζωγράφος, σκηνοθέτης και βεβαίως ένας ευγενέστατος άνθρωπος. Νομίζω πως πολλοί από εμάς ήμασταν κάτω από την επίδρασή του τότε και τον αγαπούσαμε, γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά μοναδικός.
Σίγουρα τον αγάπησα κι εγώ, δεν τον ερωτεύτηκα, αλλά σίγουρα τον αγάπησα. Ήταν πνευματώδης και θαυμάσιος παρατηρητής, φίλος, κριτικός στη σκέψη του, μιλούσε ελεύθερα για τους άλλους, ανοίγοντας τα μάτια μου προς το βαθύτερο νόημα της τέχνης, της μουσικής, της φωτογραφίας, της κινηματογραφικής ταινίας, του θεάτρου, των πιο σημαντικών ανθρώπων, μα ακόμη και των πιο καθημερινών πραγμάτων, όπως ήταν η πατισερί Maison Bertaux στο Soho, με τα θαυμάσια κέικ και το τσάι.
Η ζωή αφορά τους ανθρώπους, και αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα που είχα πάρει από τον Derek. Το ανθρώπινο πνεύμα. Μ’ έμαθε να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, να εμπιστεύομαι τα ένστικτά μου, να ζω τη ζωή μου, να την αγαπώ και να την ζω με πάθος, να δουλεύω επίσης με πάθος και να το απολαμβάνω, Να μην φοβάμαι να ρωτάω, να ονειρεύομαι, να δουλεύω σκληρά και απλώς να ζω.
Τον άκουσα κι έμαθα. Ένιωσα μεγάλος όταν τον συνάντησα, και όταν είδα πώς πολεμούσε την ασθένειά του, τότε ανακάλυψα κι έναν άλλον δυνατό και υπέροχο άνθρωπο, που μου άρεσε να είμαι μαζί του, που τον είχα δει μεν ζωντανό, μα που τον έβλεπα και να πεθαίνει.
Έχω πάμπολλες αναμνήσεις και ιστορίες που πρέπει να θυμηθώ, μόνο και μόνο για να με κάνουν να χαμογελάσω. Αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτι διαφορετικό στο μυαλό και στο πνεύμα. Και είναι ακόμα».
Η él / Cherry Red κυκλοφορεί το σάουντρακ του Caravaggio κάτω από τον τίτλο “Caravaggio 1610 / Sound Sketches for Michele Of The Shadows” τον Ιούνιο του 1986 και αμέσως μετά δύο LP του Simon Fisher Turner, υπό το όνομα The King of Luxembourg, το “Royal Bastard”, το 1987 και το “Sir”, το 1988 (αυτό είχε τυπωθεί και στην Ελλάδα, όπως γράψαμε και πιο πάνω).
Οι καλές κριτικές δεν είχαν πάει μαζί με τις καλές πωλήσεις, πάντως, αλλά κατά έναν όχι παράξενο τρόπο ο King of Luxembourg θα γίνει εξαιρετικά αγαπητός στην Ιαπωνία, εκεί όπου θα δώσει τρεις παραστάσεις στο Parco Space Part 3 του Τόκιο, το 1987 (στο ίδιο venue είχαν γράψει και οι Residents το δικό τους The Eyeball Show, τον Οκτώβριο του ’85, που έγινε γνωστό μέσω του LP “13th Anniversary Show featuring Snakefinger”).
Ο Derek Jarman, που εν τω μεταξύ είχε κινηματογραφήσει τους Sex Pistols, την Marianne Faithfull, τους Throbbing Gristle, τους Wang Chung, τους Carmel, τους Psychic TV, τους Smiths, τους Pet Shop Boys κ.ά., βρισκόταν στο Τόκιο εκείνη την εποχή και φυσικά δεν θα έχανε την ευκαιρία να απαθανατίσει σε έγχρωμο φιλμ super 8 και τον King of Luxembourg. Παλιά είχε γραφτεί πως εκείνα τα live, τα γυρισμένα από τον Jarman, θα αποτυπώνονταν και σε DVD – αν και, τελικώς, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να έχει συμβεί ακόμη.
Από τις πολύ σημαντικές στιγμές τού ευρωπαϊκού σάουντρακ το “Caravaggio 1610 / Sound Sketches for Michele οf The Shadows” θα κυκλοφορούσε ξανά από την él / Cherry Red σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, το 2005, σε μια καινούρια έκδοση που θα περιλάμβανε και τέσσερα tracks που είχε συνθέσει ο Simon Fisher Turner το Πάσχα εκείνης της χρονιάς, ως αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να επανεκτιμηθεί το σάουντρακ με νέα μέσα (μ’ ένα νέο, για τότε, software). Δεν ήταν εκείνο το σημαντικότερο. Το σημαντικότερο ήταν η original μουσική.
Από τα δέκα έξι tracks του αυθεντικού σάουντρακ τα δώδεκα ήταν πρωτότυπα (συνθέσεις του Turner δηλαδή), ενώ υπήρχαν και τέσσερις διασκευές, που φανέρωναν τόσο τις γενικότερες επιρροές του συνθέτη, όσο και το κλίμα, που ήθελε να δημιουργήσει ο ίδιος με τη μουσική (δική του ή όχι), για την ταινία του Jarman.
Αυτά τα tracks ήταν: το “Fantasia. Childhood memories” του ισπανού συνθέτη της Αναγέννησης Luis de Milán, το “Light and dark”, που ήταν δανεισμένο από το γρηγοριανό “Missa lux et origo”, το παραδοσιακό “Café of the moors” και ακόμη το “Frescobaldi. The greatest organist of our time” του Girolamo Freacobaldi, που προερχόταν από το “Secondo libro di toccate”.
Στο πλευρό του Turner, που έπαιζε ακουστικές κιθάρες και κρουστά στην ηχογράφηση, είχαν βρεθεί άλλοι έντεκα μουσικοί (σε φλαμένκο κιθάρα, λαούτο, τσέμπαλο, βιολί, βιόλα, κοντραμπάσο, recorder, ηλεκτρονικά, φυσικούς ήχους κ.λπ.) και ακόμη μία ομάδα πέντε τραγουδιστών, για τα χορωδιακά μέρη της εγγραφής – όλα ενταγμένα μέσα σ’ ένα μπαρόκ, ηχητικό σκηνικό, αναμεμιγμένο με πολλά φολκλορικά στοιχεία.
Simon Fisher Turner - Caravaggio Soundtrack parts 1-5
Ο Simon Fisher Turner ήταν/είναι μια περίεργη περίπτωση συνθέτη. Παρότι είχε ξεκινήσει ως ποπ καλλιτέχνης, στην πορεία έψαξε και προς άλλες κατευθύνσεις, δημιουργώντας μουσικές όχι μόνον για συγκεκριμένες ταινίες (όπως εκείνες του Derek Jarman), μα και για... ανύπαρκτες ακόμη. Κυρίως, δε, για τέτοιες.
Είναι ό,τι αποκαλούμε στην δισκογραφία “imaginary soundtrack” ή “soundtrack for a non-existent film”, όπως ευφυώς αναγραφόταν στο label ενός άλμπουμ, που είχε αποτελέσει σταθμό στις μουσικές αναφορές τού άγγλου συνθέτη (με βάση δικά του λόγια, που διαβάζουμε σ’ ένα τεύχος του Wire, του Νοεμβρίου 1996, αφιερωμένο σ’ εκείνον και στο έργο του), του περίφημου “Gandharva” [Warner Bros, 1971] των Beaver & Krause.
Δεν αποκλείεται δηλαδή ο Simon Fisher Turner να δούλευε ακόμη και τα σάουντρακ των ταινιών τού Jarman με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς στενή παρακολούθηση του φιλμ, πιο ελεύθερα, πιο αυτόνομα και πιο... φανταστικά.
Προσωπικώς έχω τέτοιες υπόνοιες ακούγοντας το “Caravaggio”, που μεγεθύνονται (οι υπόνοιες) και από το πώς εντάσσει ο Turner τις διασκευές του στο κλίμα, που θέλει να δημιουργήσει –και μόνο το γεγονός πως χρησιμοποιεί «ξένα» κομμάτια, σ’ ένα «δικό του» σάουντρακ είναι αρκετό για να σε βάλει σε τέτοιες σκέψεις–, καταθέτοντας, εν τέλει, ένα μάλλον αφαιρετικό OST, απαρτιζόμενο από πολλά θέματα μικρής διάρκειας (με εξαίρεση το τελευταίο 7λεπτο) και κυρίως λεπτών αποχρώσεων, μακριά απ’ οποιαδήποτε επικο-λυρική καθοδήγηση, τελείως αυτονομημένα από την ταινία (άκου, περαιτέρω, πως εντάσσει τους ήχους της φύσης στον ηχητικό καμβά του), αναβιβάζοντας και τον δικό του “Caravaggio” στο επίπεδο του αριστουργήματος.
Ή, για να είμαστε ακριβείς, η μουσική τού Simon Fisher Turner, μαζί με τις εικόνες τού Derek Jarman, είναι δύο ξεχωριστά αριστουργήματα, που συμπλέκονται για να σχηματίσουν ένα τρίτο, που είναι η ταινία.
To τρέιλερ της ταινίας