ΚΙΝΗΣΗ

Κουίνσι Τζόουνς: Τιμητικό Όσκαρ στον γίγαντα της μαύρης μουσικής

Quincy Jones (1933-2024): Η «γάτα» της μαύρης μουσικής Facebook Twitter
Τιμημένος ήδη με ένα αγαλματίδιο Jean Hersholt το 1995, φέτος του απονέμεται, μετά θάνατον, το τιμητικό Όσκαρ για την καριέρα του. Φωτ.: Bobby Holland/Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image
0


ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΟΥΑΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΣΕΓΓΟΝΟΣ
σκλάβας από το Λούιβιλ, ο Κουίνσι Τζόουνς δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τις βρομοδουλειές του πατέρα του με τη διαβόητη τοπική μαφία, καθώς μεγάλωνε στην πρωτεύουσα της παρανομίας αμέσως μετά το μεγάλο Kραχ. Ένα πιάνο, απρόσμενο δώρο που βρέθηκε ξαφνικά στο διάβα του, άλλαξε για πάντα το σκοτεινό πεπρωμένο του υπερκινητικού γιου μιας μάνας με διεγνωσμένη σχιζοφρένεια και θλιβερό τέλος. Ο Λάιονελ Χάμπτον ήταν εκείνος που τον πήρε υπό τη σκέπη του, βάζοντάς τον να παίξει τρομπέτα στην περιζήτητη μπάντα του. Μόλις στα 22 του χρόνια ο Τζόουνς έφυγε από τον καλύτερο βιμπραφωνίστα της εποχής του, διατηρώντας άριστες σχέσεις μαζί του, όπως άλλωστε συνήθιζε με τους περισσότερους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε, και άνοιξε τα φτερά του για άλλες ορχήστρες, μετακομίζοντας στην Ευρώπη, λίκνο της τζαζ τη δεκαετία του ’50 και καταφύγιο των καλύτερων Αμερικανών μουσικών, για να σπουδάσει δίπλα στους κορυφαίους Ολιβιέ Μεσιέν και Νάντια Μπουλανζέ, τη Γαλλίδα δασκάλα του Σταύρου Ξαρχάκου.

Αντιλαμβανόμενος πως το μουσικό όργανο της επιλογής του δεν θα του άνοιγε μεγάλες πόρτες, στράφηκε στις ενορχηστρώσεις και τις παραγωγές, διευθύνοντας παράλληλα μικρές και μεγάλες ορχήστρες και κερδίζοντας ένα επιτελικό πόστο στη δισκογραφική Mercury – ο πρώτος Αφροαμερικανός που κατάφερε κάτι παρόμοιο, το 1962. Ήταν φίλος με όλους του μεγάλους και γνωστούς συναδέλφους του και κέρδισε την εμπιστοσύνη των πιο εμβληματικών λευκών τραγουδιστών του 20ού αιώνα, του Έλβις Πρίσλεϊ και, κυρίως, του Φρανκ Σινάτρα. Μπορεί ο Φιλ Σπέκτορ να λάνσαρε το wall of sound του, το περίφημο μουσικό τείχος με το οποίο στόλιζε τις φωνές των ’60s, αλλά ο Κουίνσι, ή Q, όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ανέβαζε το επίπεδο, καθάριζε τις παραφωνίες και το βάρος των πολλών οργάνων μιας ορχήστρας και έφτιαχνε έναν λαμπάτο, αστραφτερό ήχο που δεν υπήρχε όμοιός του στη studio δισκογραφία καθώς και στις ηχογραφήσεις των live – ακούστε το «Sinatra at the sands» για να καταλάβετε πώς «παντρευόταν» ο Φρανκ με τον Count Basie.

Εκπαιδεύτηκε στα ’50s, αυτονομήθηκε στα ’60s, πειραματίστηκε στα ’70s, βραβεύτηκε στα ’90s και απόλαυσε τη δόξα του καθόλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Ωστόσο, η δεκαετία του ’80 τού ανήκει όχι μόνο για το βραβευμένο με Grammy «The Dude» αλλά κυρίως για τη δυσθεώρητη επιτυχία που γνώρισε με τον Μάικλ Τζάκσον

Το τελικό αποτέλεσμα του «Fly me to the moon» ήταν δικό του αποτέλεσμα και το «Soul bossa nova», που εμπεδώσαμε από τον Austin Powers, έδειξε πως καμία τάση δεν ξέφευγε από το ραντάρ του πολυσχιδούς οραματιστή. Αντίθετα με τον Σπέκτορ και άλλα αυταρχικά αφεντικά των στούντιο, ο Τζόουνς ήταν πολύ βελούδινος για να θεωρείται ψυχρός αρχιτέκτονας, περισσότερο σμίλευε παρά επέβαλλε, και είχε τον φιλικό τρόπο να προσαρμόζει το απόσταγμα της εμπειρίας του στις προσωπικότητες των σταρ, χωρίς να τους καπελώνει. Δούλεψε με τους πάντες, από τον Χάρι Μπελαφόντε και τις θεϊκές γυναικείες φωνές ως τη Νάνα Μούσχουρη και τον Μάνο Χατζιδάκι στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας».

QUINCY JONES (1933-2024) Η «ΓΑΤΑ» ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Facebook Twitter
O Κουίνσι Τζόουνς ( δεξ.) με τη Νάνα Μούσχουρη σε πρώτο πλάνο.

Γρήγορα κατάλαβε πως η μουσική επένδυση των ταινιών δεν ήταν απλώς ένα επικερδές πάρεργο αλλά μια πηγή διάδοσης των γνώσεων και των επιρροών του σε δημοφιλές φορμά. Το «Pawnbroker», με τον Ροντ Στάιγκερ σε αξέχαστο ρόλο, ήταν το πρώτο από τα σαράντα soundtracks που υπέγραψε. Δεν περιορίστηκε στο blacksploitation· στην πραγματικότητα δεν καταπιάστηκε ποτέ με την καθ’ όλα ενδιαφέρουσα και τόσο ουσιαστική μόδα σαν τον Άιζακ Χέιζ, τον Κέρτις Μέιφιλντ και τους υπόλοιπους μετά το «Shaft» και το «Superfly». Ούτε επέμεινε αναγκαστικά στην τζαζ υπόκρουση, αν και τη γνώριζε εκ των έσω. Ίσως γι’ αυτό ο Κουέντιν Ταραντίνο τον επέπληξε αυστηρά έναντι του πιο groovy Λάλο Σίφριν στους Κινηματογραφικούς Στοχασμούς του. «Απέτυχε φριχτά», έγραψε, με τον γλαφυρά αφοριστικό του τρόπο ο έτερος «Q» και σύγχρονος θρύλος του αμερικανικού σινεμά. Το σώμα της δουλειάς του Τζόουνς δεν χρειάζεται αποδείξεις. Έβαλε τη στάμπα του σε ταινίες με τον Σίντνεϊ Πουατιέ, σε υποψήφια για Όσκαρ τραγούδια όπως το «Eyes of love» από το «Banning», το θεσπέσιο «For love of ivy» από την ομώνυμη ταινία και το «In the heat of the night» που τραγούδησε ο αγαπημένος του Ρέι Τσαρλς, αλλά και σε δουλειές όπως το «Mirage» και το «In cold blood» του Ρίτσαρντ Μπρουκς, που του χάρισε την πρώτη από τις 7 άσφαιρες ανταγωνιστικές υποψηφιότητές του για Όσκαρ, οι οποίες φανερώνουν συνθέτη που υπηρετεί το σενάριο και τον σκηνοθέτη και δεν προσφέρει έτοιμες μελωδίες για δικό του όφελος.

Ray Charles - In the Heat of the Night [Movie's Opening Sequence & End Credits]

Με τον Σίντνεϊ Λιούμετ ξανασυναντιέται στο «μαύρο» remake του Μάγου του Οζ, The Wiz, το 1978, και εκεί σχεδιάζει με τον Μάικλ Τζάκσον το επόμενο βήμα του μελλοντικού βασιλιά της ποπ, που θα κυκλοφορήσει το 1979. Ο Τζάκσον τον ήθελε για το ντεμπούτο του απογαλακτισμού του από τα αδέλφια και τον πατέρα του, ο οποίος υποστήριζε πως ο μικρός δεν μπορεί να πάει ψηλότερα. Ο Τζόουνς είδε έναν χαρισματικό τραγουδιστή που μέχρι τότε είχε πει μόνος του μόνο το Νο1 στα τσαρτ Ben, μια ερωτική μπαλάντα ενός αγοριού για τον ποντικό του! Ο Τζάκσον του έμοιαζε έτοιμος να εκτοξευτεί, αρκεί να έβρισκε το κατάλληλο υλικό. Ωστόσο, η δισκογραφική Epic δεν ήθελε τον Τζόουνς, θεωρώντας πως παραείναι τζαζ για τα γούστα του γενικού κοινού και για το πιο soul ύφος του σταρ τους. Προς τιμήν του, ο Τζάκσον πάλεψε να τους πείσει για το αντίθετο και τα κατάφερε. Ο Τζόουνς δεν οπισθοχώρησε, άλλωστε πάντα πείσμωνε όσο τον απέρριπταν ή παραγνώριζαν τις ικανότητές του. Το «Off the wall» έγινε ο μεγαλύτερος σε πωλήσεις δίσκος από μαύρο καλλιτέχνη, με 8 εκατομμύρια αντίτυπα, μέχρι τον επόμενο, που δεν είναι άλλος από το «Thriller».

Quincy Jones (1933-2024) Η «γάτα» της μαύρης μουσικής Facebook Twitter
Ο Τζάκσον τον ήθελε για το ντεμπούτο του απογαλακτισμού του από τα αδέλφια και τον πατέρα του, ο οποίος υποστήριζε πως ο μικρός δεν μπορεί να πάει ψηλότερα.

Με τη φόρα της επιτυχίας, ο Τζόουνς, που πλέον είναι ο καλλιτεχνικότερος και ποιοτικότερος μισθοφόρος στη μουσική βιομηχανία, το παίρνει όλο πάνω του και με το επιτελείο των συνθετών και των μουσικών του αλλά και του τρομερού μηχανικού ήχου που διέθετε, του «μάγου» Μπρους Σουεντίεν, στις κονσόλες, προτείνει εκείνος τα τραγούδια που θα τραγουδήσει ο Μάικλ, επιλέγοντας 9 από εκατοντάδες υποψήφια και, τοποθετώντας τα στρατηγικά, ανάλογα με το είδος και το ύφος τους, μαγειρεύει ένα αστραφτερό pastiche που ξεκινούσε από το dance ιδίωμα («I wanna be starting something»), περνούσε από το βαθύ, εθιστικό beat του «Billie Jean» στο ροκ ξεφάντωμα του «Beat It» και από εκεί στις άψογα σιροπιαστές μπαλάντες, καταλήγοντας στο ομώνυμο κομμάτι, αφού επέβλεψε και το μυθικό συνοδευτικό μικρού μήκους αριστούργημα του Τζον Λάντις που ο ίδιος αποκάλεσε Πολίτη Κέιν των βιντεοκλίπ, με τον Βίνσεντ Πράις να ραπάρει πριν από το φινάλε.

Michael Jackson - Beat It

Συνεκτιμώντας τις σινε-μουσικές αναφορές του Τζάκσον, από τον Φρεντ Αστέρ ως τον Σάμι Ντέιβις και το ωστικό κύμα του MTV στα ντουζένια του, και ταυτόχρονα αποφεύγοντας την καθαρή ντίσκο που είχε πλέον κουράσει, παρέδωσε το τέλειο άλμπουμ το 1982, αλώνοντας την πρώτη θέση του καταλόγου επιτυχιών για το αξεπέραστο ρεκόρ των 37 εβδομάδων – μόνο το West Side Story έμεινε περισσότερο καιρό στην κορυφή, αλλά σε διαφορετικές, λιγότερο ανταγωνιστικές εποχές. Ο Τζάκσον χρίστηκε κορυφαία προσωπικότητα της ποπ, λούστηκε με κάθε πιθανό και απίθανο βραβείο που υπάρχει και ο Τζόουνς κέρδισε Grammy για άλμπουμ και παραγωγή. Νομοτελειακά, έπρεπε να συνεχίσουν τη συνεργασία τους. Το κοινό και η βιομηχανία το απαιτούσαν, και το κέρδος τους θα ήταν ογκώδες.

Το «Bad» του 1987 ήταν ο επόμενος και τελευταίος σταθμός στα ’80s, που αμφότεροι καθόρισαν. Η επιτυχία του ήταν θέμα κοσμοθεωρίας και προοπτικής: ο Τζάκσον το θεώρησε αποτυχία –με τις 22 εκατομμύρια πωλήσεις έναντι των ποιος ξέρει πόσων (ίσως και 100) εκατομμυρίων του «Thriller» –, όμως ο Τζόουνς ήταν πολλά χρόνια στην πιάτσα για να γνωρίζει πως τέτοιους αριθμούς όχι μόνο δεν τους βρίσκεις εύκολα αλλά οφείλεις και να τους θαυμάζεις. Επίσημα, η αιτία της επαγγελματικής τους ρήξης ήταν καλλιτεχνική. Ο Κουίνσι επέμενε να ενσωματώσει rap στοιχεία στο υποτιθέμενο μουσικό sequel, αλλά ο Τζάκσον θεωρούσε το είδος ξοφλημένο. Ο Τζόουνς διαφώνησε κάθετα, η συνέχεια δεν ήρθε ποτέ, οι δυο άνδρες διατήρησαν μια αξιοπρεπή σχέση, κυρίως μέσω της κόρης του παραγωγού, Κιντάντα, και ο Τζόουνς πήρε γλυκιά εκδίκηση με το άλμπουμ του το 1991, «Back on the block». Πρόκειται για μια πανηγυρική σύνοψη του έργου του με τη συμμετοχή κορυφαίων ονομάτων και τη rap να συμπληρώνει και να εκσυγχρονίζει το ύφος ενός πολυπρισματικού φόρου τιμής στο blackness της αμερικανικής μουσικής, που κέρδισε το Grammy ως άλμπουμ της χρονιάς.

I'll Be Good To You

Το «Q’s Jook Joint» λογίζεται ως το συμπλήρωμα του «Back on the block» που κάνει επίσης αναδρομή, αλλά ταυτόχρονα στρέφει το ανήσυχο βλέμμα του στις τάσεις της εποχής, στον εκάστοτε νέο ήχο που ο Q είχε το ταλέντο να οσμίζεται και να φινίρει. Διέθετε την ικανότητα να περικλείει χωρίς να στρογγυλεύει, να αγκαλιάζει δίχως να αλλάζει χαρακτήρα. Είχε τα πρωτοπαλίκαρά του, τους Brothers Johnson ή τον συνθέτη Ροντ Τέμπερτον, ωστόσο πάντα ρωτούσε και μάθαινε ποιος «ωραίος» κυκλοφορούσε, άκουγε τα ταλέντα και σπάνια αστοχούσε. Έμενε πιστός στους παλιούς του φίλους: βοήθησε τον Φρανκ Σινάτρα στο τελευταίο του άλμπουμ του με πρωτότυπη μουσική, το «LA is my Lady», προτού ο «γαλανομάτης» μπει μόνος του στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα ντουέτα με τους διάσημους συναδέλφους πάνω σε παλιές επιτυχίες.

L.A. Is My Lady

Ο Κουίνσι Τζόουνς σταμάτησε να κυκλοφορεί καινούργια μουσική δεκαετίες πριν από τον θάνατό του, ποτέ δεν έπαψε όμως να ασχολείται με την κληρονομιά του και να την τελειοποιεί, όπως τελειοποιούσε τις δουλειές τρίτων, μιξάροντας και τροποιώντας νυχθημερόν λεπτομέρειες που ενοχλούσαν το ιδιοφυές αυτί του. Είναι σαν να κουβαλούσε μια κουλτούρα στις πλάτες του, αλλά αγόγγυστα – μόνο ο Χέρμπι Χάνκοκ υπερηφανεύεται για κάτι παρόμοιο. Εκπαιδεύτηκε στα ’50s, αυτονομήθηκε στα ’60s, πειραματίστηκε στα ’70s, βραβεύτηκε στα ’90s και απόλαυσε τη δόξα του καθόλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Ωστόσο, η δεκαετία του ’80 τού ανήκει όχι μόνο για το βραβευμένο με Grammy «The Dude» (ο Τζόουνς κέρδισε 28 αγαλματίδια, ρεκόρ που διατήρησε μέχρι που τον εκθρόνισε η Μπιγιόνσε) αλλά κυρίως για τη δυσθεώρητη επιτυχία που γνώρισε με τον Μάικλ Τζάκσον, με δυο έργα που υλοποιήθηκαν με δική του πρωτοβουλία.

Ο Prince και ελάχιστοι ακόμη του αρνήθηκαν ή δήλωσαν κώλυμα λόγω υποχρεώσεων, αλλά κανείς άλλος από την αφρόκρεμα της τραγουδιστικής show business δεν είπε «όχι» στην πρόσκλησή του για το USA for Africa. Το «We are the world» είναι απόδειξη του μοναδικού του χαρίσματος να ενορχηστρώνει σκαριφήματα (στην προκείμενη περίπτωση το προσχέδιο μελωδίας του Λάιονελ Ρίτσι και του Τζάκσον) αλλά και της μαγνητικής του παρουσίας στο πόντιουμ, μια εγγύηση που μόνο εγνωσμένης αξίας μαέστροι κλασικής μουσικής έχουν καταφέρει.

Quincy Jones (1933-2024) Η «γάτα» της μαύρης μουσικής Facebook Twitter
Το «We are the world» είναι απόδειξη του μοναδικού του χαρίσματος να ενορχηστρώνει σκαριφήματα (στην προκείμενη περίπτωση το προσχέδιο μελωδίας του Λάιονελ Ρίτσι και του Τζάκσον) αλλά και της μαγνητικής του παρουσίας στο πόντιουμ, μια εγγύηση που μόνο εγνωσμένης αξίας μαέστροι κλασικής μουσικής έχουν καταφέρει.

Επίσης, εξασφάλισε τα δικαιώματα του Color Purple της Άλις Γουόκερ και ανέλαβε χρέη παραγωγού για την ταινία, γράφοντας παράλληλα τη μουσική και τα τραγούδια (τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ σε μια χρονιά) σε μια εποχή που δεν ήταν αυτονόητο πως ένα all black cast έργο θα απέφερε κέρδη. Ήταν εκείνος που τυπικά προσέλαβε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ να το σκηνοθετήσει και να γλυκάνει τη σκοτεινιά του –τόλμημα, αν το σκεφτούμε καλύτερα– και ενθάρρυνε ένα ταλαντούχο κορίτσι από τα μέρη του, το Σικάγο, την Όπρα Γουίνφρι, να κάνει το ντεμπούτο του στην υποκριτική, με αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα.

Τιμημένος ήδη με ένα αγαλματίδιο Jean Hersholt το 1995, φέτος του απονέμεται, μετά θάνατον, το τιμητικό Όσκαρ για την καριέρα του, μαζί με τον Ρίτσαρντ Κέρτις, την casting director του Γούντι Άλεν, Τζουλιέτ Τέιλορ, και τους παραγωγούς της σειράς James Bond, Μάικλ Γουίλσον και Μπάρμπαρα Μπρόκολι.

Η τεράστια μουσική περιπέτεια του Κουίνσι Τζόουνς δεν μοιάζει τυχοδιωκτική, σίγουρα όμως αποτελεί υπόδειγμα timing και διορατικότητας και αναμφίβολα δείχνει πως κοίταζε τη μεγάλη εικόνα της μαύρης κουλτούρας, το άλμα από τις νότες και την απλή διασκέδαση στην ιστορία μιας ολόκληρης φυλής.

Οθόνες
0

ΚΙΝΗΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Οθόνες / «Μετά το “Blues Brothers” επέμενα να φοράω γυαλιά ηλίου στην τάξη»: Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Έχοντας συμπεριλάβει στη λίστα του από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο, o συγγραφέας πιστεύει πως το τραγικό και το γελοίο συναντιούνται σε κάποιο σημείο, το οποίο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
pamela anderson

Οθόνες / H όψιμη δικαίωση της Πάμελα Άντερσον

Μια γυναίκα που επί δεκαετίες αντιμετωπιζόταν από τον πλανήτη ως αντικείμενο (ηδονής και χλεύης) βρίσκει στο «Last Showgirl» την ευκαιρία να αποδείξει ότι υπάρχει θέση γι’ αυτήν και σε άλλους ρόλους από εκείνους που της φόρεσε η βιομηχανία του θεάματος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχιώτες

Οθόνες / Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχειώτες

Ο Λευτέρης Τζώρτζης έχει συγκεντρώσει 50.000 τίτλους. Το όνομά του έχει αναφερθεί σε έργο της Κιτσοπούλου, «ξεπουλάει» Ταρκόφσκι και έχει ζήσει επικούς καβγάδες για ταινίες - πιο πρόσφατα για τα «Μαγνητικά Πεδία».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Οθόνες / Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Λίγο πριν από την κυκλοφορία του «Arcadia» του Γιώργου Ζώη στις αίθουσες, ο Βαγγέλης Μουρίκης μιλάει στη LiFO για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει έναν ρόλο, για τον Οικονομίδη, τον Γραμματικό, τα spoilers και τη χαμένη αρετή τού να ακούμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Μυθολογίες / «Αγάπησα τόσο τη "Lola Rennt" που βάσισα το καλλιτεχνικό μου όνομα πάνω της»: Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Λάρι Κλαρκ, Μίκαελ Χάνεκε, «Στρέλλα», «Κυνόδοντα» και Κωνσταντίνο Γιάνναρη περιλαμβάνει η δεκάδα αγαπημένων ταινιών του φωτογράφου Spyros Rennt.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
«Threads»: Η συγκλονιστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου /«Threads»: To βρετανικό «Chernobyl» εξακολουθεί να συγκλονίζει 40 χρόνια μετά

Οθόνες / «Threads»: Η ανατριχιαστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου

Σαράντα χρόνια κλείνει η σοκαριστική δημιουργία του BBC, που κάνει το «Chernobyl» του HBO να μοιάζει με τη «Mary Poppins» και αφορά τις πιθανές επιπτώσεις πυρηνικής επίθεσης σε μια βρετανική πόλη, όπως προκύπτουν μέσα από τις φριχτές δοκιμασίες των κατοίκων της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Θάνου Κόη των Lost Bodies

Μυθολογίες / «Ο Καουρισμάκι είναι θεούλης»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Θάνου Κόη

Ο μουσικός και το ½ των Lost Bodies μοιράζεται μια ψαγμένη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λίστα, που περιλαμβάνει από μια ταινία που του προκαλεί αβίαστο γέλιο μέχρι ένα βαθιά ποιητικό και φιλοσοφικό έργο με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
40 χρόνια cyberpunk: Το δυστοπικό όραμα που έγινε πραγματικότητα

Οθόνες / 40 χρόνια cyberpunk: Το δυστοπικό όραμα που έγινε πραγματικότητα

Τέσσερις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του «Νευρομάντη» του Γουίλιαμ Γκίμπσον, τα βασικά στοιχεία της cyberpunk λογοτεχνίας – η τεχνοφεουδαρχία, η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης, η ακραία ανισότητα – αντικατοπτρίζονται στον σημερινό κόσμο.
THE LIFO TEAM
CHECK Squid Game 2: «Το παιχνίδι δεν θα τελειώσει, αν ο κόσμος δεν αλλάξει»

Οθόνες / Squid Game 2: Αξίζει η πολυαναμενόμενη επιστροφή της σειράς φαινόμενο;

Ο δημιουργός της σειράς αρχικά δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αλλά παραδέχτηκε πως συμφώνησε για τα λεφτά – και ότι, αν το ήξερε, δεν θα είχε σκοτώσει τόσο κόσμο στην πρώτη σεζόν. — SPOILER ALERT
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
My Sunshine

Οθόνες / 10 ταινίες της χρονιάς που αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία

Από τη γέννηση του Κακού στο «Apprentice» έως το ψυχαγωγικό όργιο του «Kneecap», ταινίες που άξιζαν να βρουν μεγαλύτερο κοινό και συνθέτουν μια εναλλακτική κινηματογραφική λίστα, πλάι σ' εκείνη με τις καλύτερες της χρονιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Κοιμήθηκα με 100 άντρες σε μια μέρα»: Το viral ντοκιμαντέρ που φτάνει την κουλτούρα του Only Fans στα όριά της

Οθόνες / «Κοιμήθηκα με 100 άντρες σε μια μέρα»: Το viral ντοκιμαντέρ που φτάνει την κουλτούρα του Only Fans στα όριά της

Η ταινία που ανέβηκε πρόσφατα στο YouTube, με πρωταγωνίστρια τη 23χρονη δημιουργό του Only Fans, Lily Phillips, αποτυπώνει την κλειστοφοβική πραγματικότητα της διαδικτυακής φήμης και την αναπόφευκτη εξέλιξή της.
THE LIFO TEAM
PULP FICTION LAST minute CHRISTMAS movies

Οθόνες / 10 χριστουγεννιάτικες ταινίες για εορταστικό streaming

Πριν πατήσετε ξανά το play για την αγία τριάδα των γιορτών, το Μόνος στο Σπίτι, το Love Actually και το Holiday δηλαδή, η χιονοστιβάδα των χριστουγεννιάτικων προτάσεων απειλεί να βάλει σε πειρασμό τις βολικές σας επιλογές.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τα κατάφερε ο Χρήστος Μάστορας ως Στέλιος Καζαντζίδης;

The Review / Τα κατάφερε ο Χρήστος Μάστορας ως Στέλιος Καζαντζίδης;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και η Μίνα Μπιράκου είδαν το «Υπάρχω», το πολυαναμενόμενο biopic του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη, και εντυπωσιάστηκαν με την ερμηνεία του Χρήστου Μάστορα. Ποιο κομμάτι της ταινίας δεν τους άρεσε;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ