Στο σχολείο δεν ήμουν αυτό που λέμε καλός μαθητής. Με ενδιέφεραν μόνο μαθήματα γλώσσας και η έκθεση - τρελαινόμουν να γράφω. Σταδιακά, από το Γυμνάσιο τα κείμενά μου άρχισαν να μοιάζουν πιο θεωρητικά και ενίοτε πολιτικοποιημένα, πράγμα που με έφερνε σε σύγκρουση με τις φιλολόγους των τάξεών μου. Ήξερα από πολύ μικρός ότι μου αρέσουν πολύ δύο πράγματα: το γράψιμο και ο κινηματογράφος. Περίμενα τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά για να φέρει την εφημερίδα και να δω τις νέες ταινίες που άλλαζαν τότε κάθε Δευτέρα. Έβλεπα και τα «Νέα της Οθόνης», την κινηματογραφική εκπομπή του Ίωνα Νταϊφά, που ήταν η μοναδική της εποχής. Κυριακή μεσημέρι, ημίωρη, έπαιζε τρέιλερ των νέων ταινιών χωρίς κριτική, γιατί τότε δεν γίνονταν σχεδόν καθόλου δημοσιογραφικές και δημοσίευαν τις κριτικές κατόπιν πρεμιέρας. Έπαιρνα μέχρι και το Αθηνόραμα από τότε που πήγαινα Δημοτικό!
Για μένα ο χαρακτηρισμός «κακό» που βάζω συχνά σε ταινίες τις οποίες οι περισσότεροι εκθειάζουν, έχει μερικές φορές ιδεολογικό χαρακτήρα. Όταν έβαλα «κακό» στη Λίστα του Σίντλερ, το έκανα όχι γιατί η ταινία είναι κακή αλλά γιατί είναι ένα ανήθικο πορνογράφημα.
Τελειώνοντας το σχολείο, ήξερα ότι θα ψάξω να βρω κάτι που θα μου εξηγούσε τι είναι η δημοσιογραφία. Δεν ήμουν βαθμοθήρας ώστε να το έχω χτίσει από πριν. Βρέθηκα στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας - ήταν η μοναδική ιδιωτική που υπήρχε. Τότε ξεκινούσε να βγαίνει το κυριακάτικο φύλλο του Ελεύθερου Τύπου και ένας φίλος γραφίστας μου κανόνισε ραντεβού για το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα, αλλά πήγα. Έγραψα για δύο τεύχη. Μετά άρχισα να ψάχνομαι στα περιοδικά, κατάλαβα ότι οι εφημερίδες δεν μου ταίριαζαν. Ένα παιδάκι δεν το παίρνεις να γράφει κριτική κινηματογράφου, θα πρέπει να ξεκινήσει από κάπου αλλού. Το πολιτιστικό ρεπορτάζ δεν μου φαινόταν ενδιαφέρον. Είχα δει ότι είναι μια μανιέρα του τύπου «σε πόσες συνεντεύξεις Τύπου θα πάμε αύριο». Πήγαιναν οι σχετικοί του ρεπορτάζ, έπαιρναν το «δωράκι» τους και ανάλογα με αυτό ή τις φιλίες και υποχρεώσεις, είχε την ανάλογη έκταση το άρθρο. «Ποιος την έχει μεγαλύτερη» τύπου, έτσι λειτουργούσε η αγορά του πολιτιστικού κι εγώ αυτό δεν το γούσταρα.
Χρονικά η αποφοίτησή μου με τη σχολή συνέπεσε με κάποια γεγονότα που εισήγαγαν μια άλλη τάξη πραγμάτων. Ήρθε το ΚΛΙΚ, έσκασε ο 9.84, άρχισαν να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας που σου έλεγαν ότι υπάρχει μέλλον, ότι δεν είναι μόνο τα κρατικά μέσα ή οι «παλαιοεφημερίδες» στις οποίες σίγουρα θα έπρεπε να δουλέψεις ως μαθητευόμενος ένα εξάμηνο ή χρόνο, τσάμπα, μέχρι να μπεις σε κάποιο μισθολόγιο. Εγώ δεν ήθελα να παίξω με τέτοιους κανόνες. Αναφορικά με τη νέα ύλη που έφερε το ΚΛΙΚ στον Έλληνα αναγνώστη, αν είχες επικοινωνία με τον ξένο Τύπο, φυσικά, δεν είχε κάτι να σου πει. Εγώ διάβαζα ήδη το THE FACE, το iD, ήμουν familiar με αυτή την ύλη προτού ανακυκλωθεί από τα εγχώρια μέσα.
Δεν έβρισκα εύκολα δουλειές, δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα χτύπαγε πόρτες. Κάποια στιγμή βρέθηκα σε ένα περιοδικό του Λυμπέρη, το «Ο Κόσμος του Βίντεο». Εϊτίλα. Έβγαζε τρελά λεφτά από διαφημίσεις και πούλαγε κιόλας. Μπορεί να είχε κυρίως διαφημιστικό περιεχόμενο, αλλά η θεματολογία του ήταν αυστηρά κινηματογραφική - δεν ήταν σινεμά, ήταν βίντεο, το ίδιο περιεχόμενο. Το πρώτο περιοδικό του είδους. Εκεί έγραφα για ταινίες, χωρίς να με νοιάζει που δεν ήταν στο πρώτο μέτωπο της επικαιρότητας. Τις είχα ήδη δει και αγαπήσει, και άρχισε κάπως να φαίνεται η γραφή μου στον δικό μας χώρο. Πέρασα και από τα ΠΡΟΣΩΠΑ, στη δεύτερη περίοδό τους, όταν τα ξαναέβγαλε ο Δαβαράκης με τον Μελισσινό. Εκεί κάναμε και μια τηλεοπτική στήλη που κράζαμε αβέρτα με ψευδώνυμα και την είχε λατρέψει και η Κάραλη. Το είχε αναφέρει στην εκπομπή της στο Seven-X και είχαμε τρελαθεί - φαντάσου, παιδάκια τότε, να ακούμε καλά λόγια για αυτό που κάνουμε από τη Μαλβίνα.
Συνεργαζόμουν και με τη Videosonic, γράφοντας τα κείμενα για τα εξώφυλλα των ταινιών και βγάζοντας τους ελληνικούς τίτλους για ταινίες που δεν είχαν παιχτεί στο σινεμά. Αργότερα αυτό το έκανα και για τον κινηματογράφο. Πολλές εταιρείες όταν δυσκολεύονταν με κάποιον τίτλο με ρωτούσαν πώς θα το απέδιδα. Ήταν μέρος της δουλειάς και όταν συνεργάστηκα ως κειμενογράφος με την ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. Οι στουντιακοί τίτλοι πάντοτε πρέπει να παίρνουν έγκριση απ’ έξω όταν δεν τηρείται πιστά η μετάφραση. Θυμάμαι συγκεκριμένα τους μπελάδες με τα φιλμ του Σιάμαλαν. Σχεδόν έναν χρόνο πριν βγει η κάθε ταινία, κυκλοφορούσε μια αφίσα με έναν ασαφή τίτλο, μια εικόνα… ακόμη πιο ασαφή και μια σύνοψη δύο-τριών αράδων. «Unbreakable», ας πούμε, μια εικόνα με σπασμένα γυαλιά, info που έλεγε κάτι για έναν superhero χωρίς να ξέρουμε τι και πώς, χωρίς τρέιλερ. Τι πάει να πει «Unbreakable» σε ταινία του Σιάμαλαν, του οποίου είχαμε δει μόνο την «Έκτη Αίσθηση»; «Άφθαρτος», λοιπόν, προσπαθώντας να βρω μια safe λέξη που να μην ακυρωθεί όταν βγει η ταινία. Το ίδιο και στο «Signs», με τα σπαρτά, τους κύκλους και τους εξωγήινους.«Οιωνός»! Ή το «Bringing Out The Dead» του Σκορσέζε. Μια κόκκινη αφίσα με έναν σταυρό και τη φάτσα του Κέιτζ. Διάβασα το βιβλίο στα αγγλικά. Νέα Υόρκη και οι ψυχές των νεκρών που κυκλοφορούν στην πόλη, άρα… «Σταυροδρόμια της Ψυχής». Αυτά έπρεπε στη συνέχεια να τα μεταφράσω στα αγγλικά για να δικαιολογήσω στο στούντιο την επιλογή μου, οπότε έπρεπε να βγαίνει νόημα και στα αγγλικά: «Crossroads of the Soul». Ένας από τους πιο πρόσφατους τίτλους που είχα βγάλει ήταν για το «No Country For Old Men» των Κοέν. Ο Αύγουστος Κορτώ είχε μεταφράσει το βιβλίο κι επίσης είχε πρόβλημα με τον τίτλο. Μιλήσαμε και του είπα ότι κάτι είχα στο μυαλό. Ο χαρακτήρας του Χαβιέ Μπαρδέμ σκότωνε όποιον έβρισκε. Άρα όλοι οι ήρωες της ταινίας γίνονταν… μελλοθάνατοι αν τον συναντούσαν. Το «Old Men» ήταν απαγορευτικό να αποδοθεί, κανείς δεν θα πήγαινε να δει ταινία με γέρους στον τίτλο, άρα «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους». Άρεσε και στον Αύγουστο και στην εταιρεία. Είχε πλάκα όλο αυτό. Ακόμη και σήμερα με συμβουλεύονται μερικές εταιρείες.
Είχε προηγηθεί το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, φυσικά. Τους είχα κάνει μια πρώτη κρούση πριν μεταφερθούν στον Πήγασο, αλλά πήγαιναν για κλείσιμο τότε και δεν είχαν δυνατότητα πρόσληψης. Δεν δοκίμασα να ξαναπάω, ήμουν αρκετά ντροπαλός γι’ αυτά. Τελικά ξεκίνησα το ’93, με ζήτησε ο Τζιώτζιος, του είχαν αρέσει πολύ αυτά που έγραφα στα ΠΡΟΣΩΠΑ. Το πρώτο τεύχος μου ήταν όταν όλοι είχαν γυρίσει από τις Κάννες, με το «The Piano» της Τζέιν Κάμπιον. Εξώφυλλο η Ντέμι Μουρ. Βρέθηκα στον παράδεισο. Κατά κάποιο τρόπο όταν πήγα εκεί, ήμουν έτοιμος και αυτό ήταν ένα plus γιατί πολλά από τα παιδιά που δούλευαν στο περιοδικό δεν είχαν προηγούμενη δημοσιογραφική εμπειρία. Θυμάμαι που μας είχαν κόψει τη στήλη Serial Killers, όπου γράφαμε με ψευδώνυμα τρολιές για την τηλεόραση, γιατί είχαμε ξεφτιλίσει την Όλγα Τρέμη χωρίς να γνωρίζουμε ότι ήταν το αφεντικό του ειδησεογραφικού στο Έθνος, ότι δηλαδή είμαστε στο ίδιο συγκρότημα!
Τα press junkets εκείνα τα χρόνια ήταν χλίδα. Δεν έκανα πολλά ταξίδια, δεν τρελαινόμουν. Ήμουν κάπως επιλεκτικός στο πού πάω και με ποιον θέλω να μιλήσω. Κακά τα ψέματα, υπήρχε ανέκαθεν ανταγωνισμός. Ήθελα να έχω την άνεση να λέω ότι έχω πάει τις λιγότερες φορές. Το πρώτο μου ταξίδι στην Αμερική ήταν για Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη στο καπάκι. Για το «People vs. Larry Flynt», έκανα Έντουαρντ Νόρτον, Μίλος Φόρμαν και Κόρτνεϊ Λαβ και μετά Μπάρμπρα Στράιζαντ και Λορίν Μπακόλ για το «Mirror Has Two Faces». Σήμερα, ακόμα και για τα junkets Αμερικής, με το ζόρι προσπαθούν να μη σου βγάλουν πάνω από μια διανυκτέρευση. Είναι τρελό! Έχουν κοπεί τόσο πολύ τα μπάτζετ που δεν αξίζει. Προσωπικά χέστηκα, δεν έχει καν ανταπόκριση όλο αυτό. Από τη στιγμή που υπάρχει το YouTube, βλέπεις τους άλλους δημοσιογράφους που έχουν πάρει επίσης στα αγγλικά τη συνέντευξη. Γιατί κάποιος να περιμένει εμένα; Άσε που ο χρόνος των συνεντεύξεων παλιά ήταν μεγαλύτερος. Μια print συνέντευξη μπορεί να είχε διάρκεια 40 λεπτά και οι τηλεοπτικές 10. Σήμερα τα μισά. Έχει χαθεί το νόημα. Τι σημασία έχει σε one-on-one συνέντευξη να ρωτήσεις 4-5 ερωτήσεις; Κι αν είναι και πάρλας ο άλλος κάηκες. Η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ πρόλαβε να μου δώσει δυο μόλις απαντήσεις κάποτε και η publicist μας έκοψε με το ρολόι στο χέρι. Τι να κάνεις με δυο απαντήσεις;
Η πιο ενοχλητική εμπειρία σε συνέντευξη ήταν ο Τιμ Ρόμπινς, που είχε σκάσει εμφανώς μαστουρωμένος και διαμαρτυρόταν για το μακιγιάζ του και για την ώρα των δημοσιογραφικών προβολών μας στις Κάννες. Μου έλεγε πως έπρεπε να μας φέρνουν «sex slaves»! Επίσης ο Τζον Κιούζακ, που ήταν πολύ ενοχλητικός και έλαμψε μόνο όταν του είπα ότι μπορεί να καπνίζει on camera ή ο Τζακ Μπλακ που ήταν τεράστιος μαλάκας, έδινε μονολεκτικές απαντήσεις και δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει όλο αυτό. Από εκεί που δεν το περιμένεις έρχεται πάντα. Ο καλύτερος μου, φυσικά, είναι ο Τιμ Μπέρτον, τον αγαπώ τόσο πολύ. Παίζει να είμαι ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος που του έχει πάρει τόσες συνεντεύξεις και κάθε φορά στεναχωριέμαι που τελειώνει ο χρόνος. Όλοι όσοι έχουν δουλέψει μαζί του, μιλούν με απίστευτη αγάπη για εκείνον, εκτός ίσως από την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ που ήταν λίγο πιο μαγκωμένη. Σήμερα καταλαβαίνουμε το γιατί…
Για μένα ο χαρακτηρισμός «κακό» που βάζω συχνά σε ταινίες τις οποίες οι περισσότεροι εκθειάζουν, έχει μερικές φορές ιδεολογικό χαρακτήρα. Όταν έβαλα «κακό» στη «Λίστα του Σίντλερ» του Σπίλμπεργκ, το έκανα όχι γιατί η ταινία είναι κακή αλλά γιατί είναι ένα ανήθικο πορνογράφημα. Όπως και στο «Η Ζωή Είναι Ωραία» του Μπενίνι, όπου έφυγα από την προβολή πριν το φινάλε στις Κάννες. Είχα αηδιάσει τόσο πολύ. Στο «Blair Witch Project» είχα φρικάρει με τη δηθενιά. Σκεφτόμουν ότι αν αυτό είναι το μέλλον των ταινιών τρόμου, να πάρουμε όλοι μια κάμερα και να βγούμε στους δρόμους. Δεν έχω αναθεωρήσει για καμιά από αυτές, δεν μου συμβαίνει όταν είμαι τόσο επιθετικός. Στα παιδιά που γράφουν στο site, το freecinema.gr, όταν στέλνουν πολύ υψηλές βαθμολογίες προσπαθώ να τους κόβω μισό αστεράκι, τους ζητάω να το σκέφτονται αναλογικά. Τι θα έβαζαν σε κάτι αντίστοιχο του παρελθόντος, κάτι σαφώς πιο σημαντικό που έχει αποδείξει την αξία του στον χρόνο; Είναι ηλιθιότητα αυτό που βιώνουμε με τα αστεράκια.
Το MAD κατάλαβε την ιδιαιτερότητά μου και με έχει σεβαστεί απόλυτα. Με το «since 1999 bitches» θυμίζω σε όλους τους μαλάκες που δεν με χωνεύουν πόσα χρόνια κάνω αυτή την εκπομπή και χαίρομαι. Στην πρώτη εκπομπή, βέβαια, ήμουν εντελώς χάλια, έκανα τρεις ώρες γύρισμα. Για ημίωρη διάρκεια εκπομπής, με on ενός τετάρτου. Βόγκηξαν έξω κι έβριζαν. «Αυτός θα έχει συνέχεια εδώ πέρα;». Στην αρχή αισθανόμουν πολύ άβολα στο greenroom, κι ας ήταν τα κείμενα μικρότερα και πιο «απλά». Αλλά ποτέ δεν ήταν «τηλεοπτικά», εγώ δεν ήξερα να γράφω για την τηλεόραση, ήμουν του γραπτού λόγου. Με έχει στηρίξει το MAD, σε αντίθεση με άλλα μέσα στα οποία έχω εργαστεί τα τελευταία χρόνια. Δεν μπαίνει το στοιχείο της τηλεθέασης και είμαι ήσυχος. Λογοκρισία όλα αυτά τα χρόνια δεν μου έχουν ασκήσει πάνω από μια-δυο φορές, και πάλι ήταν δική μου η ευθύνη επειδή αυτό που έβαλα ξεπερνούσε τα όρια του αποδεκτού από το Ραδιοτηλεοπτικό για την ώρα μετάδοσης.
Ανέκαθεν είχα μια ροπή προς τη βωμολοχία γιατί θεωρώ ότι στην πραγματικότητα εμπεριέχει χιούμορ και κατά καιρούς μου έκοβαν διάφορες λέξεις σε έντυπα, ενοχλημένοι. Με τον ίδιο τρόπο ενοχλεί και η εκπομπή όλα αυτά τα χρόνια, το στυλ και το ύφος της που είναι «στα αρχίδια μου όλα», πράγμα που φαίνεται πιο έντονο επειδή παίζει στο MAD, ένα νεανικό κανάλι με νεαρούς παρουσιαστές που μιλάει με σημερινή γλώσσα. Σκάω εκεί μέσα εγώ με όλα αυτά τα «κουραστικά». Που δεν είναι στην πραγματικότητα, απλά θα ήθελαν έναν ρυθμό πιο «Μπακογιαννόπουλος» για να σου έρθουν πιο άνετα. Όμως εγώ πρέπει να τα πω γρήγορα κι έτσι αν ο άλλος κολλήσει σε κάποια λέξη ή έκφραση, έχει χάσει όλο το κείμενο. Κάνω πολλές αναφορές σε ονόματα, είδη, αν δεν έχεις σχέση με τον κινηματογράφο γιατί να το δεις και τι να καταλάβεις; Εξαιτίας αυτής της διαφορετικότητας ή εκκεντρικότητας, αν θες, με έπαιζαν στον Αναστασιάδη και τις σχετικές χιουμοριστικές εκπομπές. Μου ζήτησαν να πάω στον Θέμο μια φορά. Είναι όμως εκπομπή που μοντάρεται κι εγώ ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει μοντάζ. Τι θα έβγαζαν από αυτό άραγε, τη γλάστρα, το αξιοπερίεργο «φρούτο»;
Έχουν κάνει ζημιά οι κριτικοί. Όταν ο κόσμος βλέπει συνέχεια 4 και 5 αστεράκια και πάει μετά να δει την ταινία η οποία είναι τέρας, μετά από κάμποσες ήττες, σταματάει να διαβάζει και τον κριτικό και να παρακολουθεί τα αστεράκια. Και σταδιακά σταματάει να πηγαίνει σινεμά. Εξ ου και οι περισσότεροι σήμερα κάθονται σπιτάκι τους, έχουν κατεβάσει άπειρες ταινίες, περισσότερες από όσες μπορούν να δουν στην πραγματικότητα, ξεκινούν να βλέπουν κάτι κι αν δεν τους αρέσει, σε 15 λεπτά έχουν βάλει το επόμενο. Στο σινεμά λυπάσαι να φύγεις γιατί έχεις πληρώσει. Σε μεγάλο ποσοστό, οι κριτικοί είναι υπεύθυνοι με το να προστατεύουν τους φίλους και τα αφεντικά τους. Μου έλεγαν να μη θάψω συγκεκριμένες ελληνικές ταινίες επειδή είναι «φίλος» ο σκηνοθέτης, ο πρωταγωνιστής, μέχρι και ο συνθέτης της μουσικής! Ήταν πολύ μεγάλο πρόβλημα αυτό. Πάντα υπάρχει κάποιος από την ταινία που σε ξέρει ή ξέρει το αφεντικό σου, κι αν δεν υπάρχει μέσα στην ίδια σου τη δουλειά, θα φροντίσει κάπως να σου την «πέσει». Μπορεί να σε πάρει τηλέφωνο ο ίδιος ο σκηνοθέτης για να σου «εξηγήσει» τι είναι αυτό που δεν κατάλαβες! Τέτοιες ομορφιές. Το είδος των κριτικά αποδεκτών φεστιβαλικών ελληνικών «επιτυχιών», όταν φτάνουν πάλι στην πατρίδα τους και διανέμονται στις αίθουσες, κάνουν το πολύ 15.000 εισιτήρια. Είναι ικανοποιητικό νούμερο αυτό για να έχουν τέτοιο τουπέ και να πλασάρονται σαν θεοί, επειδή πήγαν σε πέντε φεστιβάλ;
Ανέκαθεν είχα μια ροπή προς τη βωμολοχία γιατί θεωρώ ότι στην πραγματικότητα εμπεριέχει χιούμορ και κατά καιρούς μου έκοβαν διάφορες λέξεις ενοχλημένοι. Με τον ίδιο τρόπο ενοχλεί και η εκπομπή όλα αυτά τα χρόνια, το στυλ και το ύφος της.
Το freecinema.gr είναι αρκετά επιθετικό γι’ αυτό και το ονόμασα έτσι. Έχουν προσπαθήσει πολλές φορές να με χαλιναγωγήσουν στο παρελθόν, να μου αλλάξουν κείμενα, και ήθελα να ξεκινήσω κάτι εντελώς ελεύθερο. Τον Απρίλιο κλείνουμε τα τρία χρόνια. Τα παιδιά που συνεργάζονται δεν πληρώνονται, προφανώς, τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα αυτή τη στιγμή. Τους ευχαριστώ πολύ που με βοηθούν σε αυτό το one man show και που το έχουν πιστέψει. Δεν είναι εύκολο, ιδίως σήμερα που δεν βρίσκεις εύκολα ανθρώπους να γράψουν. Προκειμένου να κάτσω να κάνω ολόκληρο rewriting, πολλά πράγματα τα γράφω μόνος μου. Αναλογικά με τη συχνότητα των αναρτήσεων, πάει καλά το site. Δεν με ενδιαφέρει να βάλω κανόνα ότι πρέπει να ποστάρω 10-20 άρθρα την ημέρα. Περνούν μέρες που δεν ανεβάζω και τίποτα, όταν η ειδησεογραφία δεν με ικανοποιεί. Θέλω ο κόσμος που μπαίνει μέσα να διαβάζει κάτι διαφορετικό. Ακόμα και ένα τρέιλερ που θα το βάλουν όλοι παντού και θα καεί μέσα σε λίγα λεπτά από τα social, θα προσπαθήσω να το περάσω με το δικό μου ύφος. «Επιτέλους, η καινούρια ταινία του Τέρενς Μάλικ, με πολύ ωραία χρώματα»! Κανιβαλισμός. Πόσο καραγκιόζης και γελοίος ο Μάλικ. Θέλω να γραφτεί στο βιογραφικό μου ότι ήμουν ο πρώτος που υποκίνησε το μεγάλο γιουχάισμα στο «Tree Of Life» στις Κάννες. Επίσης, τα πάντα που ανεβαίνουν περνούν από διπλή διόρθωση. Δεν θέλω να υπάρχουν λάθη. Ευτυχώς το κοινό του site το έχει καταλάβει και αυτό δείχνει ότι τουλάχιστον διαβάζει αυτά που βλέπει.
Το «Όλος ο Φραγκούλης σε 3 λεπτά» είναι ένας αυτοσαρκασμός δικός μου και της εκπομπής. Σκεφτόμουν όλους αυτούς που με βρίζουν και δεν με αντέχουν. Κάποιος που δεν με αντέχει μια ώρα στην τηλεόραση, μήπως μπορεί να με δει σε πιο συντομευμένη βερσιόν; Έτσι προέκυψε το τρίλεπτο βιντεάκι στο freecinema.gr. Μια απλουστευμένη και σύντομη βερσιόν μου. Δεν είναι όλα τα επεισόδια ωραία, γιατί είναι 100% αυτοσχεδιαστικό αυτό που κάνουμε και δεν προετοιμάζουμε τίποτα με τους καλεσμένους. Δεν ξέρουμε ποτέ τι θα βγει…
Τα «ΠΡΙΟΝΙΑ», κάθε χρόνο του Αγίου Βαλεντίνου, το «Trashathon» παραμονές Χριστουγέννων και τα «Μέταλλα» που κάνουμε με την Ινώ Μέη όποτε γουστάρουμε, είναι τα μουσικά μου πάρτι. Προσπαθώ να μην τα «καίω», γι’ αυτό και δεν τα κάνω συχνά. Θέλω να ξεκινήσω και κάτι πιο σοβαρό, για να διοχετεύω την αγάπη μου για τη μουσική και τις όποιες γνώσεις διαθέτω, πράγμα που δεν μπορώ να κάνω με τα trash πάρτι. Με τον Δημήτρη Πάντσο είχαμε ξεκινήσει τα Kitscherella στα τέλη των 90s, όταν άνοιξε το Net στην Ασωμάτων. Τότε έπαιζαν και τα πρώτα 80s πάρτι γιατί είχαμε γκώσει με την techno, τη house και το πώς είχε εξελιχθεί το clubbing. Δεν ακουγόντουσαν τραγούδια πια και το team του Net προσπαθούσε να εκδικηθεί τη σχεδόν φασιστική εξαφάνιση του fun. Το ρεύμα της Britpop, του grunge και της ροκιάς, μαζί με το φούσκωμα της house και το πόσο ναρκωτικό έπεσε στην dance σκηνή, κατέστρεψαν τη διασκέδαση των 80s.
Ήμουν στον Ρήγα Φεραίο, τη νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού. Όταν έγινε η διάσπαση, αποτραβήχθηκα. Ασχολήθηκα ξανά το τελευταίο διάστημα, γιατί είμαι ένα «δημόσιο πρόσωπο» που βγαίνει ανοιχτά, με το όνομά του στα social media, σε μια εποχή που η ενημέρωση των ανθρώπων μέσω των media είναι στρεβλή. Πρέπει λοιπόν τα social να είναι η άμυνα στο μπλοκάρισμα της ενημέρωσης. Ιδεολογικά όλοι ξέρουν πού τοποθετούμαι. Από τη στιγμή όμως που με ακολουθούν κάποιες χιλιάδες άτομα, που μπορεί να μην έχουν πρόσβαση στα Μέσα, ας δουν κάτι διαφορετικό. Είμαι δημοσιογράφος. Δεν θέλω να δείξω με το δάχτυλο, θέλω να υπάρχει και μια δόση χιούμορ, γι’ αυτό πάντα έβαζα αυτά τα hashtags που δηλώνουν κάτι το σαρκαστικό. #the_humanity, #Delfinario, είναι σαν αναφωνήματα! Δεν ξέρω αν θα μου έκαναν ποτέ πρόταση να πολιτευθώ, νομίζω ότι είμαι αρκετά πιο τολμηρός από αυτό που κυκλοφορεί σήμερα στη Βουλή.
Info
Ο Ηλίας Φραγκούλης διευθύνει το κινηματογραφικό site freecinema.gr, επιμελείται και παρουσιάζει την εκπομπή CINEMAD στο MAD TV και απόψε ανεβαίνει, μετά τις 22:00, στα decks του Bios Tesla (Πειραιώς 84) με τα «ΠΡΙΟΝΙΑ» του.
σχόλια