Λευκά χαρτιά που μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζουν σχέδια. Ατελιέ σε φρενήρεις ρυθμούς. Υφάσματα, λάμψη, σκληρές αλήθειες, άγνωστες λεπτομέρειες, απίθανες ιστορίες. Τα πλάνα είναι πολύχρωμα, καταιγιστικά, νοσταλγικά. Τα πρόσωπα θρυλικά. Η κινηματογράφηση αποκαλυπτική. Οι κουρτίνες ανοίγουν, η μουσική παίζει δυνατά, η επίδειξη ξεκινά. Μαζί της και το ταξίδι στον κόσμο της παγκόσμιας μόδας.
«Σινεμά και Μόδα: πίσω από τον καθρέφτη» έχει τίτλο το νέο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης που πραγματοποιείται στην online πλατφόρμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (online.filmfestival.gr) από τη Δευτέρα 15 έως την Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου, ζουμάροντας στις ζωές και το έργο τριών κορυφαίων προσωπικοτήτων και οίκων της υψηλής ραπτικής (κάθε ταινία θα συνοδεύει ένα εισαγωγικό βίντεο παρουσίασης από ανθρώπους που ασχολούνται με τη μόδα).
Έτσι, ο Φρεντερίκ Τσενγκ με το «Dior and I» (2014) μας μεταφέρει στον κόσμο του παγκοσμίου φήμης Γάλλου σχεδιαστή μόδας Κριστιάν Ντιόρ (πανελλήνια πρεμιέρα, την ταινία παρουσιάζει η σχεδιάστρια Αλκμήνη Τριγωνάκη), η Λόρνα Τάκερ αποτυπώνει με την κάμερά της στο «Γουέστγουντ: Πανκ, Είδωλο, Ακτιβίστρια» (2018) τις πολλές και ταραχώδεις ζωές της εκκεντρικής και πρωτοπόρου σχεδιάστριας Βίβιεν Γουέστγουντ (την ταινία παρουσιάζει ο σχεδιαστής Νίκος Δάλλας), ενώ με το «Μαρτάν Μαρτζελά – Με τα δικά του λόγια» (2019) ο Ράινερ Χόλτσεμερ προσπαθεί να λύσει τον γρίφο ενός από τους πιο επιδραστικούς αλλά κι αινιγματικούς σχεδιαστές της εποχής μας (παρουσιάζει η σύμβουλος μόδας Δήμητρα Νάνου).
Τον Απρίλιο του 2012 ο Ραφ Σίμονς τοποθετείται στο τιμόνι του οίκου Dior ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Ο Βέλγος σχεδιαστής, που τότε ίσα που είχε συμπληρώσει τα 44 του χρόνια, δεν ήταν η πιο αυτονόητη επιλογή: ήταν μινιμαλιστής, είχε ξεκινήσει από τη σχεδίαση επίπλων, είχε μεταπηδήσει στον κόσμο του prêt-à-porter και δεν είχε –όπως παραδέχεται ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ– «ιδιαίτερη σχέση με την υψηλή ραπτική».
Dior and I
(Πανελλήνια πρεμιέρα)
(Γαλλία, 2014)
Σκηνοθεσία-σενάριο: Φρεντερίκ Τσενγκ
Με τους: Christian Dior, Omar Berrada, Raf Simons
Έγχρωμη, 90'
Τον Απρίλιο του 2012 ο Ραφ Σίμονς τοποθετείται στο τιμόνι του οίκου Dior ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Από τους επικεφαλής του ομίλου τού δίνονται μόλις οκτώ εβδομάδες για να προετοιμάσει και να παρουσιάσει την πρώτη του συλλογή.
Ο Βέλγος σχεδιαστής, που τότε ίσα που είχε συμπληρώσει τα 44 του χρόνια, δεν ήταν η πιο αυτονόητη επιλογή: ήταν μινιμαλιστής, είχε ξεκινήσει από τη σχεδίαση επίπλων, είχε μεταπηδήσει στον κόσμο του prêt-à-porter και δεν είχε –όπως παραδέχεται ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ– «ιδιαίτερη σχέση με την υψηλή ραπτική». Επιπλέον είχε πέσει σε εκείνον ο κλήρος να διαδεχθεί τον Τζον Γκαλιάνο, να αποκαταστήσει την τιμή του οίκου και να ξαναδώσει ζωή στα αποκαΐδια που άφησε πίσω της η μεγαλοφυΐα.
Σε αυτή την πυρετώδη κατάσταση τον βρίσκει, λοιπόν, το ντοκιμαντέρ «Dior and I» (έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τribeca το 2014), το οποίο μεταφέρει τον θεατή στον παραμυθένιο κόσμο του Γάλλου σχεδιαστή μόδας Κριστιάν Ντιόρ και στην αγωνιώδη προσπάθεια που κάνει ο νεοπροσληφθείς Σίμονς να σταθεί στο ύψος της ιστορίας του οίκου.
Βρισκόμαστε στην προετοιμασία της νέας κολεξιόν, την οποία ο νέος επικεφαλής του οίκου καλείται να υλοποιήσει μέσα σε οκτώ πυρετώδεις εβδομάδες. Αναμειγνύοντας την ετοιμασία του σόου με τους απόηχους από εικόνες του παρελθόντος, παρακολουθούμε την αγωνία του δημιουργού μαζί μ' εκείνην όλου του προσωπικού.
«Όταν κάθισα με τον Ραφ Σίμονς να συζητήσω πρώτη φορά για το ντοκιμαντέρ, με εντυπωσίασε η απροθυμία του. Ήταν βέβαια κατανοητό ότι κανείς μπορεί να είναι απρόθυμος να αφήσει ένα ολόκληρο συνεργείο κινηματογράφησης να γίνεται σκιά του επί τρεις μήνες. Ωστόσο, η ανησυχία του Ραφ συνεχώς μεγάλωνε. Ένιωσα ότι η ευαισθησία που έδειχνε θα κυριαρχούσε στην ταινία» λέει ο Αμερικανός σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Φρεντερίκ Τσενγκ.
Μελετώντας, ωστόσο, την ιστορία του οίκου συνειδητοποίησε πως το αίσθημα αποξένωσης και ο φόβος προς τη δημοσιότητα ήταν κάτι σαν κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Κριστιάν Ντιόρ, γνωστός για τη μετριοπάθεια και την αφόρητη ευαισθησία. «Καθώς ο Ραφ με γνώριζε καλύτερα, έδειχνε λιγότερο εκφοβισμένος από την παρουσία της κάμερας, αλλά ήξερα ότι παρέμεινε αρκετά ανήσυχος. Δεν ήταν εύκολο: έπρεπε την ίδια στιγμή να διαχειριστεί τη δημιουργία της πρώτης συλλογής και το γεγονός ότι γινόταν public figure μπροστά στις κάμερες».
Ένα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ που καταφέρνει σαν κέντημα να συνδυάζει τα παρασκήνια του παρόντος, εικόνες και στιγμιότυπα ενός μυθικού παρελθόντος, την αγωνία του νέου δημιουργού μαζί μ' εκείνη όλου του προσωπικού (πόσο υπέροχες οι πιο παλιές μοδίστρες του οίκου που μετρούν πάνω από τέσσερις δεκαετίες κάτω από τα τούλια και τους ταφτάδες του Ντιόρ). Και σαν φάντασμα γύρω από το οποίο χορεύουν όλοι, η φωνή του ίδιου του Κριστιάν Ντιόρ να κρατά το ρόλο αφηγητή.
«Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Ραφ ως μια ιδιαίτερη μετενσάρκωση του ίδιου του Ντιόρ. Μοιράζονταν την ίδια έντονη ανάγκη για προστασία της ιδιωτικής τους ζωής αλλά και τις ίδιες αναφορές στην τέχνη. Καθώς συνέχισα να διαβάζω τα απομνημονεύματα του Ντιόρ, συνειδητοποίησα ότι το παρελθόν αντικατοπτρίζεται στο παρόν – και αντίστροφα. Όλα όσα συνέβαιναν μπροστά στον φακό ήταν μια απόδειξη για τη δύναμη των παραδόσεων. Η ιστορία επαναλαμβανόταν.
Τότε σκέφτηκα: τι τρομακτικό συναίσθημα πρέπει να είναι αυτό για τον Ραφ. Πώς θα μπορέσει να αλλάξει την πορεία της ιστορίας, ενώ τροφοδοτείται από το παρελθόν; Πώς θα επέβαλε το δικό του στίγμα; Στην έδρα του Οίκου στο Παρίσι, είναι αδύνατο να μη νιώσει κανείς την παρουσία του ιδρυτή. Η εικόνα του είναι παντού. Άρχισα να φαντάζομαι ότι ο Ραφ πρέπει να αισθανόταν σαν την κυρία ντε Γουίντερ στη "Ρεβέκκα" του Χίτσκοκ. Ένας άνθρωπος κυριευμένος από το φάντασμα του προηγούμενου κατοίκου του σπιτιού».
***
Γουέστγουντ: Πανκ, Είδωλο, Ακτιβίστρια
Westwood: Punk, Icon, Activist
(Ηνωμένο Βασίλειο, 2018)
Σκηνοθεσία: Λόρνα Τάκερ
Με τους: Pamela Anderson, Christina Hendricks, Kate Moss
Γλώσσα: Αγγλικά
Έγχρωμη, 83'
Παγκόσμιο σύμβολο του πανκ κινήματος των '70s. Εκκεντρική και πρωτοπόρος σχεδιάστρια μόδας που έδωσε στις παραμάνες και το καρό άλλη διάσταση. Σταθερό σημείο αναφοράς για την ποπ κουλτούρα και ακούραστη ακτιβίστρια.
Χωράει μια ζωή μυθιστορηματική σαν αυτή που έζησε και ζει ακόμα και σήμερα στα 79 της χρόνια η Βίβιαν Γουέστγουντ σε 83 λεπτά; Όχι βέβαια. Αλλά ακόμα και μια μικρή δόση από τις κατακτήσεις και τις εμπειρίες μιας γυναίκας που καθόρισε τη βρετανική μόδα μπορεί να μας αφήσει μια υπέροχη γεύση αυτοπεποίθησης, δυναμισμού κι ελπίδας.
Ταυτισμένη με το πανκ κίνημα από τα τέλη της δεκαετίας του '60, που άνοιξε στην οδό King's Road του Λονδίνου το πρώτο της κατάστημα με την ονομασία «Let it Rock», η τρελάρα Βίβιαν ξεκαθαρίζει μπροστά στην κάμερα της Λόρνα Τάκερ: «Αφήστε με να μιλήσω να τελειώνουμε και με αυτό». Ενώ η φίλη και συμπατριώτισσά της, Κέιτ Μος, της αποδίδει τον τίτλο «βασίλισσα»!
Στο ντοκιμαντέρ παρακολουθεί κανείς τις πολλές και ταραχώδεις ζωές της Γουέστγουντ, όπως τις αφηγείται για πρώτη φορά η ίδια, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες (λες και τις λογάριασε ποτέ). Η ζωή της ένα ατελείωτο, περιπετειώδες πηγαινέλα σε ατελιέ, βραβεύσεις, διαδηλώσεις και αποστολές μαζί με τα πληρώματα οικολογικών οργανώσεων, δηλώσεις που πυροδοτούν συζητήσεις και δημιουργίες που τεντώνουν τα όρια.
«Κίνητρό μου υπήρξε πάντα η σκέψη τού τι αφήνουμε πίσω μας και τι μπορεί να συμβεί στον κόσμο. Με αυτό τον τρόπο σκέφτομαι τις δημιουργίες μου: θέλω πάνω από όλα να έχουν χαρακτήρα» λέει.
Συνδυάζοντας αρχειακό υλικό με σημερινές συνεντεύξεις, το ντοκιμαντέρ συνθέτει τις ψηφίδες του πορτρέτου της πρωταγωνίστριας κι έτσι αναδύεται ένα συναρπαστικό ταξίδι που ξεκινά από την παιδική της ηλικία στο μεταπολεμικό Ντέρμπισαϊρ της Βρετανίας, περνά στο πανκ κίνημα και την καθοριστική σχέση της με τον μάνατζερ των Sex Pistols, Mάλκολμ ΜακΛάρεν (χαλαρή, σε μια μοβ πολυθρόνα, την ακούμε να λέει πόσο βαρετό είναι το πανκ παρελθόν της), κάνει στάσεις σε μερικά από τα πιο εμβληματικά της ρούχα (η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της «μια γυναίκα σε αποστολή») και καταλήγει στην αποθέωση στις πασαρέλες του Παρισιού και του Μιλάνου. Και μετά από όλα αυτά, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Λόρνα Τάκερ είναι ένα ακόμα θύμα της γοητείας της Γουέστγουντ.
***
Μαρτάν Μαρτζελά – Με τα δικά του λόγια
Martin Margiela – In His Own Words
(Γερμανία-Βέλγιο, 2019)
Σκηνοθεσία-σενάριο: Ράινερ Χόλτσεμερ
Έγχρωμο, 90'
Γεννήθηκε στο Βέλγιο to 1959. Φοίτησε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Καθιερώθηκε στο Παρίσι. Θήτευσε πλάι στο κακό παιδί της γαλλικής μόδας, Ζαν Πολ Γκοτιέ. Αποθεώθηκε από τους Γάλλους.
Στις 41 επιδείξεις που πραγματοποίησε μεταξύ 1989 and 2009 δεν βγήκε ποτέ να χαιρετήσει. Μίσησε την δημοσιότητα. Δεν πρόλαβε να δει τη μόδα να παραδίδεται άνευ όρων στη φρενίτιδα των social media γιατί πολύ απλά, μια μέρα του 2009, εγκατέλειψε τον οίκο που δημιούργησε, εξαφανίστηκε από την διεθνή σκηνή και δεν μάθαμε ποτέ ξανά τι απέγινε.
Γνωστός και ως ο «Banksy της μόδας», ο Μαρτάν Μαρτζελά καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο επιδραστικούς σχεδιαστές της εποχής μας, παρότι όχι μόνο δεν ακολούθησε τους κανόνες αυτής της ανελέητης βιομηχανίας αλλά πάλεψε πολύ να τους αποδομήσει. Στις συνεντεύξεις και τις συμφωνίες απαντούσε πάντα μόνο μέσω φαξ, το πρόσωπό του δεν το έχει αποκαλύψει ποτέ δημοσίως, φωτογραφίες του κυκλοφορούν μετρημένες στα δάχτυλα αλλά κι αυτές ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να μας τις επιβεβαιώσει.
«Ένιωσα ότι δεν μπορούσα πλέον να αντεπεξέλθω στην παγκoσμίως αυξανόμενη πίεση και στις υπερβολικές απαιτήσεις του εμπορίου» έγραψε σε ένα φαξ που έστειλε στον Independent πριν από πολλά χρόνια. «Δεν αντέχω την υπερβολική δόση πληροφοριών που μεταφέρονται μέσω social media, καταστρέφοντας τον "ενθουσιασμό της αναμονής" και ακυρώνοντας κάθε αποτέλεσμα έκπληξης, το οποίο ήταν τόσο θεμελιώδες για μένα».
Τα ρούχα του αρνήθηκε να τα γεμίσει με λογότυπα και «ταυτότητες» γνησιότητας αλλά από όσους εργάζονταν για τον Οίκο Μαρτζελά ζητούσε να φορούν τη χαρακτηριστική λευκή ποδιά (σαν γιατροί της μόδας) ώστε να είναι ξεκάθαρο ότι ανήκουν στην ομάδα.
Μέχρι το 2009 που εξαφανίστηκε από την διεθνή σκηνή, επέμεινε στην ασφάλεια που του έδινε η διακριτικότητα και παρέμεινε στη σκιά σε έναν κόσμο που μοιάζει να μην υπάρχει μακριά από το φως. «Δεν μου αρέσει η ταυτότητα του σελέμπριτι. Η ανωνυμία μου ήταν πάντα εξαιρετικά σημαντική. Κρατά τις ισορροπίες μέσα μου και με κάνει να νιώθω όπως όλοι» ακούγεται να λέει στην ταινία.
Για τον μυστηριώδη κύριο Μαρτζελά είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό ότι δέχτηκε για χάρη του ντοκιμαντέρ να απαντήσει στις ερωτήσεις του Ράινερ Χόλτσεμερ, να επιτρέψει στην κάμερα να ζουμάρει στην αμηχανία που φανερώνουν οι κινήσεις των χεριών του, να μας αφήσει να κρυφοκοιτάξουμε τις σημειώσεις και τα προσωπικά του αντικείμενα.
Μέσα από μια καταβύθιση στις εμβληματικές συλλογές και στην κοσμοθεωρία του ανθρώπου που ξεκίνησε ως βοηθός του Γκοτιέ για να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στη βιομηχανία, το ντοκιμαντέρ παραμένει προσωπικό, διατηρώντας την ανωνυμία του δημιουργού. Αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά σπάνιο υλικό, ο σκηνοθέτης παραδίδει ένα στοχαστικό πορτρέτο για τη σχέση της αγοράς με τη δημιουργικότητα, αλλά και των πιο απλών υλικών με τα πιο ευγενή συναισθήματα. «Ήξερα ότι πολύ συχνά αυτό που δεν σου αρέσει μπορεί να αποδειχτεί πολύ συναρπαστικό. Ήξερα ότι είχα γούστο αλλά όχι ότι αυτό μπορεί να καθιερώσει στυλ» λέει.
Όπως εκείνος μας έβαζε πάντα στα πιο παράξενα μονοπάτια, παρουσιάζοντας τις δημιουργίες του ως μια νέα σπουδή για τη μόδα, έτσι και το ντοκιμαντέρ μας ξεναγεί σε έναν κόσμο που μας εντυπωσίαζε χωρίς πάντα να καταλαβαίνουμε γιατί. Η φωνή του ίδιου του Μαρτάν Μαρτζελά, ήρεμη, απαλή, και κατασταλαγμένη, διαπερνά το φιλμ κι επιμένει πως «το καλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να μου κάνεις είναι να δεις ένα ρούχο μου και να πεις: ουάου». Τουλάχιστον πια θα ξέρουμε γιατί του χαρίσαμε τόσες φορές αυτό το επιφώνημα...
* Το αφιέρωμα πραγματοποιείται με την υποστήριξη του συλλόγου Παλαιών Μαθητών και Φίλων του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης Nouvelle Amicale.