“Μαμά, είμαι όμορφος;» Ο ψηλόλιγνος έφηβος με τη βαριά φωνή, τα μπλε μάτια και τα πεταχτά αυτιά που είχε μείνει στην ίδια τάξη εξαιτίας της πολιομυελίτιδας κάτι υποψιαζόταν όταν έκανε την ερώτηση, για να λάβει την από καρδιάς υπεκφυγή αντί ευθείας απάντησης, «το πρόσωπό σου διαθέτει χαρακτήρα». Πόσο δίκιο είχε η μητέρα του Καναδού Ντόναλντ Σάδερλαντ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, αφήνοντας, μαζί με την παραμερισμένη ματαιοδοξία του, μια σοβαρή παρακαταθήκη αξέχαστων ρόλων και συνεχούς παρουσίας στην ουσία της υποκριτικής. Πόσοι μπορούν να καυχηθούν για δύο τουλάχιστον κλασικά φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου;
Ο γηραιός Καζανόβα του Φελίνι σκύβει μπροστά στη φθορά, ρεζιλεύεται μπροστά στο σκωπτικό κοινό που παρακολουθεί γελώντας μια μικρή περφόρμανς που άλλοτε προκαλούσε θαυμασμό, βλέπει τον θάνατο να τον επισκέπτεται με κοντινό στα ματωμένα μάτια και το σπασμένο, γεμάτο ρουζ πρόσωπό του, και λικνίζεται με τη μπαλαρίνα του την Ενριέτα στον χορό του τέλους, σαν διακοσμητικό παιχνίδι στο πέρασμα του χρόνου. Και στους στοιχειωτικούς Ανθρώπους του τρόμου του Φίλιπ Κάουφμαν η κάμερα ξεκινά από ένα gros plan στο βλέμμα φρίκης, για να την καταπιεί το στόμα του, σωματοποιώντας την ύστατη κραυγή προτού καταληφθεί από τους εξωγήινους εισβολείς.
Κανείς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί συμμετοχή σε έναν τόσο αγαπητό και σεβαστό ηθοποιό που δεν είχε βρεθεί ποτέ στην πεντάδα των Όσκαρ, αλλά, όπως είπε και η Γούπι Γκόλντμπεργκ στον ακριβέστατο λόγο της στο τιμητικό του βραβείο το 2017, όλοι οι γύρω του κέρδισαν ένα από αυτά, γιατί ήταν τόσο καλός.
Ξεκίνησε χωρίς τρομερές φιλοδοξίες, υψηλές προσδοκίες ή προνομιακές προοπτικές, νιώθοντας ικανοποιημένος που δέχονταν να τον προσλάβουν, ακριβώς επειδή είχε μεγάλα αυτιά και κανείς άλλος δεν δεχόταν να παίξει κωμικά («Και οι 12 ήταν καθάρματα») και τυχερός που οι συνάδελφοί του, όπως ο συμπατριώτης του Κρίστοφερ Πλάμερ, τον πρότειναν για δουλειές (MASH). Πολύ γρήγορα ταυτίστηκε με την αντικουλτούρα και το σινεμά που την αποτύπωσε, όχι γιατί συνέπεσε με τη μόδα της εποχής αλλά γιατί το εννοούσε και το πίστευε πολιτικά.
Αυτός είναι ο λόγος που επιδίωξε να αποτελεί μέρος των Hunger Games, χωρίς να γνωρίζει τους συντελεστές ή να έχει διαβάσει τα ομώνυμα best sellers, μόνο διότι είδε μπροστά του, μετά από δεκαετίες, μια χρυσή ευκαιρία να μιλήσει διά του ρόλου του σε ένα νέο κοινό και να το ξυπνήσει, όπως στα '70s, με μια μικρή προσπάθεια rewriting – ανέκαθεν συνήθιζε να προσθέτει και να ξαναγράφει τους διαλόγους του, προς το βέλτιον. Στέλνοντας μια επιστολή στους παραγωγούς και στον σκηνοθέτη, έθεσε εαυτόν στη διάθεσή τους και εκείνοι συμφώνησαν αμέσως, δίνοντάς του έτσι τον χώρο να πλάσει έναν Κοριολανό για τη γενιά των social media και να αποκτήσει φωνή με τους υπέροχους μονολόγους του – η έλλειψη ματαιοδοξίας που λέγαμε.
Κανείς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί συμμετοχή σε έναν τόσο αγαπητό και σεβαστό ηθοποιό που δεν είχε βρεθεί ποτέ στην πεντάδα των Όσκαρ, αλλά, όπως είπε και η Γούπι Γκόλντμπεργκ στον ακριβέστατο λόγο της στο τιμητικό του βραβείο το 2017, όλοι οι γύρω του κέρδισαν ένα από αυτά γιατί ήταν τόσο καλός – η Τζέιν Φόντα στην Εξαφάνιση του Πάκουλα συγκαταλέγεται ανάμεσά τους. Συνοψίζοντας την τέχνη του, η Αμερικανίδα ηθοποιός επισήμανε πως ο Σάδερλαντ έκανε τον θεατή να αγαπήσει αντιπαθέστατους χαρακτήρες, επειδή ο ίδιος τους αγαπούσε. Η συμπόνια του παίρνει σάρκα και οστά σε δύο από τα καλύτερα δείγματα της τεράστιας φιλμογραφίας του.
Το Don't Look Now του Νίκολας Ρεγκ έγινε διάσημο από τη γυμνή σκηνή του στην κρεβατοκάμαρα μαζί με την Τζούλι Κρίστι (δυο πολύ ντροπαλοί άνθρωποι που μάζεψαν τα κουράγια τους, γδύθηκαν και το έκαναν, όπως το περιγράφει ο ίδιος), ωστόσο το επώδυνο ταξίδι του ζευγαριού στην απώλεια και την παράνοια της παράδοξης επιλογής να πάνε στη Βενετία για να απαλύνουν το πένθος τους διευκολύνεται από την αταλάντευτη σταθερότητα του Τζον Μπάξτερ που θρηνεί μοναχικά ως απόλυτα υποστηρικτικός παρτενέρ μιας ανερμάτιστης, τραγικής γυναίκας.
Η απλότητα και η ανθρωπιά του φάνηκαν ακόμα περισσότερο στους Συνηθισμένους Ανθρώπους, δίπλα στην αυστηρότητα της Μέρι Τέιλορ Μουρ και τον γιο τους, Τίμοθι Χάτον. Ο σύζυγος, Κάλβιν Τζάρετ, έχει πετρώσει από την απώλεια του χαρισματικού γιου, που προφανώς προτιμούσαν να υπάρχει ακόμα στη ζωή, σε τέτοιο βαθμό που δέχεται τα απόνερα της θρυμματισμένης οικογένειάς του σε κάθε περίσταση. Κι όταν η άκαρδη λέαινα-σύζυγος τον ψέγει, θυμάται πως ακόμα και παρατήρηση για το λάθος χρώμα κάλτσες που φόρεσε στην κηδεία δέχτηκε πάνω στην ψυχαναγκαστική άρνησή της. Σπάζοντας για μια ακόμη φορά, ο Σάδερλαντ έδειξε πως κάτω από την ήσυχη και αξιοπρεπή εικόνα του everyman, περίμενε ένας μάγος της απλότητας να αναδείξει αναπάντεχα συναισθήματα.