ΥΠΗΡΞΕ ΑΡΑΓΕ ΠΟΤΕ πιο αναπάντεχος σταρ και πιο πολυσχιδής καρατερίστας από τον Ντόναλντ Σάδερλαντ; Υπήρξε φυσιογνωμία πιο αγαπητή στο ευρύ κοινό παρά τα περίεργα και ασύμμετρα χαρακτηριστικά του, και παρά το γεγονός ότι συχνά υποδυόταν χαρακτήρες στα όρια της παραφροσύνης ή και πέρα απ’ αυτά;
Ρητορικά ερωτήματα. Ό,τι κι αν έπαιζε σχεδόν –και έπαιξε τους πάντες και τα πάντα, με χαρακτηριστική άνεση– φιλτραριζόταν μέσα από κάτι βαθιά δικό του, σαν να απολαμβάνει ένα ιδιωτικό αστείο ή σαν να κρύβει επιτυχώς την υποψία ή τη βεβαιότητά του ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά (στον κόσμο).
Κι αυτή η φωνή… τόσο υποβλητική και υπνωτικά καθησυχαστική, ακόμα κι αν προερχόταν από απειλητικά λοξούς χαρακτήρες. Είναι τόσες οι ταινίες στις οποίες εμφανίζεται συγχρόνως τρομακτικός και αξιαγάπητος, τρυφερός και σαρδόνιος, ασεβής αλλά αφοσιωμένος, εκκεντρικός αλλά γήινος. Παντός καιρού και όλων των εποχών. Πάντα αξιόπιστος και πάντα απρόβλεπτος. Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε κάπου, «δεν εξαφανιζόταν ο ίδιος σ’ ένα ρόλο, ο ρόλος εξαφανιζόταν μέσα του».
Όπως είχε πει σε διάφορες συνεντεύξεις του, όταν μεγάλωνε στον Καναδά, είχε ρωτήσει τη μητέρα του αν είναι καθόλου ωραίος, κι εκείνη του είχε πει, «όχι, αλλά το πρόσωπο σου έχει πολύ χαρακτήρα». Θυμόταν επίσης ότι κάποτε τον είχε απορρίψει ένας παραγωγός για έναν ρόλο, λέγοντάς του: «Αυτός ο χαρακτήρας είναι ο τύπος της διπλανής πόρτας. Εσύ μοιάζεις σαν να μην έχεις μείνει στη διπλανή πόρτα κανενός».
«Μακάρι να μπορούσα να πω ευχαριστώ σε όλους τους χαρακτήρες που έπαιξα, και χρησιμοποίησα τις ζωές τους για να ενημερώσω τη δική μου».
Κι όμως, οι αποχρώσεις που ήταν ικανός να ξετυλίγει, μ’ αυτή την ήπια καυστικότητα που τον διέκρινε, τον έκαναν απολύτως πειστικό σε οποιονδήποτε ρόλο. Παρότι κατεξοχήν ηθοποιός χαρακτήρων όμως, ήταν γοητευτικός και ελκυστικός ως σταρ. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες γυναίκες έχω ακούσει να τον εκθειάζουν –πάνω απ’ όλους, συχνά– μέσα στα χρόνια. Κατανοητό απολύτως, αν και όχι από όλους ίσως. Ο ίδιος είχε πει ότι μια φορά ένας δημοσιογράφος που του είχε πάρει συνέντευξη, του είπε στο τέλος της: «Ξέρετε, παντρεύομαι την επόμενη εβδομάδα. Έχω μια απορία. Η γυναίκα μου λέει ότι είστε πολύ ωραίος. Γιατί;».
Παρότι σαφώς ελευθεριακής και αδέσμευτης προδιάθεσης, είχε δηλώσει σε μια μεγάλη συνέντευξη που είχε δώσει κάποτε στο Playboy ότι «ηθοποιός σημαίνει υποταγή στο θέλημα του σκηνοθέτη». Τρεις φορές παντρεύτηκε, και τις τρεις με ηθοποιούς, ενώ οι τρεις γιοι του από τον τρίτο και πιο στερεό γάμο του, με τη Φρανσίν Ρασέτ, έχουν ονόματα σκηνοθετών με τους οποίους συνεργάστηκε: Ροσίφ (από τον Γάλλο σκηνοθέτη Φρεντερίκ Ροσίφ), Ρεγκ (από τον Νίκολας Ρεγκ, σκηνοθέτη του αριστουργηματικού Don’ t Look Now) και Άνγκους Ρέντφορντ (από τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, σκηνοθέτη του στο «Συνηθισμένοι άνθρωποι»).
«Δεν την παρακολουθείς σαν ηδονοβλεψίας αυτήν τη σκηνή», είχε πει για την περιβόητη ερωτική του σκηνή με την Τζούλι Κρίστι στο Don’t Look Now («Μετά τα μεσάνυχτα» ελληνιστί). «Είναι μια σκηνή γαμήλιας οικειότητας. Δεν βλέπεις ανθρώπους να κάνουν έρωτα. Θυμάσαι τον εαυτό σου να κάνει έρωτα».
Σ’ ένα άλλο αριστούργημα της δεκαετίας του ’70 όπου έπαιξε, το Klute, οι ερωτικές του σκηνές με την Τζέιν Φόντα, είναι πολύ πιο διακριτικές, μαζί της όμως απέκτησε πραγματική ρομαντική σχέση, η οποία ενισχύθηκε από τις κοινές τους ριζοσπαστικές πεποιθήσεις (η δεύτερη σύζυγός του, και μητέρα του Κίφερ, Σίρλεϊ Ντάγκλας είχε συλληφθεί κάποτε ενώ επιχειρούσε να αγοράσει χειροβομβίδες για τους Μαύρους Πάνθηρες χρησιμοποιώντας προσωπική επιταγή).
Ως ζεύγος πλέον, διοργάνωσαν μια πολύ γενναία αντιπολεμική περιοδεία το 1972, ένα «πολιτικό βαριετέ» που τις περισσότερες νύχτες κατέληγε με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ να διαβάζει αποσπάσματα από το Ο Τζόνι πήρε το όπλο του του Ντάλτον Τράμπο. Η περιοδεία είχε τίτλο F.T.A., που μπορούσε να σημαίνει Free Theatre Associates ή Free The Army ή... πιο ευρέως, Fuck The Army.
Μοιάζει εξωφρενικό το γεγονός ότι δεν κέρδισε ποτέ υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ, αλλά δεν είναι ο μόνος ή η μόνη από τους σπουδαίους ερμηνευτές της οθόνης που ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Είναι όμως ίσως η πιο κραυγαλέα περίπτωση. Πήρε εν τέλει ένα τιμητικό Όσκαρ το 2017, και παραλαμβάνοντάς το δήλωσε με αυθεντική ταπεινοφροσύνη (ήταν αδύνατο να εκλάβεις οτιδήποτε έλεγε, εντός και εκτός οθόνης, ως μη αυθεντικό): «Μακάρι να μπορούσα να πω ευχαριστώ σε όλους τους χαρακτήρες που έπαιξα, και χρησιμοποίησα τις ζωές τους για να ενημερώσω τη δική μου».