ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Γεννήθηκα στον Πειραιά και μέχρι πριν από λίγα χρόνια ζούσα στο Κερατσίνι. Λαϊκή μεσοαστική οικογένεια, αλλά με καλλιτεχνικές ρίζες. Ο πατέρας μου, που χάθηκε πρόσφατα, ήταν καλός μπουζουξής και τραγουδούσε. Ο πατέρας του, ο παππούς μου, τράβαγε αμανέδες με τον Σωφρονίου και τον Βαμβακάρη, ενώ το όνομά του υπάρχει στο βιβλίο του Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα. Μοιραία μεγάλωσα με τα λαϊκά τραγούδια, τα οποία για πολλά χρόνια σνόμπαρα: Καζαντζίδη, Ζαγοραίο, αλλά και Τσιτσάνη, Νίνου, Μπέλλου, όλα αυτά. Ανήκα, βλέπεις, κι εγώ σ' αυτήν τη μάλλον ανόητη συνομοταξία των νέων που ηδονίζονταν με τον Τομ Γουέιτς και τον Λου Ριντ κι έκλειναν προκλητικά τα αυτιά στα κλαρίνα και στα μπουζούκια. Φάση ήταν, την πέρασα.
Παραδόξως, οι γονείς μου με πίεζαν να ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά. Με θυμάμαι 6 ετών να παρακολουθώ μαθήματα ζωγραφικής και τη μάνα μου να εκτελεί χρέη φρουρού από πάνω μου για να βγάλω πολλά σχέδια. Το 1986, 12 ετών, κερδίζω το β' βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Παιδικού Σχεδίου. Το αντίτιμο του βραβείου ήταν ο γύρος της Ανατολικής Ευρώπης για 22 μέρες, έγινε όμως το ατύχημα του Τσερνομπίλ κι έτσι μετατέθηκε για τον επόμενο χρόνο. Από τότε γούσταρα πολύ τα ταξίδια και τη φυγή, κάτι που με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Αυτή όμως η βράβευση ως παιδί-θαύμα, και καλά, στη ζωγραφική, με έκανε να μην ξαναπιάσω στα χέρια μου πινέλα και καβαλέτο.
O καθένας στον χώρο αυτό μπορεί να έχει τις κλίκες του, εγώ, ωστόσο, απ' τις δικές μου κλίκες μια ζωή παρέμενα άφραγκος και ανέμελος.Άμα μου πάρεις τους φίλους μου, με σκότωσες.
Κρατούσα ολόκληρα τετράδια με κριτικές ταινιών που έβλεπα σε ηλικία κάτω των 10 ετών. Πήγαινα στο συνοικιακό σινεμά πάντα μόνος μου και καθόμουν και στη δεύτερη προβολή της ταινίας, μόνο και μόνο για να σημειώνω όσα ονόματα συντελεστών προλάβαινα. Όλο αυτό σταμάτησε μια μέρα που την έστησα έξω από το σινεμά στις 8 το πρωί, μια ώρα δηλαδή πριν ανοίξουν οι άνθρωποι. «Τι διάολο, ρε, στον ύπνο σου μας έβλεπες;» μου είπε ο αγουροξυπνημένος ιδιοκτήτης και με πρόσβαλε μέχρι δακρύων παιδί πράγμα που ήμουν.
Σπούδασα κινηματογράφο στης συχωρεμένης της Χατζίκου, γιατί το ήθελα, και δημοσιογραφία ταυτόχρονα για την αναβολή από τον στρατό. Οι δύο αυτές σχολές, έτσι ταυτόχρονα που τις παρακολουθούσα, ήταν σκέτη παράνοια: στη Χατζίκου κάθε απόγευμα συζητούσαμε με τον Δήμο Θέο και τον Φαίδωνα Πατρικαλάκι για Μαρσέλ Καρνέ και Γκογκέν αντίστοιχα, ενώ το επόμενο πρωί, στη δημοσιογραφία, γιατί ο Ρουβάς δεν πήγε φαντάρος ή πόσο καλό ήταν το σενάριο της ταινίας Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ, μια και είχαμε δάσκαλο τον δημοσιογράφο Δημήτρη Κωνσταντάρα, τον γιο του αείμνηστου ηθοποιού. Δεν ξέρω σήμερα πώς δουλεύουν οι σχολές δημοσιογραφίας, πάντως τότε, προ 20ετίας, ένιωθα ότι σπούδαζα την απόλυτη κατάθλιψη, περιμένοντας πώς και πώς την ψυχοθεραπεία μου, δηλαδή την επαφή με την Τέχνη στη σχολή κινηματογράφου.
Αν δεν γινόμουν κινηματογραφιστής ή δημοσιογράφος, θα γινόμουν σίγουρα ψυχίατρος. Όχι ψυχολόγος, που ουδέποτε με ενδιέφερε – έχει μεγάλη διαφορά. Στη μέχρι τώρα ζωή μου μοιάζει να με καταδιώκει η τρέλα, την έχω φάει με το κουτάλι. Κι ο τρελός, ξέρεις, υποφέρει, δεν ανήκει ντε και καλά σε όλη αυτή την ποιητικούρα της μυθολογίας του φευγάτου. Έτσι, ενώ οι πιο πολλοί τα παρατάνε με τέτοιες περιπτώσεις συνανθρώπων τους, εγώ τους αγαπώ και έμαθα να τους χειρίζομαι. Ένας ψυχίατρος, μεγάλος σε ηλικία, μου είχε πει κάποτε να τα αφήσω όλα για να πηγαίνω σε σπίτια σχιζοφρενών, αρνητικών στη θεραπεία τους. Να τους μιλάω και να τους ηρεμώ. Το έκανα μια-δυο φορές και ήταν αρκετές, ώστε μέχρι σήμερα να μπορώ να καταλαβαίνω αν κάποιος που θα κάτσει δίπλα μου παίρνει ψυχοφάρμακα.
Πρότυπό μου για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξε ο ευφυής γκαφατζής Κύριος Ιλό του Ζακ Τατί. Και αν με ρωτήσεις ποια είναι η πιο ανατρεπτική πράξη που έχω κάνει στη ζωή μου, ήταν στον στρατό, στο κέντρο εκπαίδευσης στην Κόρινθο. Είχα δηλώσει ψάλτης, αλλά μια μέρα με σήκωσαν να απαγγείλω τη στρατιωτική προσευχή – λογικό ήταν. Άντε να μάθεις απ' έξω τέτοιο μακρινάρι... Ευτυχώς, είχα αποστηθίσει τις δύο πρώτες αράδες και συνέχισα στο καπάκι, απαγγέλλοντας τον ορισμό του Αριστοτέλη για την τραγωδία στα αρχαία ελληνικά. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, πλην ενός φαντάρου που ήταν φιλόλογος και σερνόταν χάμω από τα γέλια.
Θα σ' το πω κι ας ακουστεί όπως να 'ναι: ασχολήθηκα στα σοβαρά με τη δημοσιογραφία όταν διάβασα το Αντίο παλιέ κόσμε του Τσαγκαρουσιάνου. Πρωτοδημοσίευσα κείμενά μου σε διάφορα κινηματογραφικά έντυπα, μετά εντάχθηκα στον «Ήχο» του Καββαθά, λίγο αργότερα στο «Δίφωνο» για μια δεκαετία, ενώ όλα αυτά τα χρόνια έδινα κομμάτια στην «Ελευθεροτυπία», στο «Έθνος», στο «Κ» της Καθημερινής, αλλά και στην «Εποχή», σε μια περίοδο που η Αριστερά δεν είχε καμία προοπτική εξουσίας. Το ότι σήμερα γράφω στο έντυπο του Τσαγκαρουσιάνου θα το χαρακτήριζα φυσικό επακόλουθο. Τι εννοώ; Κάτι που μου συνέβαινε επίσης από τα εφηβικά μου χρόνια ήταν ότι, ανθρώπους που εκτιμούσα κι ήθελα να συναντήσω, τελικά τους συναντούσα, γινόμασταν φίλοι και δουλεύαμε μαζί. Όχι από καμιά φιλοδοξία, ίσως από τύχη ή άστρο, αν θες. Έχει συμβεί πάμπολλες φορές.
Η συνέντευξη είναι μια τέχνη από μόνη της. Ακούω άλλους συναδέλφους που διαβάζουν ολόκληρα κατεβατά για τη ζωή και το έργο κάποιου πριν τον συναντήσουν και μου φαίνεται παράξενο. Ποτέ δεν το έχω κάνει, τουλάχιστον για Έλληνες μουσικούς. Ούτε βγάζω ερωτήσεις. Βρισκόμαστε και οδηγούμαστε σε μια φιλική κουβέντα, όπου πάντα σχεδόν νιώθω ότι πρωτίστως εγώ βγαίνω κερδισμένος κι έπειτα όσοι άλλοι διαβάσουν τη συνέντευξη. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό, πάντως μέχρι τώρα έχει λειτουργήσει άψογα. Όλο αυτό με βοήθησε και στην τέχνη του ντοκιμαντέρ. Ποτέ δεν άφηνα τον συνεντευξιαζόμενο να μιλάει για ώρες ατελείωτες μπροστά στον φακό. Φαντάσου κάτι τέτοιο, όταν μέχρι πρότινος τραβάγαμε σε φιλμ κιόλας, που κόστιζε απίστευτα. Γι' αυτό, ποτέ δεν θα δεις ανθρώπους σε δική μου ταινία να καταθέτουν την ίδια μαρτυρία με διαφορετικά λόγια. Ήξερα εκ των προτέρων τι ήθελα να ακούσω και να πάρω από τον καθένα, εκτός, βέβαια, ευχάριστων απροόπτων.
Μια φράση που μου είχε πει στο φεστιβάλ Δράμας το 2002 ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, όταν είχε προβληθεί το ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, ακόμη τη θυμάμαι με συγκίνηση: «Είσαι νεαρός, συνέχισε έτσι και οι ταινίες που θα κάνεις θα γίνουν εθνικά κειμήλια». Τον άκουσα, λοιπόν, τον Μπακογιαννόπουλο που εκτιμώ βαθύτατα και συνέχισα με την καταγραφή του ελληνικού ροκ και του κλαμπ «Κύτταρο», με μια μάλλον λοξή βιογραφία του Νίκου Κούνδουρου και πιο πρόσφατα με το ποιητικό έργο της Κατερίνας Γώγου. Το 'χω ξαναπεί, ντοκιμαντέρ δεν κάνω κατά παραγγελία. Καταπιάνομαι αποκλειστικά με τους προσωπικούς μου μύθους, σαν να θέλω να τους συστήσω στον πολύ κόσμο με τη δική μου ματιά. Εκεί κάπου για μένα συγκλίνουν οι τέχνες της δημοσιογραφίας και του κινηματογράφου. Είναι αυτό που λέμε ζουρναλίστικη αμεσότητα στο σινεμά. Και αγάπη. Τίποτε άλλο.
Ως ραδιοφωνικός παραγωγός πέρασα από το Κόκκινο 105.5 και το Κανάλι 1 του Πειραιά, ενώ τώρα βρίσκομαι στο διαδικτυακό Μεταδεύτερο, που έχει σαφή κοινωνικό χαρακτήρα. Με ενοχλεί η έλλειψη πλουραλισμού στα σημερινά ραδιόφωνα σε ό,τι αφορά το ελληνικό τραγούδι. Οι ίδιοι και οι ίδιοι προβάλλονται και μετά μας λένε σε συνεντεύξεις τους ότι αισθάνονται και αποκλεισμένοι κιόλας. Δουλειά του παραγωγού δεν είναι να φτιάχνεται ο ίδιος αλλά να ενημερώνει. Η όλη κατάσταση οδηγεί τελικά σε στεγανά και νέοι δημιουργοί, πραγματικά ταλαντούχοι, χρίζονται εναλλακτικοί, «για λίγους» κ.λπ. Με άλλα λόγια, περιθωριοποιούνται. Η Μαργαρίτα Μυτιληναίου κάποτε με κατηγόρησε στον αέρα του Δευτέρου Προγράμματος ότι είμαι κλικαδόρος. Γέλασα πολύ. Ήθελα να της απαντήσω ότι, όντως, ο καθένας στον χώρο αυτό μπορεί να έχει τις κλίκες του, εγώ, ωστόσο, απ' τις δικές μου κλίκες μια ζωή παρέμενα άφραγκος και ανέμελος.
Μου αρέσει να δουλεύω με το ίδιο team συνεργατών και επαναπαύομαι, καθώς πια γνωρίζουμε καλά ο ένας τον άλλο. Μόνιμος διευθυντής φωτογραφίας σε όλες τις ταινίες μου εδώ και 15 χρόνια είναι ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, που διδάσκει φωτογραφία και στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης. Δεν θα ξεχάσω τον Δημήτρη που κρατούσε τη βαριά Aaton Super16 όταν κάναμε τον Κούνδουρο. Σε μια φάση ο Κούνδουρος τα 'χε πάρει άγρια και μας ξέχεσε όλους πατόκορφα. Δεν κόψαμε τίποτα στο μοντάζ και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό: μια μάλλον αντισυμβατική βιογραφία με τρομερό χιούμορ, δίχως να μειώνεται επ' ουδενί η αξία του πάπα του ελληνικού σινεμά. Στην πρώτη προβολή, παρουσία του Αγγελόπουλου, του Καμπανέλλη και του Μάτεσι, ανθρώπων που δεν είναι πια εν ζωή, γυρνάει και μου λέει ο Δημήτρης: «Τι κάναμε πάλι, ρε μαλάκα, τι φάση είναι αυτή;».
Εκτιμώ πολύ σκηνοθέτες της «σειράς» μου, σαν τον Έκτορα Λυγίζο. Θεωρώ την ταινία Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού ένα αριστούργημα! Κι άλλους μπορώ να σου πω, που τους σέβομαι, χωρίς να συμφωνούμε απόλυτα αισθητικά. Μου αρέσουν ακόμη ο Δήμας, ο Γιάνναρης, ο Οικονομίδης, που έκανε σχολή. Απ' την άλλη, σούπερ ο Λάνθιμος και ο Κούτρας, να ένας τρόπος να ασχολούνται ωραία οι ξένοι με την Ελλάδα σήμερα, ανήκω σ' αυτούς όμως που τους συγκινεί και το σινεμά του Αγγελόπουλου, του Παπατάκη, του Κανελλόπουλου και της Μαρκετάκη. Υπ' όψιν, δεν έχω καμία πρεμούρα να βγουν οι δικές μου ταινίες τεκμηρίωσης στο εξωτερικό. Έχω επίγνωση ότι καταγράφω κομμάτια της πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μου κι αυτό με καλύπτει απόλυτα σε δημιουργικό επίπεδο. Άλλωστε, δεν ζω από το σινεμά αλλά από τη δημοσιογραφία και δεν έχω κανένα παράπονο από το σινάφι, αφού τα δύο από τα τρία μέχρι τώρα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ μου ήταν παραγωγές του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Οικογένειά μου είναι οι φίλοι μου, όσο μπανάλ κι αν ακούγεται. Μέσω της δουλειάς γνώρισα μουσικούς κυρίως. Φίλος δεν μπορείς να 'σαι με όλους. Η σχέση μου με τη Λένα Πλάτωνος με έχει σημαδέψει, είναι κάτι σαν γκουρού μου, από τότε ειδικά που έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Ανδρέας Παγουλάτος. Η αμετανόητη χίπισσα Μαρίζα Κωχ είναι επίσης για μένα φίλη, δεύτερη μάνα κι αδελφή. Η ζωή τα 'χει φέρει πάλι και μιλάω σχεδόν καθημερινά με τη Φαραντούρη, τη Γιώτα Γιάννα και τον Νίκο Ξυδάκη – τον συνθέτη και ουχί τον υπουργό. Κοινό όλων αυτών: το αστείρευτο χιούμορ και μια αδιάκοπη ανταλλαγή ιδεών που πια έχει περάσει στο ασυνείδητο. Άμα μου πάρεις τους φίλους μου, με σκότωσες. Μόνος θα μείνω όποτε γράφω κάτι, ειδάλλως μπορεί να μιλάω όλη μέρα στο τηλέφωνο, αν δεν έχω παρέα.
Τα Γράμματα στη Γερμανία με γύρισαν πίσω στα χρόνια της μικρού μήκους ταινίας σαν ένα break στην ντοκιμαντερίστικη φιλμογραφία μου. Πόσο διαφορετικό ήταν να κάνεις ταινία το 1995 συγκριτικά με το 2015! Λες σήμερα «μοτέρ, πάμε» στον οπερατέρ και σου φαίνεται λίγο αταίριαστο. Αν δεν ακούς τον ήχο απ' το φιλμ που ρολάρει στο σασί, τι σόι «μοτέρ» είν' αυτό; Ας μην ακούγομαι όμως τόσο παλιομοδίτης, το τέλος του χημικού σινεμά έλυσε τρομερά προβλήματα και μείωσε το κόστος παραγωγής. Τέλος πάντων, η Τούλα Μπούτου, συγγραφέας και μάλιστα η πρώτη γιατρός αναισθησιολόγος στην Ελλάδα του 1950, έγραψε το '87 ένα διήγημα και μου ζήτησε πριν από μερικούς μήνες να το μεταφέρω στο σινεμά. Παλιά Ελλάδα, μετανάστευση και ο θάνατος ενός νέου στη Γερμανία με συμβολική σημασία για τα σημερινά δεδομένα ήταν τα στοιχεία που με κέντρισαν. Η ταινία έγινε ασπρόμαυρη. Με σταθερά κάδρα και καμία κίνηση της μηχανής, σαν ένα homage σε ένα σινεμά αγνό και στυλιζαρισμένο. Αφαίρεσα όλους τους διαλόγους από το διήγημα και δούλεψα με δύο κυρίως «όπλα»: τις ερμηνείες των ηθοποιών και την πρωτότυπη μουσική που έγραψε η Ελένη Καραΐνδρου και ήταν θείο δώρο, πραγματικά! Πρωταγωνιστεί ο Μανώλης Δεστούνης, γνωστός από τις παλιές, λαϊκές κωμωδίες. Εξαιρετικός, κι έπρεπε να φτάσει 78 ετών για να πρωταγωνιστήσει σε ταινία, έστω μικρού μήκους. Δίπλα του δύο νέοι ηθοποιοί: ο Απόλλων Μπόλλας και η Λίλα Μπακλέση. Την Μπακλέση τη γνώρισα από τις ταινίες του Λυγίζου και του Φαφούτη. Άψογη επαγγελματίας και πανέξυπνο κορίτσι. Τον Μπόλλα, πάλι, από το θέατρο και τους Δώδεκα Ενόρκους που σκίζουν. Αυτός είναι εξαίρετος ηθοποιός και, μια και βρίσκεται στο ξεκίνημά του, ειδικά στο σινεμά πιστεύω ότι θα κάνει σπουδαία πράγματα.
Η μικρού μήκους ταινία Γράμματα στη Γερμανία του Αντώνη Μποσκοΐτη προβάλλεται την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου (17:00-19:00) στο Ιντεάλ στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας.
Ευχαριστούμε το μπαρ Galaxy για την ευγενική παραχώρηση του χώρου της φωτογράφισης
σχόλια