Στο «All you can eat», την ταινία εμψύχωσης κινουμένων σχεδίων του Δημήτρη Αρμενάκη, υπάρχουν δύο διαφορετικοί κόσμοι: από τη μια ένας γκρίζος και δυστοπικός και από την άλλη ένας ζωντανός, γεμάτος χρώμα. Μέσα τους, δύο non-binary πλάσματα προσπαθούν να ξεφύγουν από την παγίδα των ανθρώπων.
Εμπνευσμένη από την Αθήνα και τη ζωή στις μεγαλουπόλεις, η ταινία, που προβλήθηκε σε περισσότερα από σαράντα φεστιβάλ και πρόσφατα απέσπασε το βραβείο «Στράτος Στασινός» ως καλύτερη φοιτητική ταινία κινουμένων σχεδίων από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ASIFA Hellas, σε βάζει στη θέση δύο χαρακτήρων που εξερευνούν μια πραγματικότητα τρομακτικά καινούρια για τους ίδιους, εκνευριστικά οικεία για εμάς, προκαλώντας έντονο το αίσθημα του φόβου.
Υπερκαταναλώνουμε οτιδήποτε. Ακόμα και τα καρτούν, αν υπήρχαν στη πραγματικότητα και είχαμε κάποιο όφελος από αυτά, π.χ. ενεργειακό, ή κάτι μας πρόσφεραν, θα τα τρώγαμε βουλιμικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα εκμεταλλευτούμε.
«Αυτή η ταινία μιλάει για την ελευθερία. Για το ότι οι άνθρωποι υπερκαταναλώνουν κάτι το οποίο δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει, για την κατακρεούργηση ενός εξωγήινου ή καρτούν πολιτισμού» λέει ο ίδιος.
«Είναι μια μεταφορά. Προσπάθησα να παντρέψω δύο κόσμους, έναν χαρούμενο, χρωματιστό, πιο παιδικό και αθώο, επηρεασμένο βαθιά από καρτούν της δεκαετίας του '30, με έναν πιο σκοτεινό κόσμο, ο οποίος αναφέρεται κατά κάποιον τρόπο στην ανθρώπινη κοινωνία. Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στην Αθήνα, νομίζω ότι οι υποσυνείδητες επιρροές μου είναι αισθητές: τα κτίρια, η δομή, οι υφές και η αίσθηση που μου δίνει αυτή η πόλη».
Η δημιουργία
«Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία έκανα αιτήσεις για μεταπτυχιακά προγράμματα, καθώς ήθελα να εξειδικευτώ πιο πολύ στο animation, να δω τι παραπάνω μπορώ να κάνω και να γνωρίσω περισσότερο κόσμο που ασχολείται με αυτό, οπότε, όταν με δέχτηκαν στο Royal School of Arts στο Λονδίνο, κατάφερα να πάω και να πω ότι θα το δοκιμάσω. Πέρα από τη διατριβή του μεταπτυχιακού, έκανα και δυο ταινίες μικρού μήκους, το "First Thirst" το 2018 και το "Αl you can eat", η παραγωγή του οποίου έγινε το 2019 και διανεμήθηκε στα φεστιβάλ στα τέλη του '19, αρχές του '20.
Κατηύθυνα όλη την παραγωγή, ποιος θα κάνει τον σχεδιασμό ήχου, τις φωνές, ποιοι θα είναι οι βοηθοί και για ποιες σκηνές, δηλαδή έπρεπε να ενορχηστρώσω όλο αυτό το κομμάτι και παράλληλα να κάνω τον σχεδιασμό και τη σκηνοθεσία της ταινίας. Στην αρχή υπήρχε μια σύγχυση ως προς το πώς θα γινόταν όλο αυτό, γιατί ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Υπάρχει ένα budget που είναι συγκεκριμένο και το πώς θα το κατανείμω στους συνεργάτες μου έπρεπε να ζυγιστεί έτσι ώστε να βγαίνει και χρονικά και ποιοτικά αυτό που είχα οραματιστεί.
Το μήνυμα
«Υπερκαταναλώνουμε οτιδήποτε. Ακόμα και τα καρτούν, αν υπήρχαν στην πραγματικότητα και είχαμε κάποιο όφελος από αυτά, π.χ. ενεργειακό, ή κάτι μας πρόσφεραν, θα τα τρώγαμε βουλιμικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα εκμεταλλευτούμε. Τίποτα δεν μένει ανέγγιχτο, αν υπάρχει όφελος.
Ήθελα να δείξω την οπτική μέσα από τα μάτια του θύματος, του προϊόντος, το πώς αυτό βλέπει την κοινωνία, όχι την οπτική του θύτη. Όταν ήμουν στο Λονδίνο, σκεφτόμουν τι θα συνέβαινε αν ένα από όλα αυτά τα κοτόπουλα που είναι στα ψυγεία των σούπερ-μάρκετ, ήταν ζωντανό, έβγαινε στην πόλη και κυκλοφορούσε στους δρόμους μιας μεγαλούπολης. Δεν θα ένιωθε χαωμένο;»
Τα φεστιβάλ
«Άρχισα να στέλνω την ταινία σε κάποια φεστιβάλ του εξωτερικού και της Ελλάδας. Ξεκίνησα να τη διανέμω από τα τέλη του '19, αρχές του '20, εφόσον είχε βγει στην τελική της μορφή. Κατάφερα να τη δω σε έναν κινηματογράφο τον Φεβρουάριο, στο London Short Film Festival. Για κάθε δημιουργό είναι μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις το να μπορεί να βλέπει το έργο του εκεί όπου πρέπει, εν προκειμένω στο σινεμά. Γιατί θεωρώ ότι εκεί είναι η θέση των ταινιών, στη μεγάλη οθόνη, και εκεί βλέπεις όλο το εύρος της ταινίας και πώς λειτουργεί, τη διάδραση με το κοινό. Μπορεί να γελάσει, να κλάψει, να βγάλει διάφορα συναισθήματα, είναι κι αυτό κομμάτι της εμπειρίας.
Το θετικό είναι ότι κατάφεραν να γίνουν οι Νύχτες Πρεμιέρας, παρά τις αντίξοες συνθήκες, λίγο πριν επιβληθούν τα πιο αυστηρά μέτρα. Οπότε το ευχάριστο είναι ότι είδα την ταινία τελικά και στην Αθήνα, την πόλη στην οποία μεγάλωσα, κι αυτό μου άρεσε. Τον Δεκέμβριο έκλεισε τον κύκλο της, αφού πήγε συνολικά σε περισσότερα από σαράντα φεστιβάλ. Όλο το ταξίδι που κατάφερε να κάνει εν μέσω πανδημίας είναι μεγάλη τιμή για την ίδια την ταινία».
Η τέχνη ως δίαυλος μηνυμάτων
«Θεωρώ ότι αυτός είναι ένας από τους σκοπούς της τέχνης. Εγώ επέλεξα το animation, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο, εικαστικό ή μη. Είναι ο δίαυλος μέσα από τον οποίο θα μπορέσουμε να μεταδώσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε. Και αυτό εξαρτάται από το τι έχει μέσα του ο καθένας, αυτό που τον ταλανίζει και θέλει να το βγάλει προς τα έξω. Στην προκειμένη περίπτωση η ταινία αποκτά έναν πιο κοινωνικό χαρακτήρα, κάποιοι θα έλεγαν οριακά πολιτικό, γιατί θεώρησα ότι αξίζει να ειπωθούν πράγματα για την εποχή στην οποία ζούμε».
σχόλια