Ο Πολ Τζιαμάτι αξίζει πραγματικά ένα Όσκαρ

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
Αξίζει, πραγματικά, ένα Όσκαρ ο ίδιος κι άλλο ένα τo μάτι του, που ακολουθεί τη δική του, αυτόνομη πορεία και καταλήγει να έχει καίρια δραματουργική σημασία.
0

Αν και ο Κίλιαν Μέρφι εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε σκηνή του «Οppenheimer», αν και ο Μπράντλεϊ Κούπερ δίνει την πιο Oscar bait ερμηνεία της σεζόν στο «Maestro», πληθαίνουν οι φωνές που θέλουν τον Πολ Τζιαμάτι να είναι εκείνος που θα φύγει με το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου τη βραδιά της 10ης Μαρτίου του 2024. Και, ως γνωστόν, οι φωνές έχουν δίκιο. Οι φωνές έχουν πάντα δίκιο.

Αν το Όσκαρ έρθει, θα είναι μια δίκαιη αναγνώριση για τον Αμερικανό ηθοποιό, που το καλοκαίρι θα κλείσει τα 57 του χρόνια. O Tζιαμάτι ανήκει σε εκείνη την κάστα ερμηνευτών που εμφανίζονται στην οθόνη και η ταινία αυτομάτως ανεβαίνει μισό αστεράκι. «Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι στη συνείδηση του κόσμου είμαι κάτι ανάμεσα σε αυτόν τον τύπο που έπαιζε σε εκείνη την ταινία και στον ηθοποιό που μοιάζει με καλαμάρι», είχε δηλώσει αυτοσαρκαζόμενος.

Σε μια άλλη εποχή, όταν οι «φάτσες» μπορούσαν να είναι (και) πρωταγωνιστές, το πρωταγωνιστικό status του Τζιαμάτι θα ήταν ακλόνητο. Στις μέρες μας, τον έχουμε στον νου μας κυρίως ως καρατερίστα. Στην πραγματικότητα, είναι ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα και ήρθε το «Holdovers» του Αλεξάντερ Πέιν για να μας το υπενθυμίσει.

Ο Ελληνοαμερικανός δημιουργός χρειαζόταν κάποιον για να υποδυθεί έναν ιδιότροπο καθηγητή ελληνορωμαϊκής ιστορίας σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο για πλουσιόπαιδα, δύσκολο με τους ανθρώπους και εξαιρετικά αντιδημοφιλή μεταξύ συναδέλφων και μαθητών, κάποιον που να γνωρίζει τον «τρόπο του Πέιν» και τον ερμηνευτικό τόνο που υπαγορεύει, κι αυτός ο κάποιος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζιαμάτι.

Mέχρι να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, τράβηξε πολύ κουπί. Έχοντας ήδη καταγράψει περάσματα σε «Mighty Aphrodite», «Sabrina» και «Donnie Brasco», η πρώτη ταινία στην οποία θα ξεχωρίσει έρχεται το 1997. Είναι το «Private Parts», όπου ενσαρκώνει έναν αρνητικό χαρακτήρα στο πλευρό του αυτοβιογραφούμενου Χάουαρντ Στερν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ακολουθούν κι άλλοι μικροί ρόλοι σε ταινίες μεγάλων – ξανά Γούντι Άλεν, Πίτερ Γουίαρ, Στίβεν Σπίλμπεργκ και Μίλος Φόρμαν.

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
Κάπου εκεί έρχεται το «American Splendor» (2003), ένα χαρακτηριστικό δείγμα αμερικανικού indie της εποχής. Για πρώτη φορά η λέξη Όσκαρ μπαίνει στην ίδια πρόταση με το όνομα του Τζιαμάτι, χωρίς, όμως, να οδηγήσει σε υποψηφιότητα.

Η αλλαγή του αιώνα τον βρίσκει να πραγματοποιεί ένα όνειρο ζωής, συμμετέχοντας σε μια ταινία του αγαπημένου του franchise, του «Planet of the Apes» (2001). Είναι από τους λίγους που δεν παραπονέθηκαν ποτέ για το πολύωρο μέικ απ και από τους ακόμα λιγότερους που νιώθουν ευγνώμονες για τη συμμετοχή τους σε μια ταινία συνώνυμη του δημιουργικού ναδίρ του Tιμ Μπάρτον.   

Aκολουθούν δυο αβαρείς κωμωδίες, η μια έχει ελληνικό τίτλο «Πολύ Χοντρός Ψεύτης», η άλλη ο «Αστραποκλανιάρης». Δεν χρειάζεται να ξέρετε κάτι παραπάνω γι’ αυτές, αν και η πρώτη έχει οπαδούς ανάμεσα στους Αμερικανούς millennials. Κάπου εκεί έρχεται το «American Splendor» (2003), ένα χαρακτηριστικό δείγμα αμερικανικού indie της εποχής. Ο Τζιαμάτι υποδύεται τον κομίστα Χάρβεϊ Πέκαρ, εμφανίζεται κι ο ίδιος ο Πέκαρ, καθώς και τα σκίτσα του, σε ένα φιλμ που τιμά το πνεύμα της τέχνης του βιογραφούμενου κι έκανε περισσότερο κόσμο να προσέξει τον πρωταγωνιστή του. Για πρώτη φορά η λέξη Όσκαρ μπαίνει στην ίδια πρόταση με το όνομα του Τζιαμάτι, χωρίς, όμως, να οδηγήσει σε υποψηφιότητα.

Την επόμενη χρονιά μπαίνουν στη ζωή του ο Αλεξάντερ Πέιν και το «Sideways» (2004). Στην ταινία ο Τζιαμάτι μπαίνει στα παπούτσια του Μάιλς, ενός καταθλιπτικού επίδοξου συγγραφέα που αναμένει ενημέρωση για το αν θα εκδοθεί το χειρόγραφό του και λατρεύει το κρασί, αλλά όχι το μερλό – «αν παραγγείλει κάποιος μερλό, σηκώνομαι και φεύγω», λέει σε μια χαρακτηριστική σκηνή. Ο κολλητός του πρόκειται να παντρευτεί σε λίγες μέρες.

Οι δυο τους πηγαίνουν πολυήμερο bachelor σε αμπελώνες με στόχο να δοκιμάσουν κρασιά και στη διαδρομή τους τσακώνονται, ερωτεύονται δύο φίλες και μπλέκουν σε μια σειρά από ευτράπελα. Χρειάζεται κάποιες ισορροπίες η κωμωδία του Πέιν, απαιτεί κάποιον που θα παίξει τη σκηνή του ξεσπάσματος με τον κουβά με όρους φάρσας, αλλά όχι τόσο υπερβολικά ώστε να φαντάζουν παράταιρες σκηνές σαν εκείνη του συγκινητικού μονολόγου, που ο ήρωας εξηγεί τι του αρέσει στο πινό νουάρ, περιγράφει τον εαυτό του και τις επιθυμίες του.  

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
Στο «Sideways» δύο κολλητοί πηγαίνουν πολυήμερο bachelor σε αμπελώνες με στόχο να δοκιμάσουν κρασιά και στη διαδρομή τους τσακώνονται, ερωτεύονται δύο φίλες και μπλέκουν σε μια σειρά από ευτράπελα.

Μικρή παρένθεση, για ένα ενδιαφέρον ανέκδοτο. Στα πρώτα χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, οι πωλήσεις του πινό νουάρ αυξήθηκαν κατά 16%, ενώ του μερλό έπεσαν κατά 2%, ακριβώς λόγω της κριτικής που εκφέρει τόσο πειστικά ο Τζιαμάτι ως Μάιλς στην ταινία. Το κωμικό της υπόθεσης (για μας, όχι για τους οινοπαραγωγούς) είναι ότι ο χαρακτήρας κατακρίνει το μερλό απλώς επειδή ο Πέιν έβαλε τον ηθοποιό να αναφέρει διαφορετικά κρασιά και κανένα δεν ακουγόταν τόσο αστείο όσο το μερλό. Οι ειδικοί ονόμασαν την επίδραση της ταινίας στις πωλήσεις των δύο ποικιλιών «Sideways Effect».

Πίσω στα δικά μας, έντυπα και ιστοσελίδες παραληρούν, κοινό και κριτική αγκαλιάζουν την ταινία, ο Τζιαμάτι γίνεται πρόσωπο των ημερών και, μοιραία, ακολουθούν οι οσκαρικές υποψηφιότητες. Κι ενώ οι συμπρωταγωνιστές του, Τόμας Χέιντεν Τσερτς και Βιρτζίνια Μάντσεν, είναι υποψήφιοι για Όσκαρ, ο ίδιος μένει εκτός της πεντάδας Α’ Ανδρικού Ρόλου, παρά το γεγονός ότι ήταν υποψήφιος στα βραβεία του Σωματείου Ηθοποιών. Όλοι έκαναν λόγο για κανονική κλοπή και δεν τους αδικούμε.

Η οσκαρική υποψηφιότητα θα έρθει, τελικά, την επόμενη χρονιά, στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου, με το «Cinderella Man». Ξέρουμε τι σκέφτεστε, ότι του το χρωστούσαν, ότι τα μέλη της Ακαδημίας ήθελαν να επανορθώσουν για την περσινή αβλεψία τους. Σίγουρα τέτοια αφηγήματα βοηθούν, είναι, όμως, μια δίκαιη υποψηφιότητα.

Στην ταινία ο Τζιαμάτι είναι ο Μίκι στον Ρόκι του Ράσελ Κρόου, αλλά ένας ευγενής και πιο έκδηλα συμπονετικός Μίκι, σε σχέση με τον γεροπαραξενο Μπέρτζες Μέρεντιθ στο αγαπημένο franchise του Σταλόνε. Αν θέλετε να εξακριβώσετε τη σπουδαιότητα της ερμηνείας, προσέξτε στη σκηνή της ελεημοσύνης του Μπράντοκ στη λέσχη, πώς χαμηλώνει τους τόνους μιας κατά τα άλλα ενεργητικής ερμηνείας, ώστε να μην κλέψει την προσοχή από τον συμπρωταγωνιστή του Ράσελ Κρόου, ώστε να μη μετατοπίσει το κέντρο βάρους του δράματος. Αυτό θα πει «υποστηρικτική» ερμηνεία.

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
Η οσκαρική υποψηφιότητα θα έρθει, τελικά, την επόμενη χρονιά, στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου με το «Cinderella Man».

Αν και κάποιοι θεωρούν ότι πασχίζει να καταπιεί την οθόνη, ότι επιχειρεί να καπελώσει τους πάντες και τα πάντα μπρος στον φακό, στην πραγματικότητα ο Τζιαμάτι είναι συνεργατικός τόσο μπροστά από τον φακό όσο και πίσω από αυτόν – δεν έχουμε ακούσει ποτέ παράπονο από σκηνοθέτη ή ηθοποιό για αυτόν. Την επόμενη χρονιά βρίσκεται για πρώτη φορά πρωταγωνιστής σε μεγάλη και ακριβή στουντιακή παραγωγή, στο «Lady in the Water» (2006) του (τότε) αστεριού του αμερικανικού θρίλερ Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Δυστυχώς, πετυχαίνει τον Σιάμαλαν σε φάση άκρατου ναρκισσισμού, όταν δεν άκουγε κανέναν και έσταζε χολή για τις (άδικα, εδώ που τα λέμε) εχθρικές κριτικές προς το «Village» του.

Μετά από τέσσερις μεγάλες επιτυχίες σερί, ο Ινδοαμερικανός αποτυγχάνει παταγωδώς. Ως πρόσωπο της ταινίας ο Τζιαμάτι χρεώνεται κι αυτός την αποτυχία, κι ας είναι καταπληκτικός στον ρόλο του ανθρώπου της διπλανής πόρτας που κουβαλάει ένα μεγάλο κρίμα, το οποίο εξομολογείται μέσω της νεράιδας Στόρι –της ιστορίας δηλαδή– για να θεραπευτεί. Είναι μια σκηνή ικανή να συγκινήσει ακόμα κι όσους βρίσκουν αδιανόητη σαχλαμάρα ό,τι προηγήθηκε, κι αυτό αποτελεί επίτευγμα του ηθοποιού.

Την ίδια χρονιά έχει γοητευτικό ερμηνευτικό μπρα ντε φερ με τον Έντουαρντ Νόρτον στο αγαπημένο του κοινού «The Illusionist», ως διεφθαρμένος επιθεωρητής που κατά βάθος θέλει να κάνει το σωστό, αλλά κι ως άνθρωπος της λογικής που θέλει να πιστέψει στη μαγεία, μα τον μεγάλο ρόλο και τα βραβεία θα τα βρει, τελικά, μέσω της μικρής οθόνης.

Το «John Adams» (2008) ανήκει στα χαρακτηριστικά δείγματα peak TV των ‘00s. Mοιραία, λόγω περιεχομένου, η σειρά δεν έκανε θραύση εκτός των συνόρων των ΗΠΑ, εκεί, όμως, όλοι μιλούσαν γι ’αυτήν και βασικά όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν, τον Πολ Τζιαμάτι, που κατέβαζε στην οθόνη σελίδες διαλόγων απνευστί, με επιδεξιότητα μεγάλου περφόρμερ. Για την εμφάνισή του στο «John Adams» κατέκτησε Χρυσή Σφαίρα, Emmy και το σχετικό Βραβείο του Σωματείου Ηθοποιών.

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
«Barney’s Version» (2010).

Δυστυχώς, στο σινεμά τα πρωταγωνιστικά του εγχειρήματα περνούν απαρατήρητα, είτε πρόκειται για το μεταμοντέρνο «Cold Souls» (2009), που, ομολογουμένως, έπασχε από τη νόσο της πρώτης ταινίας –ο δημιουργός δεν κρατιέται και θέλει να πει τα πάντα–, είτε για feelgood διαμαντάκια σαν το «Barney’s Version» (2010), που με τη φανταστική τελική σκηνή του αλλάζει τον χαρακτήρα όσων είδαμε και κονιορτοποιεί τις (όποιες) ενστάσεις μας, είτε για το «Win Win» (2011) του Τομ ΜακΚάρθι, που έπεσε πάνω σε μια μεταβατική περίοδο για το αμερικανικό indie.

Για τα επόμενα χρόνια θα βολευτεί στον ρόλο του καρατερίστα, μα ενός καρατερίστα με εκτόπισμα – δεν τον βάζει τυχαία ως αντίπαλο δέος του (φίλου του στην πραγματική ζωή) Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ο Τζορτζ Κλούνεϊ στο «Ides of March» (2011). Tυποποιείται ελαφρώς σε ρόλους κακών, αλλά τιμά πάντα το ψωμί του και βρίσκει καταφύγιο στη μικρή οθόνη και στο «Billions», ως εισαγγελέας που έχει βάλει στόχο ζωής να δει τον χρηματιστή Ντέμιαν Λούις πίσω από τα σίδερα της φυλακής και απολαμβάνει τις βραδιές S&M με τη σύζυγό του – η πρώτη σκηνή του πιλότου της σειράς αποτελεί σίγουρα έναν ευφάνταστο τρόπο για να τραβήξεις το ενδιαφέρον του κοινού. Η σειρά κράτησε για 7 σεζόν, με την τελευταία να προβάλλεται πριν μερικούς μήνες.

Πολ Τζιαμάτι: Ένας σολίστας με μορφή καρατερίστα Facebook Twitter
Εκφράσεις τύπου «tour de force» δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν τον κωμικό χείμαρρο που εξαπολύει ο ηθοποιός επί της οθόνης κατά τα 133 λεπτά που διαρκεί το "Holdovers" (2023).

Και κάπου εκεί έρχεται ξανά ο Αλεξάντερ Πέιν στην καριέρα του και στη ζωή του. Ο Ελληνοαμερικανός δημιουργός χρειαζόταν κάποιον για να υποδυθεί έναν ιδιότροπο καθηγητή ελληνορωμαϊκής ιστορίας σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο για πλουσιόπαιδα, δύσκολο με τους ανθρώπους και εξαιρετικά αντιδημοφιλή μεταξύ συναδέλφων και μαθητών, κάποιον που να γνωρίζει τον «τρόπο του Πέιν» και τον ερμηνευτικό τόνο που υπαγορεύει, κι αυτός ο κάποιος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζιαμάτι.

Εκφράσεις τύπου «tour de force» δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν τον κωμικό χείμαρρο που εξαπολύει ο ηθοποιός επί της οθόνης κατά τα 133 λεπτά που διαρκεί το «Holdovers» (2023) – μα δείτε τον τρόπο που γυμνάζεται. Και είναι αυτός ο χείμαρρος που καθιστά ξεχωριστές τις (δραματικές) στιγμές, όπου χαμηλώνουν η ένταση και το tempo και ο χαρακτήρας του στριφνού δασκάλου σπάει, δίνοντας τη θέση του σε έναν ενήλικα που παραμένει «holdover» – θα καταλάβετε όταν δείτε την ταινία.  

Αξίζει, πραγματικά, ένα Όσκαρ ο ίδιος κι άλλο ένα τo μάτι του, που ακολουθεί τη δική του, αυτόνομη πορεία και καταλήγει να έχει καίρια δραματουργική σημασία. Ούτε ο Τζιαμάτι, ούτε ο Αλεξάντερ Πέιν –ο «Μεγαλέξανδρος», όπως τον αποκαλεί σε συνεντεύξεις ο πρωταγωνιστής– αποκαλύπτουν το τέχνασμα που χρησιμοποίησαν για το μάτι του χαρακτήρα.

Ίσως μας το φυλάνε για τη βραδιά των Όσκαρ. Όπως γράψαμε και στην εισαγωγή, η οσκαρική του υποψηφιότητα είναι πολύ πιθανό να μεταφραστεί σε νίκη στην απονομή της 10ης Μαρτίου. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί τελικά, είμαστε πεπεισμένοι ότι έχει πυροδοτήσει ήδη μια ολική επαναφορά του Τζιαμάτι στους ζουμερούς κινηματογραφικούς ρόλους, προς μεγάλη μας ευχαρίστηση. Ένας Θεός (του σινεμά) ξέρει πόσο μας είχε λείψει.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάντερ Πέιν: «Νομίζετε πως οι παλιοί σκηνοθέτες κάθονταν να αναλύουν τις ταινίες τους;»

Οθόνες / Αλεξάντερ Πέιν: «Νομίζετε πως οι παλιοί σκηνοθέτες κάθονταν να αναλύουν τις ταινίες τους;»

Ο βασιλιάς της κινηματογραφικής χαρμολύπης και ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους κινηματογραφιστές σε μια ζουμερή συζήτηση με αφορμή τα «Παιδιά του χειμώνα», μια από τις καλύτερες ταινίες της σεζόν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Οθόνες / 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Όσα ξεχώρισαν κοινό και επιτροπές

Η Fischer, επίσημος χορηγός των Βραβείων Κοινού εδώ και μια δεκαετία, στήριξε για μία ακόμη χρονιά τον θεσμό, απονέμοντας πέντε βραβεία στις ταινίες που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους των θεατών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου «Game of Thrones» συνεχίζεται

Οθόνες / «Dune: Prophecy»: Το κυνήγι του επόμενου Game of Thrones συνεχίζεται

Η σειρά του HBO, που παίρνει τη σκυτάλη από το πραγματικά αξιόλογο «Penguin», προσπαθεί να επικαλεστεί τη συνταγή του μεγάλου hit του καναλιού και ξεστρατίζει από το ατμοσφαιρικό σύμπαν του Ντενί Βιλνέβ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι θρυλικοί boomers του 65ου φεστιβάλ θεσσαλονίκης

Pulp Fiction / Οι θρυλικοί boomers του 65ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ρέιφ Φάινς, Ζιλιέτ Μπινός, Ματ Ντίλον: Oι διάσημοι, σχεδόν συνομήλικοι ηθοποιοί που τιμήθηκαν με Χρυσό Αλέξανδρο και έδειξαν με τις διαφορετικές επιλογές τους ισάριθμα σίκουελ στην καριέρας τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Οθόνες / «Μονομάχος II»: Αν και λιγότερο brutal από τον Ράσελ Κρόου, ο Πολ Μέσκαλ υπόσχεται αίμα στην αρένα

Ένα έπος δράσης και χαρακτήρων που κυλά θεαματικά, ουσιαστικά, υπερβολικά, συγκινητικά, χορταστικά και εμφατικά, όπως όλοι οι υποψήφιοι θεατές αναμένουν εδώ και πολύ καιρό.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η πιο διάσημη υπόθεση «απαγωγής από εξωγήινους» αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Οθόνες / Η απαγωγή του αιώνα αναβιώνει στο Netflix εν μέσω μηνύσεων

Παρότι συμμετείχε στο σενάριο του ντοκιμαντέρ «The Manhattan Alien Abduction», η Λίντα Ναπολιτάνο που ισχυρίζεται ότι απήχθη από εξωγήινους στο κέντρο του Μανχάταν προ 35ετίας μηνύει την πλατφόρμα για αθέτηση της συμφωνίας τους.
THE LIFO TEAM
Ο Άγγελος Φραντζής θέλησε να κάνει μια αστεία ταινία 

Οθόνες / Άγγελος Φραντζής: «Mόνο αν πας στην πηγή των τραυμάτων, μπορείς να απελευθερωθείς»

Μια κουβέντα με τον ακατάτακτο σκηνοθέτη λίγο πριν από την επίσημη πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Ο Νόμος του Μέρφυ», μιας σουρεαλιστικής υπαρξιακής κωμωδίας που δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες δουλειές του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Γιατί διχάζει τόσο το «The Substance»;

The Review / Γιατί διχάζει τόσο το «The Substance»;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και η δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Ιωσηφίνα Γριβέα συζητούν για την πιο αμφιλεγόμενη ταινία της χρονιάς, που έχει προκαλέσει έντονες διαμάχες στα social media, για τη φεμινιστική της διάσταση και για τις γυναικείες φωνές στο σινεμά, που επιτέλους ακούγονται πιο ηχηρά από ποτέ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ματ Ντίλον: Outsider για πάντα

Οθόνες / Ματ Ντίλον: Outsider για πάντα

Ξεκίνησε ως εφηβικό είδωλο στα ’80s, πρωταγωνίστησε σε δύο εμβληματικές ταινίες του Κόπολα και έχτισε την καριέρα του επιλέγοντας ταινίες με γνώμονα τα ενδιαφέροντά του. Στα 60 του έχει συνδεθεί με μερικές από τις πιο αγαπημένες καλτ ταινίες διεθνώς, δηλώνει ζωγράφος και διατηρεί σημαντική συλλογή τέχνης. Έρχεται στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβει έναν τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Τζέιμς Φράνκο και Σεθ Ρόγκεν: Το πικρό τέλος ενός μεγάλου bromance

Οθόνες / Τζέιμς Φράνκο και Σεθ Ρόγκεν: Το πικρό τέλος ενός μεγάλου bromance

Οι κατηγορίες εναντίον του Φράνκο για σεξουαλική κακοποίηση έβαλαν στον γύψο όχι μόνο την καριέρα του στο Χόλιγουντ αλλά και τη στενή φιλία του με τον επί εικοσαετίας κολλητό και συνεργάτη του.
THE LIFO TEAM