O Thomas Künstler είναι ένας Ιταλός σκηνοθέτης που ζει και δραστηριοποιείται στην Αθήνα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη και με το που ενηλικιώθηκε μετακόμισε στην Αγγλία, όπου γράφτηκε στο University of Creative Arts για να σπουδάσει Film Production.
Όπως εξηγεί: «Από μικρός αγαπούσα πολύ τον κινηματογράφο, στο σπίτι βλέπαμε ταινίες του Βέρνερ Χέρτσοκ, με τρέλαινε το ονειρικό και ποιητικό σύμπαν που δημιουργούσε. Όταν είδα το “Heart of Glass” πρώτη φορά δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά ενθουσιάστηκα».
Η σχέση του ωστόσο με τις ταινίες είναι κάπως ιδιαίτερη: «Από παιδί έφτιαχνα κούκλες από πλαστελίνη και ήμουν καλός σε αυτό. Μεγαλώνοντας, έφηβος πια, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να παίζω ποδόσφαιρο και PlayStation. Έφτιαχνα κούκλες ωστόσο και λίγες φιγούρες από πλαστελίνη.
Στα δεκαπέντε και ενώ ήμουν κολλημένος με την μπάλα και τα video games, πήρα το κινητό μου που είχε κάμερα, έβαλα μπροστά μία από τις φιγούρες που είχα φτιάξει και την έβγαλα μερικές διαδοχικές φωτογραφίες, έπειτα τις πείραξα και έφτιαξα το πρώτο μου stop motion βίντεο. Το έδειξα στον μπαμπά μου, εκείνος ενθουσιάστηκε, μου έμαθε πώς να χρησιμοποιώ σωστά την κάμερά του, έτσι ξεκίνησα να κλείνομαι στο δωμάτιό μου και να πειραματίζομαι με τις φιγούρες και τα βίντεο».
Άκουγα Τσιτσάνη, προσπαθούσα να διαβάσω τους στίχους και έπειτα να τους μεταφράσω, έτσι, σταδιακά, κάποιες λέξεις άρχισαν να βγάζουν νόημα, να μαθαίνω εύκολα πράγματα και να μελετάω σε βάθος αυτή την κουλτούρα. Για να είμαι ειλικρινής, άκουγα κυρίως τα κομμάτια που οι στίχοι τους μιλούσαν για αγάπη.
Στην Αγγλία νοίκιασε ένα σπίτι με άλλους δύο Έλληνες συμφοιτητές του, τον Δημήτρη Λαμπρίδη και τον Αντώνη Κιτσίκη, με τους οποίους έγινε κολλητός. Άρχισε να αναπαράγει κάποιες φράσεις στα ελληνικά, θέλοντας να αναπτύξει έναν μυστικό κώδικα με τους φίλους του. Χρησιμοποιούσε κάποιες στάνταρ εκφράσεις, όπως «την κάνουμε για το σπίτι;», «καλά, τι λέει αυτός;». Σιγά-σιγά άρχισε να διαβάζει τις ετικέτες των ελληνικών τσιγάρων που έγραφαν «το κάπνισμα σκοτώνει» και να έρχεται σε επαφή με το ελληνικό αλφάβητο.
Στη συνέχεια ξεκίνησε να ακούει με μανία ρεμπέτικα, «ήταν κάτι καινούργιο για μένα και μου άρεσε πολύ. Άκουγα Τσιτσάνη, προσπαθούσα να διαβάσω τους στίχους και έπειτα να τους μεταφράσω, έτσι, σταδιακά, κάποιες λέξεις άρχισαν να βγάζουν νόημα, να μαθαίνω εύκολα πράγματα και να μελετάω σε βάθος αυτή την κουλτούρα.
Για να είμαι ειλικρινής, άκουγα κυρίως τα κομμάτια που οι στίχοι τους μιλούσαν για αγάπη. Ο πόνος αυτός στην καρδιά και ο νταλκάς με άγγιξε πάρα πολύ. Μιλούσα πολύ βέβαια με τους φίλους μου και ως μεγάλος θαυμαστής της Disney ξέρω στα ιταλικά όλους τους διαλόγους αυτών των ταινιών που με μεγάλωσαν. Έβλεπα αυτές τις ταινίες ξανά και ξανά και το μυαλό μου έκανε απευθείας τη μετάφραση, με αποτέλεσμα να έχω ένα ακόμα ερέθισμα».
Η πρώτη του ταινία είναι ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο βλέπουμε ένα ταξίδι από τη Ρώμη στην Αθήνα με τα πόδια. Αφορμή στάθηκε ένα κορίτσι, «κινηματογράφησα όλη τη διαδρομή, η ταινία δείχνει το ταξίδι μου, το οποίο κράτησε πενήντα εννιά ημέρες. Ξεκίνησα από τη Ρώμη, έφτασα με τα πόδια στο Μπάρι και από κει πήρα το καράβι για την Πάτρα. Συνέχισα πάλι με τα πόδια, έφτασα στην Αθήνα, έμεινα στην Ελλάδα για έναν μήνα και επέστρεψα γιατί έπρεπε να συνεχίσω με τις δουλειές μου εκεί».
Έπειτα έφτιαξε μια ταινία animation με θέμα μια κλασική ρεμπέτικη βραδιά κάπου στη δεκαετία του ’20. Αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον και κατέληξε στη συνεργασία του με μια ελληνική εταιρεία παραγωγής.
Η νέα του ταινία, η οποία προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας, είναι ένα ακόμα animation, το οποίο έχει τον τίτλο «Το ροζ βουνό». «Επισκέφθηκα τα Γιάννενα, φανταστικό μέρος, καμία σχέση με αυτό που έχω συνηθίσει στην Ελλάδα. Είναι αρκετά βροχερό, γεμάτο σύννεφα, ομίχλη. Μια πόλη βουτηγμένη στην παράδοση. Μαγεύτηκα από τη μουσική και το τοπίο. Αποφάσισα ότι θέλω να γράψω μια ιστορία αγάπης που να τοποθετείται στην Ήπειρο, με παραδοσιακές φορεσιές. Η υπόθεση αφορά έναν απαγορευμένο έρωτα. Ένας ταπεινός ανθοκόμος ερωτεύεται την αγαπημένη του Πασά, την κυρα-Βασιλική. Ο ανθοκόμος, για να της εκφράσει τα συναισθήματά του, αποφασίζει να αλλάξει τα χρώματα του βουνού και να τα κάνει ροζ, έτσι φυτεύει σπόρους που τη μέρα που θα ανθίζουν η κυρα-Βασιλική θα βλέπει από το μπαλκόνι της το βουνό να έχει γίνει ροζ.
«Κάτι άλλο που μου αρέσει πολύ είναι τα workshops για παιδιά. Αυτά συνήθως γίνονται υπό την αιγίδα κάποιου φεστιβάλ, στην Αθήνα αλλά και σε μέρη της χώρας όπου τα παιδιά δεν έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με το animation. Αυτό που κάνουμε εκεί είναι να φτιάχνουμε κούκλες και να λέμε ιστορίες. Τους εξηγώ πώς λειτουργεί το animation. Είναι πάρα πολύ όμορφο, βλέπεις τον ενθουσιασμό τους και πόσο ζωηρή φαντασία έχουν οι μικρές ηλικίες». Όταν τον ρωτάω τα σχέδιά του για το μέλλον, μου απαντά κάπως αινιγματικά, λέγοντάς μου πως «μου φαίνεται κάπως δύσκολο να προβλέψω το μέλλον, προτιμώ να σκέφτομαι κάθε μέρα ξεχωριστά».