Η Μαϊγουέν συγκινήθηκε, ο Τζόνι Ντεπ δάκρυσε, το πλήθος χάρηκε που τον ξαναείδε μετά από χρόνια και δίκες, τον εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσόντα σταρ που τελικά, ως εκ κινηματογραφικής ανατροπής της τελευταίας στιγμής, αθωώθηκε και διασώθηκε από το «τσουνάμι» που προκάλεσε η δικαστική διαμάχη με την Άμπερ Χερντ και το πέπλο καχυποψίας που του στοίχισε το πόστο του καπετάνιου στους Πειρατές της Disney.
Και μπορεί το Ποντίκι να το μετάνιωσε και να τον εκλιπάρησε να γυρίσει, αλλά εκείνος ύψωσε το μεσαίο και χαμογέλασε ξανά στις σειρήνες της Dior, υπογράφοντας το ακριβότερο συμβόλαιο που έχει ποτέ προταθεί σε άνδρα, για την κολόνια του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το Eau Sauvage.
Η Γαλλία ανέκαθεν αγκάλιαζε στοργικά τον Τζόνι, ειδικά όποτε η Αμερική τον θεωρούσε πολύ εναλλακτικό για να τον πληρώνει όσα ήθελε. Οι Κάννες είχαν τοποθετήσει εντός διαγωνιστικού την ταινία που σκηνοθέτησε το 1997, το The Brave, με τον Μάρλον Μπράντο, σε μουσική Ίγκι Ποπ, που δεν είδε κανείς έκτοτε, γιατί ο Τζόνι έκρινε πως δεν αξίζει στο κοινό μετά τις αρνητικές κριτικές που δέχθηκε – δεν ήταν καλή η ταινία, βέβαια πάει καιρός, 25 χρόνια.
Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς γνώρισε τη Βανέσα Παραντί και μετακόμισε στο Παρίσι. «Όμορφες γυναίκες, ωραίο κρασί, δεν βρίσκω λόγο να μην…», μου είχε απαντήσει όταν ακόμη φλέρταρε με την ιδέα να μείνει μόνιμα κοντά μας.
Όταν μπουχτίζει από τη χυδαία συμπεριφορά των θυγατέρων του προς τη σπιτωμένη Ντι Μπαρί, ορμάει στο δωμάτιό τους και τις αγριοκοιτάζει χωρίς να αρθρώσει λέξη. Εκεί μας υπενθυμίζει πως μπορεί να μην είναι απλά ένα μελωμένο, ευγενικό, αιώνιο αγόρι, αλλά πολλά ακόμη, όταν το σενάριο το καλεί σε μια παραπάνω προσπάθεια.
Αλλά τα πράγματα άλλαξαν, όλοι γνωρίζουν τι περίπου συνέβη, και πλέον ο ημιακυρωμένος, και στα μάτια του μέλους της κριτικής επιτροπής, Μπρι Λάρσον, ακόμη υπό αίρεση, «γιος» του Τιμ Μπάρτον επιστρέφει με την εναρκτήρια ταινία του 76ου Φεστιβάλ Καννών, που δυστυχώς απέχει παρασάγγας από την αίσθηση που είχε προκαλέσει η κεντρική ηρωίδα, Ζαν Ντι Μπαρί, φημισμένη εταίρα και διαβόητη παλλακίδα του Λουδοβίκου του 15ου, αντίπαλος του παλατιού, ας πούμε εχθρός της Μαρίας Αντουανέτας, φυσικά όνειδος για την εκκλησία και ειρωνικά εχθρός του λαού, που ξέχασε την ταπεινή της καταγωγή, την έμπλεξε με τα αντιμοναρχικά αισθήματα της επανάστασης και την αποχαιρέτησε άδοξα στην γκιλοτίνα, όπως τον Δελφίνο και την Αυστριακή macaron lover του.
Το δράμα της Μαϊγουέν Λε Μπεσκό, η οποία έγινε γνωστή για τη φορτισμένη και φορτωμένη συμμετοχή της στις Κάννες με το Polisse, δεν μοιράζεται τις αισθητικές ανησυχίες της Σοφία Κόπολα, αντίθετα προτιμά τον κλασικισμό του Μπάρι Λίντον, τα αντικειμενικότερα πλάνα του, μια συμμετρία που σχολιάζεται από ένα αυστηρό voice over, ακριβώς όπως στην ταινία του Κιούμπρικ.
Η ίδια υποδύεται την Ντι Μπαρί, ως φιλομαθές, πολύ διαβαστερό και στωικό κορίτσι που από ένα σημείο κι έπειτα ξέρει ακριβώς τι πετάει και τι κρατάει από την άτιμη ζωή και συνηθίζει να αναζητά το χιούμορ, αντιδρώντας με πλατύ χαμόγελο στις προκλήσεις και τις κοροϊδίες.
Μια από τις προκλήσεις του Jeanne Du Barry είναι τα γαλλικά του Τζόνι Ντεπ, πώς τα προφέρει, αν πείθει ηχητικά. Ακόμη θυμάμαι τον Φατίχ Ακίν να διηγείται το παρ’ ολίγον πάθημά του στη Μαχαιριά. Τον είχαν συμβουλεύσει πως τα αρμενικά είναι εξαιρετικά δύσκολα να τα μιλήσει οποιοσδήποτε δεν τα γνωρίζει από παιδί. Οπότε, επειδή ήθελε έναν εμπορικό ηθοποιό, και είχε ήδη επιλέξει τον Ταχάρ Ραχίμ, τον έκανε βωβό στο σενάριο και ξεμπέρδεψε.
Όχι, δεν είναι άλαλος ο Λουί του Τζόνι, αν και «το κλέβει» έξυπνα ο Ντεπ: τα γαλλικά του είναι τίμια, στρατηγικά περιορισμένα και ρομαντικής εκφοράς, τρυφερά σαν εξομολόγηση, διανθισμένα με το βαθύ, νικοτινένιο, σκαστό γέλιο του.
Ο Αμερικανός ηθοποιός δήλωσε πως εμπνεύσθηκε τον ρόλο από τους αγαπημένους του ήρωες του βωβού, τον Μπάστερ Κϊτον και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Βέβαια το ίδιο έχει κάνει και σε προηγούμενες ταινίες, ειδικά στον Μοναχικό Καβαλάρη του Γκορ Βερμπίνσκι, ως Τόντο.
Όταν μπουχτίζει από τη χυδαία συμπεριφορά των θυγατέρων του προς τη σπιτωμένη Ντι Μπαρί, ορμάει στο δωμάτιό τους και τις αγριοκοιτάζει χωρίς να αρθρώσει λέξη. Εκεί μας υπενθυμίζει πως μπορεί να μην είναι απλά ένα μελωμένο, ευγενικό, αιώνιο αγόρι, αλλά πολλά ακόμη, όταν το σενάριο το καλεί σε μια παραπάνω προσπάθεια.
Ωστόσο, το σενάριο που συνέθεσε η Μαϊγουέν δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω από όσα έχουμε δει ή διαβάσει για την πιο θεαματική περίπτωση στην ιστορία των αναρριχητών. Το «πλάσμα», όπως το αποκαλούσαν με βδελυγμία οι εχθρές της μέσα στο παλάτι, περιορίζεται σε μια εμφανώς καλοπροαίρετη και μόνο κατά τα λεγόμενα φιλήδονη θετική δύναμη μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον, που έφερε τα πάνω κάτω κυρίως στη μόδα, αλλά πουθενά αλλού.
Η σκηνοθεσία λειτουργεί ως αμπιγιέζ της πρωταγωνίστριας, σε μια φροντισμένη ενδυματολογική παραγωγή, με τη βοήθεια του οίκου Chanel, που παρακολουθεί το πρωτόκολλο σε βαθμό χασμουρητού και βαδίζει παράλληλα και μακρόθεν του σκανδάλου, ποτέ μέσα σε αυτό, δυναμικά, κοντινά, θερμά. Σαν ιστορικό travelogue, με τον Τζόνι επισκέπτη.
Από τη χθεσινή βραδιά στη σάλα Lumière, οι καλύτερες σκηνές ήταν τα κλιπάκια της φιλμογραφίας του Ρούμπεν Έστλουντ, όταν τον παρουσίασαν για τη θέση του προέδρου της κριτικής επιτροπής, και του Μάικλ Ντάγκλας, λίγο πριν παραλάβει τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα.