Μέσα στον ενθουσιασμό του που παρέλαβε τη Χρυσή Σφαίρα αντί του απόντος Ένιο Μορικόνε, ο Κουέντιν Ταραντίνο έκανε ένα μικρό λάθος: για να τονίσει το μέγεθος της περιορισμένης τιμής για έναν τόσο μεγάλο συνθέτη, ο Αμερικανός σκηνοθέτης είπε πως ο Μορικόνε δεν είχε λάβει κανένα απολύτως βραβείο στην Αμερική, μέχρι τους Μισητούς Οκτώ. Χρυσές Σφαίρες έχει αποσπάσει στο παρελθόν, αλλά όχι Όσκαρ- αυτό που πραγματικά μένει στη μνήμη και μάλλον εννοούσε ο Ταραντίνο- εκτός από το τιμητικό, δια χειρός και μετάφρασης του Κλιντ Ίστγουντ, μιας και ο ευχαριστήριος λόγος του ογκόλιθου της κινηματογραφικής μουσικής ήταν στη μητρική του γλώσσα.
Εκτός από τον Μορικόνε, οι παραλείψεις των Όσκαρ, όπως άλλωστε συμβαίνει εύλογα σε όλες τις κατηγορίες, είναι πολλές, και μερικές από αυτές, ηχηρές. Στον αντίποδα των αδικημένων, κάποιοι άλλοι υπερβραβεύτηκαν, ίσως στη λογική "μονοκούκι" που επικρατούσε στο παλιό σύστημα των στούντιο (με κορυφαίο παράδειγμα τον Γουόλτ Ντίσνεϊ που παρέλαβε δεκάδες Όσκαρ) που ήθελε τους εσωτερικούς συντελεστές να χρεώνονται έτσι κι αλλιώς τα credits ως υπεύθυνοι αντίστοιχου τμήματος, όπως η ενδυματολόγος Ίντιθ Χεντ με τα 8 όσκαρ και τις 35 υποψηφιότητες, ο σκηνογράφος της MGM, Σέντρικ Γκίμπονς με 38 υποψηφιότητες και 11 βραβεία και ο κινηματογραφικός συνθέτης, κυρίως της Fox, Άλφρεντ Νιούμαν, με, κρατηθείτε, 43 υποψηφιότητες και 9 Όσκαρ.
Ο ρέκορντμαν αληθινών, κι όχι διευθυντικού τύπου, υποψηφιοτήτων παραμένει ο επίσης συνθέτης Τζον Γουίλιαμς, με μόλις 5 Όσκαρ για τις 49 υποψηφιότητες του, που μπορεί φέτος να πενηνταρίσουν με τον τελευταίο Πόλεμο των Άστρων. Κι ο Άλαν Μένκεν, μουσικός αναβιωτής του μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων της Disney στην σχετικά πρόσφατη προψηφιακή της περίοδο, δεν τα έχει πάει καθόλου άσχημα: έχει αποσπάσει 8 Όσκαρ σε μόλις 19 υποψηφιότητες, έχοντας υψηλό ποσοστό επιτυχίας. Για κάθε Νιούμαν και Μένκεν που βραβεύτηκαν γενναιόδωρα, υπάρχουν σημαντικότατοι, πολυγραφότατοι και αναγνωρισμένοι για τον όγκο και την ποιότητα της δουλειάς τους συνθέτες που, είτε βραβεύτηκαν μόνο μία φορά, είτε περίμεναν δεκαετίες για να βγάλουν λόγο. Στην πρώτη κατηγορία της μιας νίκης, εντάσσεται ο Άαρον Κόπλαντ, ο αξεπέραστος Μπέρναρντ Χέρμαν (όχι για ταινίες του Χίτσκοκ ή τον Πολίτη Κέϊν, δυστυχώς), ο Βίκτορ Γιάνγκ, ο Νίνο Ρότα, ο Ζορζ Ντελρί, ο Έλμερ Μπερνστάϊν, ο Ντέϊβ Γκρούζιν. ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Τζέρι Γκόλντσμιθ, ενώ πιο υπομονετικός αποδείχτηκε ο Ράντι Νιούμαν, γνωστός και από την πρότερη καριέρα του στη ροκ μουσική, ο οποίος στην 16η του υποψηφιότητα στέφθηκε νικητής με ένα λυτρωμένο ακροατήριο να τον καταχειροκροτεί, για το τραγουδάκι από το Monsters, και λίγα χρόνια αργότερα ντούμπλαρε τα έπαθλα με το βασικό θέμα από το Toy Story 3, πάντα της Pixar.
Σε μια σχεδόν ολοσχερώς ανδροκρατούμενη, διπλή, και μερικές χρονιές τριπλή κατηγορία, αφού περιλαμβάνει τα τραγούδια, τα ολοκληρωμένα σκορ και ενίοτε τις προσαρμογές ή τα σύνολα τραγουδιών σε ταινία, όπου έχουν τιμηθεί αλεξιπτωτιστές στο χώρο του σινεμά, από τους Beatles και τον Prince, μέχρι τον Stevie Wonder, τον Phil Collins και τους Three Six Mafia, θα αναφέρουμε εκτενώς μερικούς αξιομνημόνευτους και αξιότιμους συνθέτες της μουσικής στο σινεμά, που δεν προτιμήθηκαν, αλλά σίγουρα δεν ξεχάστηκαν, αν και προτάθηκαν- στη λίστα δεν συμπεριλαμβάνονται αυτοί που έμειναν για ακατανόητους λόγους εκτός νυμφώνος, όπως για παράδειγμα ο Άντζελο Μπανταλαμέντι. Ή ο Έντβαρντ Αρτέμιεφ. Ή ο Σεργκέϊ Προκόφιεφ (λέμε τώρα). Και για να μην απομακρυνθούμε, ο Κάρτερ Μπεργουέλ, συνθέτης 16 εκ των ταινιών των αδελφών Κοέν, καθώς και σταθερός συνεργάτης του Σπάϊκ Τζόουνζ και του Μπιλ Κόντον, που κι αν και φέτος δεν προταθεί για το Κάρολ του Τοντ Χέϊνς ή το Ανομαλίζα του Τσάρλι Κάουφμαν, μπαίνει επάξια στη λίστα των ληστευμένων.
Άλεξ Νορθ
Ο Νορθ θεωρείται δικαίως ένας από τους γίγαντες της κινηματογραφικής μουσικής, ειδικά μετά την χρυσή περίοδο των Ευρωπαίων εμιγκρέδων, όπως ο Στάϊνερ, ο Κόρνγκολντ, ο Ρόζα και ο Τιόμκιν, αφενός γιατί συνέχισε στην αφομοίωση της κλασσικής παιδείας μέσα από τις επιταγές και τους περιορισμούς της σύνθεσης για μια ταινία, αφετέρου διότι εισήγαγε, για πρώτη φορά, τζαζ μοτίβα στο ηχόχρωμα μιας ταινίας, πριν μπουν στο παιχνίδι οι πιο καθαρόαιμοι τζάζμεν, διατηρώντας λυρισμό και πολύπλοκη ενορχηστρωτική δομή και ασυνήθιστες γέφυρες στα λαϊμοτίφ. Και το κατάφερε με τη συνδρομή του Ελία Καζάν, μετά τη θεατρική τους συνεργασία στο Θάνατο του Εμποράκου, στο καινοτόμο Λεωφορείο ο Πόθος- ενώ όλοι θυμούνται πως από το καστ των τεσσάρων ηθοποιών, μόνο ο Μάρλον Μπράντο δεν είχε πάρει Όσκαρ, η ιστορική αδικία αφορούσε τον Νορθ.
Και η αδικία συνεχίστηκε για συνολικά 15 φορές, με τον Νορθ να ξεχωρίζει και να προτείνεται ακόμη και σε ταινίες με ελάχιστες ή μηδενικές υποψηφιότητες σε άλλες κατηγορίες, όπως το Κάτω από το Ηφαίστειο, το Shoes of the Fisherman ή το Dragonslayer. Ανάμεσα σε αυτές και για ένα τραγούδι, το αθάνατο Unchained Melody, που έκανε δεύτερη καριέρα όταν ξανακούστηκε στον Αόρατο Εραστή. Παρά την συνεχιζόμενη παράβλεψη, κι έχοντας την καθολική αναγνώριση των ειδικών και των συναδέλφων του, υπήρξε ο πρώτος (ο Μορικόνε ήταν ο επόμενος και τελευταίος μέχρι τώρα) συνθέτης που απέσπασε Όσκαρ για την συνολική προσφορά του, αποδεχόμενος την τιμή με ταπεινότητα και συγκίνηση. Ποτέ του δεν ξέχασε την πιο ντροπιαστική στιγμή στην λαμπρή σταδιοδρομία του, όταν παρέστη στην πρεμιέρα του 2001, Η Οδύσσεια του Διαστήματος και αντί να ακούσει τη συμφωνική μουσική που του είχε παραγγείλει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, χωρίς να έχει λάβει ειδοποίηση, είδε τις εικόνες της ταινίες ντυμένες με Στράους, Λιγκέτι και τους λοιπούς κλασσικούς και μη, που τελικά προτίμησε ο σκηνοθέτης.
Λάλο Σίφριν
Θα μπορούσε να είχε γίνει κοινωνιολόγος ή δικηγόρος, μετά τις σπουδές του, αλλά ευτυχώς τον κέρδισε η μουσική: ο Αργεντίνος Λάλο Σίφριν πήγε ακόμη παραπέρα το τζαζίστικο ιδίωμα που εισήγαγε ο Νορθ, εμφυσώντας την κίνηση και τον ρυθμό των ακουσμάτων της δικής του κουλτούρας και προσθέτοντας το groove στον κλασσικό ήχο των κινηματογραφικών επενδύσεων, έχοντας επηρεαστεί από τον Ντίζι Γκιλέσπι, τα τάνγκο και την ευρύτερη μουσική σκηνή των '60ς και '70ς. Μερικά από τα καλύτερα σκορ της δεκαετίας του 70 είναι δικά του, από το Enter the Dragon και το Rollercoaster, μέχρι την τραχιά κι έξυπνη μουσική συνοδεία των αστυνομικών περιπετειών του Dirty Harry/Κλιντ Ίστγουντ.
Είναι γνωστός κυρίως για το αμίμητο θέμα του σε 5/4 στις αρχικά τηλεοπτικές Επικίνδυνες Αποστολές (είχα το σπάνιο προνόμιο να τον δω να το εκτελεί live σε ένα masterclass στο φεστιβάλ Καννών πριν από μερικά χρόνια, σε ένα 10λεπτο τζαμάρισμα του Mission Impossible με τη μικρή μπάντα του κι εκείνον στο πιάνο, αγέραστο και ενθουσιώδη, τεχνίτη με ψυχή) και ίσως το καλύτερο του soundtrack παραμένει το Cincinnati Kid, αν και προσωπικά δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω- το Bullitt, το Gone with the Wave, το Fox; Και ο Σίφριν απορρίφθηκε από έναν δικτατορικό σκηνοθέτη, τον Γουίλιαμ Φρίντκιν, όταν το Tubular Bells του Μάϊκ Όλντφιλντ προτιμήθηκε τελικά έναντι της βαριάς και δύσκολης μουσικής που ο Σίφριν είχε παραδώσει για τον Εξορκιστή. Έχει υπάρξει 6 φορές υποψήφιος για Όσκαρ.
Ντάνι Έλφμαν
Ο ιδρυτής των Oingo Boingo παράτησε τη ροκ για το σινεμά, και έγινε η αχώριστη μουσική των ιδιότυπων εικόνων του Τιμ Μπέρτον, εμπνεόμενος από τον Νίνο Ρότα και τον Μπέρναρντ Χέρμαν και φέρνοντας το απαραίτητο συμφωνικό twist στην ανορθόδοξη αφήγηση του σκηνοθέτη. Οι δυο τους δεν χρειάζεται καν να συζητάνε για τη μουσική, γιατί, όπως υποστηρίζει ο Έλφμαν, έχουν την τύχη να βρίσκονται πάντα συνδεδεμένοι.
Έχει επίσης αναλάβει τη φωνή σε δύο χαρακτήρες από τα ισάριθμα κινούμενα σχέδια του Μπέρτον και έχει γράψει μουσική σε όλες του τις ταινίες, πλην του Ed Wood (είχε προηγηθεί η μοναδική σοβαρή διαφωνία ανάμεσα τους) και του Sweeney Todd, αναγκαστικά, καθώς βασιζόταν στη μουσική του Στίβεν Σοντχάϊμ από το ομώνυμο θεατρικό μιούζικαλ. Παραδόξως, από τις 4 άσφαιρες υποψηφιότητες του στα Όσκαρ, μόνο μία ήταν για ταινία του Μπέρτον: το Big Fish.
Τζέϊμς Νιούτον Χάουαρντ
Ο Τζέϊμς Νιούτον Χάουαρντ έχει γράψει μουσική για πάνω από 100 ταινίες, σαν τους παλιούς καλούς εργάτες των στούντιο, έχοντας καλύψει όλα τα είδη, από κινούμενα σχέδια και κωμωδίες, μέχρι επικές περιπέτειες και σοφιστικέ δράματα.
Δεν μπορεί κανείς να του προσάψει τίποτε- οι μουσικές του επενδύσεις διακρίνονται για τον επαγγελματισμό τους, αν και δεν ξεχειλίζουν από πρωτοτυπία. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο καμιά από τις 8 υποψηφιότητες του για Όσκαρ δεν έφερε καρπούς. Ίσως και από απλή συγκυρία. Οι ευτυχέστερες του στιγμές προέκυψαν από τη συνεργασία του με τον Νάϊτ Σιάμαλαν και τον Κρίστοφερ Νόλαν στους Batman, εξ ημισείας με τον Χανς Τσίμερ.
Τόμας Νιούμαν
Τα ίδια, επαγγελματικά κι ωραία, ισχύουν και για τον Τόμας Νιούμαν, μόνο που στην περίπτωση του οι υποψηφιότητες έχουν φτάσει ήδη τις 12 και η πίεση ίσως είναι μεγαλύτερη, καθώς είναι ο μικρότερος γιος του πολυνίκη Άλφρεντ, ανιψιός του επίσης Οσκαρούχου ενορχηστρωτή Λάϊονελ, κι εξάδελφος του Ράντι που λέγαμε, που περίμενε κι εκείνος και τώρα έχει δύο αγαλματίδια.
Ο Τόμας έχει προσπαθήσει, και με σταθερότερες συνεργασίες, όπως με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ και την Pixar, που φαίνεται να συμπαθεί το σόι, αλλά και με υψηλού προφίλ παραγωγές, όπως το Skyfall και την φετινή Γέφυρα των Κατασκόπων, αντικαθιστώντας μετά από πολλά χρόνια τον Τζον Γουίλιαμς σε ταινία του Σπίλμπεργκ. Ίσως πληρώνει την μεγαλοψυχία της Ακαδημίας στον πατέρα του...
Φίλιπ Γκλας
Ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες μοντέρνας μουσικής, βασικός εκφραστής του μινιμαλισμού, ο Φίλιπ Γκλας έχει προταθεί τρεις φορές για Όσκαρ, για το Kundun του Μάρτιν Σκορσέζε, τις Ώρες, όπου έπρεπε να είχε κερδίσει, και για το Notes on a Scandal, και γενικά έχει επενδύσει μουσικά περισσότερες ταινίες από ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί για έναν άνθρωπο με τόσες ασχολίες πέρα από το χώρο του σινεμά.
Εκεί που τον βρίσκεις, απόλυτα ταιριαστό και οργανικά τεκμηριωμένο, στην τριλογία του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο και τα ντοκιμαντέρ του Έρολ Μόρις, εκεί πάλι τον χάνεις στο Όνειρο της Κασσάνδρας του Γούντι Άλεν και το περυσινό Fantastic Four, σε συνεργασία με τον Μάρκο Μπελτράμι.
Πάτρικ Ντόϊλ
Ο Σκοτσέζος συνθέτης έχει ειδικευθεί στον Σέξπιρ στο θέατρο αλλά και στο σινεμά, ντύνοντας αρμονικά και δυναμικά τις επιτυχημένες απόπειρες του Κένεθ Μπράνα στις μεταφορές των έργων του βάρδου. Ο Ντόϊλ δεν έχει επαναπαυθεί στις αγγλόφωνες προτάσεις, καθώς έχει συνεργαστεί με Γάλλους σκηνοθέτες, έχοντας βραβευθεί διεθνώς, όταν δεν δουλεύει για το Χόλιγουντ, έχοντας διαμορφώσει ένα επιλεκτικό και ποικίλο opus.
Οι δύο του υποψηφιότητες στα Όσκαρ ήρθαν για το Λογική κι Ευαισθησία και τον Άμλετ, και δεν είναι τυχαίο πως θεωρείται ο άτυπος συνεχιστής του επίσης Βρετανού Γουίλιαμ Γουόλτον, ο οποίος είχε επίσης προταθεί για 2 Όσκαρ, ένα εξ αυτών για τον Άμλετ του 1948, δια χειρός Λόρενς Ολίβιε.
Έννιο Μoρικόνε
Να θυμίσουμε πως ο Έννιο Μoρικόνε, πριν τη τιμητική του βράβευση το 2007, είχε προταθεί 5 φορές για Όσκαρ, εκ των οποίων μια μόνο για ιταλική ταινία, τη Μαλένα του Τζιουζέπε Τορνατόρε, και καμία για κάποιο από τα σπαγγέτι-γουέστερν που τον έκαναν διάσημο, ή ακόμη για το Κάποτε στην Αμερική, επίσης του Σέρτζιο Λεόνε, επειδή, όπως λένε οι παραγωγοί της ταινίας, δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα τα επίσημα έντυπα- αν και απορώ με τη δικαιολογία, καθώς αν είναι πρωτότυπο και εγκεκριμένης διάρκειας, το μουσικό τμήμα της Ακαδημίας το λαμβάνει υπόψιν της ταυτόχρονα με την έγκυρη συμμετοχή της ταινίας. Η πρώτη φορά που διεκδίκησε Όσκαρ ήταν για το Days of Heaven του Τέρενς Μάλικ, αν και το μουσικό θέμα που ξεχώριζε στην ταινία ήταν το Carnaval des Animaux του Καμίλ Σεν Σανς.
Οι άλλες τέσσερις είναι για την Αποστολή του Ρόλαντ Τζόφε, το Μπάγκσι του Μπάρι Λέβινσον και τους Αδιάφθορους του Μπράϊαν ντε Πάλμα. Οι επαναλαμβανόμενες συνεργασίες του με σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο είναι τόσες πολλές, όσες κι εκείνες που δεν είχαν συνέχεια. Στο αμερικανικό σινεμά αφιέρωσε ουκ ολίγη φαιά ουσία, αλλά δεν τους έκανε τη χάρη να μεταναστεύσει, προτιμώντας να μην μπαίνει σε αεροπλάνα, να μην εγκαταλείπει το σπιτάκι του στη Ρώμη, πάντα συνθέτοντας από το κεφάλι του, κι όχι καθισμένος στο πιάνο, όπως οι περισσότεροι.
Για γούστα μέσα στη χαοτική, σχιζοφρενικά ποικιλόμορφη εργογραφία του στο σινεμά, τι μπορεί κανείς να επιλέξει, πέρα από το γούστο του για τη μελωδία και το είδος; Προσωπικά, από τα 500 του σάουντρακ δεν έχω ακούσει ούτε τα μισά, και, εκτός από τα προφανή, όπως το Debora's theme, τον Επαγγελματία και τα ιδιοφυή σπαγγέτι σφυρίγματα, θα άκουγα ανά πάσα στιγμή το θέμα από τη Βερούσκα, από το Love Affair (μελό, αλλά πάντα με πιάνει, όπως και το Σαχάρα με την Μπρουκ Σιλντς, που δεν βλέπεται αλλά ακούγεται μια χαρά...), τον Θρύλο του 1900, τους τίτλους από το 1900 του Μπερτολούτσι, τουλάχιστον τρία από τα πρώτα θρίλερ του Ντάριο Αρτζέντο, το αγιάτρευτο '70ς, συναρπαστικό Revolver, το λικνιστό Vergogna Schifosi, το σοβαρότατο Θεώρημα, αλλά και το βασικά ηλεκτρονικό Frantic με τις εμπνευσμένες κιθαριές και σαξοφωνιές εδώ κι εκεί- και κάπου εδώ σταματάω γιατί μάλλον δεν υπάρχει τέλος στη λίστα.
Τζορτζ Γκέρσουιν
Κανένα ταλέντο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στα εξαιρετικά προσοδοφόρα μιούζικαλ, την απόλυτη τάση στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του '30. Ο παραγωγός Πάντρο Μπέρμαν κατάφερε να δελεάσει τον Τζορτζ Γκέρσουιν, ήδη θρυλικού με τη Γαλάζια Ραψωδία που έγραψε το 1924, να γράψει για δεύτερη φορά μουσική στο σινεμά, μετά το Delicious, για το όχημα των Φρεντ Αστέρ και Τζίντζερ Ρότζερς, Shall We Dance. Το They Can't Take that Away from Me, σε στίχους πάντα του αδελφού του Άϊρα, ήταν υποψήφιο για Όσκαρ το 1937, αλλά έχασε από το ξεχασμένο σήμερα Sweet Leilani.
Η υποψηφιότητα του Γκέρσουιν ανακοινώθηκε μετά τον πρόωρο θάνατο του από όγκο στον εγκέφαλο, και η Ακαδημία έχασε την ευκαιρία, από τα σπάργανα της, να τιμήσει έναν άνθρωπο που έκανε τη χάρη στο σινεμά να δανείσει ψήγμα του ταλέντου του.
Κόουλ Πόρτερ
Αν ο Γκέρσουιν ακροπάτησε στο σινεμά, ο τεράστιος τραγουδοποιός Κόουλ Πόρτερ έγραψε ιστορία, σίγουρα όχι τόσο μεγάλη όσο στο μουσικό θέατρο όπου προσανατολίστηκε και αφοσιώθηκε με όλη του τη ψυχή και την εφευρετικότητα, αλλά σίγουρα υπολογίσιμη, με απίθανα τραγούδια στο ενεργητικό του. Είχε 4 υποψηφιότητες στην κατηγορία του τραγουδιού, και θα έπρεπε να είχε κερδίσει με το I've got you under my skin που πρωτοακούστηκε σε ένα μιούζικαλ του 1937 με τίτλο Born to Dance, ή με την τρυφερή μπαλάντα, True Love, που τραγούδησαν σε ντουέτο ο Μπινγκ Κρόσμπι και η Γκρέϊς Κέλι στα Σκάνδαλα Υψηλής Κοινωνίας το 1956.