Πόσες φορές έχετε σκεφτεί να αντιγράψετε τους Μπαρτ Λάνκαστερ και Ντέμπορα Κερ από το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» στο σημείο εκείνο της παραλίας που σκάει το κύμα; Και πόσες φορές έχετε σταθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο και το έχετε ξανασκεφτεί έως και δύο φορές πριν βουτήξετε, ενθυμούμενοι τι συνέβη στους λουόμενους στα «Σαγόνια του Καρχαρία»;
Το σινεμά σίγουρα έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τις παραλίες. Και μας έχει δείξει διάφορες από δαύτες στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Κι εμείς τις ερωτευτήκαμε, φαντασιωθήκαμε να ξεχυνόμαστε σ' αυτές, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως και να κάναμε τη φαντασίωσή μας πραγματικότητα.
Άλλες φορές, πάλι, η χρήση της παραλίας στο σινεμά είναι συμβολική. Επί παραδείγματι, στα «400 χτυπήματα» του Τριφό συμβολίζει το νέο ξεκίνημα, το μέλλον που διαγράφεται συναρπαστικό, γεμάτο άπειρες πιθανότητες. Εκείνη του «Τελευταίου Κύματος» του Πίτερ Γουίαρ υποδηλώνει το τέλος, την απροσδιόριστη, αλλά αναπόφευκτη στιγμή που η φύση θα έρθει για να εισπράξει τον λογαριασμό. Πολλά τα παραδείγματα, μα ένα τέτοιο κείμενο θα έπεφτε λίγο βαρύ καλοκαιριάτικα. Γι' αυτό, ας το περιορίσουμε σε κάτι πιο απλό, κάτι περισσότερο trivial, που λέμε και στο χωριό μου.
Αν σκεφτείς ότι στην πράξη μια λίστα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κινηματογραφικό παιχνίδι, μια αφορμή για να γράψεις δυο λόγια για μερικές ταινίες, να τις συστήσεις και να στηθεί ένας ωραίος οικιακός σινεμαραθώνιος, τότε σου λύνονται τα χέρια.
Η λίστα που ακολουθεί απαρτίζεται από ταινίες που έχουν τη λέξη «παραλία» στον τίτλο, και, όπως κάθε λίστα, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για έναν μανιακό σινεφίλ, κι αν προστεθεί και η πτυχή της κριτικής αποτίμησης και της υπογραφής –στον βαθμό που την παίρνεις σοβαρά‒, ζορίζει ακόμα περισσότερο το πράγμα. Αν σκεφτείς, όμως, ότι στην πράξη μια λίστα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κινηματογραφικό παιχνίδι, μια αφορμή για να γράψεις δυο λόγια για μερικές ταινίες, να τις συστήσεις και να στηθεί ένας ωραίος οικιακός σινεμαραθώνιος, τότε σου λύνονται τα χέρια.
Ιδού, λοιπόν, επτά κινηματογραφικές «παραλίες» διαφορετικών καταβολών και φιλμικής ιδιοσυγκρασίας, κάποιες με βότσαλο, κάποιες με άμμο, κάποιες οργανωμένες, άλλες παρθένες και ανεξερεύνητες. Όλες, όμως, άξιες αναζήτησης, καθεμιά για διαφορετικούς λόγους.
On the beach (1959)
του Στάνλεϊ Κρέιμερ
Η λεπτότητα ποτέ δεν υπήρξε συνώνυμη του Στάνλεϊ Κρέιμερ, ενός από τους βασικούς σκηνοθέτες του φιλελεύθερου, πολιτικοποιημένου αμερικανικού σινεμά που αναδύθηκε λίγο μετά τα μέσα των '50s. Στο «On the Beach» μια ομάδα ανθρώπων στην Αυστραλία αναμένει το τέλος της, καθώς το βόρειο ημισφαίριο έχει καταστραφεί από έναν πυρηνικό πόλεμο. Πρόκειται, ασφαλώς, για σινεμά κηρυγματικό και μη διαλεκτικό, σε κρατά, όμως, τόσο με το δυσοίωνο background του όσο και με το βασικό ατού μιας ταινίας του Κρέιμερ, δηλαδή την παρουσία ταλαντούχων σταρ, τους οποίους το σενάριο πριμοδοτεί με «μεγάλες» σκηνές. Και οι Γκρέγκορι Πεκ, Άβα Γκάρντνερ, Άντονι Πέρκινς και Φρεντ Αστέρ ‒απρόσμενη, αλλά εύστοχη επιλογή του casting director– έχουν τέτοιες σκηνές στο φιλμ, το οποίο επικυρώνει τον προειδοποιητικό του χαρακτήρα με τον χαρακτηριστικό, «διακριτικό» τρόπο του Κρέιμερ: κλείνει με ένα πανό όπου αναγράφεται «υπάρχει ακόμα χρόνος, αδέρφια».
Pauline à la plage (1982)
του Ερίκ Ρομέρ
Το σινεμά του Ερίκ Ρομέρ είναι κατά βάση διαλογικό, αν ασπάζεσαι τον στερεοτυπικό συσχετισμό της γαλλικής φιλμογραφίας με τη φλυαρία και την επιτήδευση ‒ κάποιες φορές δεν θα σε διαψεύσει, μοιάζει φτιαγμένο από μέλη της γαλλικής ιντελιγκέντσιας και προορισμένο αποκλειστικά γι' αυτά. Πού και πού, όμως, θα βρεις και κάτι προσβάσιμο σε ένα ευρύτερο κοινό, πέρα για πέρα αληθινό και πολύ πιο οικείο, έτσι όπως συλλαμβάνει όσα απαρτίζουν την ανθρώπινη κατάσταση. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του δροσερού «Pauline à la plage», όπου η έφηβη Πολίν περνά τις διακοπές της σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Νορμανδίας μαζί με την ενήλικη ξαδέρφη της, παρατηρεί τους ενηλίκους να ερωτοτροπούν, να εξαπατούν και να εξαπατούνται, ερωτεύεται και η ίδια και διαπιστώνει (κι εμείς μαζί της) ότι ο έρωτας θα παραμείνει για πάντα μια αφηρημένη έννοια και ότι η ωριμότητα δεν είναι ανάλογη με την ηλικία, δηλαδή δεν αυξάνεται απαραίτητα όσο αυξάνεται η δεύτερη.
The Beach (2000)
του Ντάνι Μπόιλ
Από τις πιο αναμενόμενες παραγωγές στην εποχή της ως νέο πρωταγωνιστικό όχημα του Λεονάρντο ντι Κάπριο του «Τιτανικού» ‒ τελικά απεδείχθη άνθρακας ο θησαυρός. Βέβαια, λίγο ο εξωτισμός, λίγο τα υποβρύχια ερωτικά ενσταντανέ, λίγο η μουσική, λίγο οι ηθοποιοί, όλα αυτά βοήθησαν ώστε η ταινία να κόψει αρκετά εισιτήρια.
Από τη μια η παροξυσμική αισθητική του Ντάνι Μπόιλ και η ομοβροντία ατάκτως ερριμμένων, ανεκμετάλλευτων ιδεών –η αμερικανική έπαρση, ο αντιαποικιοκρατισμός, ο χαμένος παράδεισος, η πλάνη του κοινωνικού συμβολαίου, o άνθρωπος απέναντι στον εαυτό του και μια δόση από «Καρδιά του Σκότους», μεταξύ άλλων‒ σου προκαλούν έναν δισταγμό στο ενδεχόμενο επαναληπτικής προβολής. Από την άλλη, λίγο ο εξωτισμός, λίγο το «Porcelain» του Moby, λίγο ο Ντι Κάπριο, η Βιρζινί Λεντουαγέν και η Τίλντα Σουίντον, κάποια στιγμή σκέφτεσαι μήπως ξαναβουτήξεις σε αυτή την «Παραλία» ‒ κι ας τρέχεις μετά στον δερματολόγο.
Les plages d'Agnès (2008)
της Ανιές Βαρντά
Στη βασική αυτοβιογραφική της ταινία –έχει κι άλλες‒ η επονομαζόμενη «γιαγιά της νουβέλ βαγκ» επισκέπτεται τις παραλίες της ζωής της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να μας αφηγηθεί την ιστορία της. Τα παιδικά της χρόνια, το σινεμά και τη σχέση της με αυτό, τη γνωριμία της με τον Ζακ Ντεμί, τη ζωή της με αυτόν, τη ζωή της μετά τον χαμό του και άλλα πολλά σε ένα φιλμικό ψηφιδωτό καμωμένο από οπτικοακουστικά αποσπάσματα, φορμαλιστικά παιχνίδια, ευρήματα μέσα στο κάδρο, συγκρούσεις με την παραδοσιακή αφήγηση και μπόλικο συναίσθημα. Αν βγάλεις το συναίσθημα, ίσως ακούγεται συγγενές με την ύστερη φιλμογραφία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορεί και να μην απέχει τόσο πολύ, έχει όμως δύο χαρακτηριστικά τα οποία λείπουν από την τελευταία και το κάνουν εκατό φορές προτιμότερο για τον υπογράφοντα: το χιούμορ και την καλοψυχία.
Η τελευταία παραλία (2016)
των Θάνου Αναστόπουλου και Νταβίντε ντελ Ντέγκαν
Το ντοκιμαντέρ που συν-σκηνοθέτησε ο συμπατριώτης μας Θάνος Αναστόπουλος («Όλο το βάρος του κόσμου», «Διόρθωση») με τον Ιταλό Νταβίντε ντελ Ντέγκαν αφορά την Ελ Πεντοτσίν. Πρόκειται για μια δημοτική παραλία της Τεργέστης που έχει μια ιδιομορφία: ένας πλαστικός τοίχος τη χωρίζει στα δύο, με τη μία πλευρά να απευθύνεται αποκλειστικά σε άνδρες και την άλλη σε γυναίκες. Ο φακός των δύο κινηματογραφιστών καταγράφει τους θαμώνες της παραλίας για μια ολόκληρη σεζόν, τους αφήνει να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, απαθανατίζει διάφορα ευτράπελα και σταδιακά χτίζει μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη για τα σύνορα που μας χωρίζουν αλλά και για όσα μας ενώνουν.
Είναι κάπως ανοικονόμητο, μα έχει περισσότερη πλάκα απ' όση θα περίμενες. Προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών το 2016, παίχτηκε και στις Νύχτες Πρεμιέρας, μα όταν βγήκε σε κανονική διανομή στις ελληνικές αίθουσες, πέρασε εντελώς απαρατήρητο.
On Chesil Beach (2017)
του Ντομινίκ Κουκ
To «On Chesil Beach» στη χώρα μας κυκλοφόρησε με τον αδιανόητο τίτλο «Ανεκπλήρωτος Γάμος», βασίζεται όμως στο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή». Το βιβλίο κατά κύριο λόγο στηρίζεται στην πρόζα του ΜακΓιούαν, ο οποίος περιγράφει τα γεγονότα και τις σκέψεις των ηρώων στεγνά, με την ουδετερότητα ενός ιστορικού ο οποίος με έναν μαγικό τρόπο έχει πρόσβαση στον εσωτερικό τους κόσμο. Η προσέγγιση αυτή έχει κωμικά αποτελέσματα –σκέψου π.χ. την ειρωνεία της αφήγησης στο «Μπάρι Λίντον» του Κιούμπρικ‒ και σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης μια ευθύτητα που σχεδόν σου κόβει τη χολή.
O σκηνοθέτης Ντομινίκ Κουκ δεν κατάφερε να μεταφράσει με κινηματογραφικούς όρους την πρόζα του ΜακΓιούαν, κράτησε από αυτή μόνο την αποστασιοποίηση. Ευτύχησε όμως να επιλέξει τους κατάλληλους συνεργάτες. Ο ίδιος ο ΜακΓιούαν διασκεύασε σεναριακά το βιβλίο του και εμπλούτισε το λιποβαρές δράμα του. Τα γαλαζωπά φίλτρα του διευθυντή φωτογραφίας Σον Μπόμπιτ υπαγορεύουν τη μελαγχολία και οι πρωταγωνιστές Σίρσα Ρόναν και Μπίλι Χάουλ παίζουν την αμηχανία της στιγμής στα δάχτυλα.
Στο φινάλε, δύο βλέμματα υγρά κι ένα φευγαλέο νεύμα μπορεί και να σε κάνουν να βουρκώσεις.
Τhe Beach Bum (2019)
του Χάρμονι Κορίν
Nα γράψεις ότι o «Παραλίας» του Χάρμονι Κορίν δεν είναι για όλους, θα ήταν ευφημισμός. Δέκα λεπτά αρκούν για να ξέρεις αν είναι για σένα. Βοηθά μια σχετική ανοχή στο trash θέαμα, ευτυχώς όχι εκείνη που χρειάζεται για να παρακολουθήσεις τα κατά καιρούς ανοσιουργήματα του σκηνοθέτη. Στον πυρήνα του βρίσκεται ο Moon Dog, ένας λεμποφσκικός τύπος, πρώην ποιητής, νυν (και αεί) καλοπερασάκιας, με μια ολότελα δική του κοσμοθεωρία αλά χακούνα ματάτα – από μια σκοπιά θα μπορούσε να είναι πολύ φίλος των Τιμόν και Πούμπα. Ίσως και να είναι ‒ δεν ξέρουμε τι κάνουν οι δύο ήρωες όταν δεν εμφανίζονται σε ντισνεϊκές παραγωγές.
Το φιλμ είναι κατά βάση ασπόνδυλο, συμπλέοντας με την εναντίωση του χαρακτήρα σε οποιασδήποτε μορφής τάξη και οργάνωση, μπορεί να γίνει πολύ αστείο, συχνά όταν δεν θέλει να είναι, και στηρίζεται στις πλάτες του Μακόναχι. Ο τελευταίος αποτάσσεται την αυταρέσκεια του σταρ και παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στα reggae beats του χαρακτήρα, ευρισκόμενος, θαρρείς, σε διονυσιακή έκσταση, σε βαθμό που ανησυχείς ότι θα του αφήσει κάποιο κουσούρι. Λέμε συχνά για κάτι ότι «πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις» ‒ συνήθως υπερβάλλουμε, αυτή εδώ, όμως, είναι μία από τις περιπτώσεις που ισχύει πραγματικά.
σχόλια