ΑΝ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΜΟΣ για το θρίλερ Οι Άλλοι, ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ δεν διστάζει να πάρει θέση για πολιτικο-κοινωνικά ζητήματα, όπως η υποβοηθούμενη αυτοκτονία στο Η θάλασσα μέσα μου (παραμένει η καλύτερη ταινία του) και ο πρώιμος φεμινισμός στο Agora.
Το Όσο κρατά ο πόλεμος δεν είναι μία ακόμη τοιχογραφία της φρανκικής δικτατορίας. Χρησιμοποιεί τις απαρχές του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία ως ιστορική αφορμή για να πραγματευτεί κάτι πιο σύνθετο, σίγουρα επίκαιρο και ευπρόσδεκτα οικουμενικό.
Πρωταγωνιστής είναι ο λέκτορας σε πανεπιστήμιο και διάσημος διανοούμενος της εποχής Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, προσωπικότητα στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ένας άνδρας σεβάσμιος και παροπλισμένος, που βλέπει τον φασισμό ως λύση στο χάος. Είναι ένας ροκ-σταρ των καιρών του – ακόμη και αγράμματοι στρατιώτες τον αναγνωρίζουν και τον σταματούν για να του ζητήσουν αυτόγραφο! Κάποτε ήταν αξιοθέατο της μικρής του πόλης, αλλά πλέον η απόλαυση θόλωσε, όπως και η εμπιστοσύνη στην άλλοτε κραταιά κρίση του. Ωστόσο, ποτέ δεν είναι αργά για την επανάκαμψη του γόνιμου σπόρου της αμφιβολίας.
Σημασία για την ορθών νοημάτων, φροντισμένης παραγωγής, αν και ανέμπνευστης εκτέλεσης, ταινία έχει η πνευματική εγρήγορση ως μοναδική λύση πρόληψης του φανατισμού και της αλαζονείας.
Το φιλόδοξο Όσο κρατά ο πόλεμος ξεκινά με την κατάληψη της Σαλαμάνκα, τη σύλληψη του δημάρχου και τις πρώτες αντιδράσεις των αριστερών στα γεγονότα. Ο ήχος των όπλων ξυπνά, συμβολικά και μεταφορικά, τον Ουναμούνο, ο οποίος κινητοποιεί τους καλύτερους φίλους του, έναν νεαρό και φουριόζο κομμουνιστή μαθητή του και τον μετριοπαθή ιερέα.
Η θέση του καθηγητή δεν αποτελεί έκπληξη: αφενός έχει συνηθίσει το ευρύτερο και ειδικευμένο κοινό του σε θεωρητικές παραδοξολογίες, για τις οποίες άλλωστε καυχιέται, αφετέρου είναι από τη φύση του πνεύμα διαλόγου και αντιλογίας. (Μια μεγάλη συνομιλία του με τον μαθητή στον λόφο της πόλης ένα δειλινό είναι χαρακτηριστική της πολιτικής αντιπαράθεσης που ζυμώνεται με επιχειρήματα, σε μία από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, ως παρένθεση της πλοκής, αλλά δηλωτική της πρόθεσης του Αμενάμπαρ να αντιπαραβάλει τις ιδέες, που πάντα ενθαρρύνει, στη στεγνή δράση).
Με τον στρατηγό Φράνκο να δραστηριοποιείται σε μια σταδιακή ανέλιξη σε ηγετικό ρόλο και τους συνοδοιπόρους του να εξαφανίζονται, να φυλακίζονται ή να δολοφονούνται, ο Ουναμούνο αμφιβάλλει και αρχικά ζητά μια συνάντηση με τον μετέπειτα απόλυτο ηγέτη, ζητώντας επιείκεια, με τη μορφή προσωπικής χάρης. Σκέφτεται ακόμη σαν καθηγητής, ζυγιάζει το κερδισμένο κύρος του με τη μειωμένη επιρροή του. Αναμφισβήτητα, έχει ακόμα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά κατανοεί πως τα γεγονότα τρέχουν σε βάρος της εκκαθάρισης που ευαγγελίζεται, έστω και με την καταστολή και τη βία που στην αρχή έκρινε απαραίτητη.
Ο Αμενάμπαρ μετατοπίζει έντεχνα την αναγκαστικά αργή διαδικασία της ανάληψης ουσιαστικής ευθύνης από τον καθηγητή στο καταγεγραμμένο πλάνο του Φράνκο να δράσει όσο γίνεται πιο γρήγορα, με την ενθουσιώδη βοήθεια του πολιτικού αδελφού του και κυρίως του πιστού του ακολούθου, του μονόχειρα και μονόφθαλμου Μιλάν ντε Αστρέι. Αφήνοντας σχετικά ανεξερεύνητη την ιστορία του Ουναμούνο, στερώντας του έτσι το ψαχνό από τα διλήμματα που τον βασανίζουν, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποζημιώσει αυτήν τη σεναριακή έλλειψη με την κινητικότητα στο παρασκήνιο.
Η σαφής επιδίωξη της κλιμάκωσης δεν είναι άλλη από την περίφημη ομιλία του Ουναμούνο στα έδρανα του πανεπιστημίου, του «ναού» του, όπου, εντός έδρας, παίρνει τη γενναία απόφαση να εκφωνήσει έναν ιστορικό λόγο, σαν να μην υπάρχει αύριο, μια επίκληση στη λογική και τη σύνεση, έχοντας μάλιστα δίπλα του τη σύζυγο του Φράνκο και τον Αστρέι, τον διαβόητο σακάτη, όπως τον αποκαλεί στα μούτρα του. Ιστορικά, πρόκειται για μια απίστευτη στιγμή, την απόλυτη νίκη του λόγου έναντι της βίας, αν και κινηματογραφικά βγαίνει επίπεδη.
Η συνέχεια είναι γνωστή, αλλά το point του Αμενάμπαρ δεν είναι μια γραμμική υπενθύμιση των δεδομένων, δηλαδή της τραγικής διαμάχης των φασιστών με τους δημοκράτες, που στοίχισε χιλιάδες ζωές και οδήγησε τη χώρα σε μια 36χρονη χούντα κυμαινόμενης καταστολής. Σημασία για την ορθών νοημάτων, φροντισμένης παραγωγής, αν και ανέμπνευστης εκτέλεσης, ταινία έχει η πνευματική εγρήγορση ως μοναδική λύση πρόληψης του φανατισμού και της αλαζονείας.