Κοντινό πλάνο στο πρόσωπο μιας νέας γυναίκας. Βρίσκεται μέσα σε ένα λεωφορείο εν κινήσει, κοιτάζει έξω από αυτό. Βλέμμα γεμάτο ένταση και αγωνία που παρακολουθεί τη μεγάλη κινητικότητα του κόσμου, μια κοσμοπλημμύρα που προχωράει κατευθυνόμενη προς την κεντρική λεωφόρο.
Εκείνη κάτι αναζητάει, σχεδόν απελπισμένα κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις, κατεβαίνει από το λεωφορείο κι αρχίζει να τρέχει, η κάμερα την ακολουθεί κατά πόδας, χωρίς καμία αλλαγή κάδρου, ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθεί τανκς να διασχίζουν τον φαρδύ δρόμο. Δεν πτοείται από τα βαριά άρματα, περνάει ανάμεσά τους, προσπερνάει την πομπή που έχει σηκώσει σκόνη και πάει στην απέναντι πλευρά, ενώ η κάμερα, υπερυψωμένη πια, καταγράφει τις κινήσεις της από ψηλά.
Όταν επιτέλους φτάνει στο κέντρο των συγκεντρωμένων στρατιωτών που φεύγουν για το μέτωπο, γαντζώνεται από τα κάγκελα του περίβολου, κοιτώντας απελπισμένα παντού, αλλά στέκεται αδύνατο να εντοπίσει τον άντρα που αναζητά. Έτσι, χάνει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της που φεύγει εθελοντής, για να πολεμήσει τους Γερμανούς εισβολείς.
Το μονοπλάνο του λεωφορείου έχει καταχωριστεί στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου ως ένα από τα συγκλονιστικότερα που έχουν γυριστεί, καταρχάς λόγω της πολυπλοκότητάς του και μόνο, καθώς τα τεχνικά μέσα, όταν γυρίστηκε, δεν ήταν αυτά που είναι σήμερα, αλλά και λόγω της συγκινησιακής φόρτισης της ηρωίδας. Το ίδιο και οι σκηνές που ακολουθούν και προμηνύουν το δράμα που εξελίσσεται η ταινία.
Σκηνές που το μακρινό 1957 προκάλεσαν ανείπωτη συγκίνηση στους θεατές ανά τη ρωσική επικράτεια, καθώς είχαν ακόμα φρέσκες στη μνήμη τους τις φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπολογίζεται ότι η ναζιστική λαίλαπα που κράτησε από το 1941 μέχρι το 1945 κόστισε στη Σοβιετική Ένωση κοντά στα τριάντα εκατομμύρια νεκρούς.
Η ταινία «Όταν πετούν οι γερανοί» του Μιχαήλ Καλατόζοβ έγινε τεράστια επιτυχία τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στη Δύση. Πρόκειται για ένα μοναδικής αισθητικής κινηματογραφικό έργο, ένα αδιαμφισβήτητο στυλιστικό αριστούργημα που το 1958 απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και η πρωταγωνίστριά του Τατιάνα Σαμοΐλοβα ειδική μνεία για την ερμηνεία της.
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μιχαήλ Καλατόζοβ γύρισε μια ταινία η οποία επικεντρώνεται σε ένα προσωπικό δράμα, αποκαλύπτοντας τα δεινά που έφερε η φρίκη του πολέμου στις ζωές των ανθρώπων, και μάλιστα μέσα από τα μάτια μιας νέας γυναίκας, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει.
Για τη σοβιετική κινηματογραφική παραγωγή της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου αποτελεί και ένα άλλου είδους επίτευγμα. Μέχρι το 1953, που πέθανε ο Στάλιν, ήταν αδύνατο για τους σκηνοθέτες της κραταιάς αυτοκρατορίας να δημιουργήσουν οτιδήποτε δεν συμπεριλάμβανε εκείνον, δεν είχε προπαγανδιστικό χαρακτήρα και δεν εξυμνούσε τον ηρωισμό του Κόκκινου Στρατού.
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μιχαήλ Καλατόζοβ γύρισε μια ταινία η οποία επικεντρώνεται σε ένα προσωπικό δράμα, αποκαλύπτοντας τα δεινά που έφερε η φρίκη του πολέμου στις ζωές των ανθρώπων, και μάλιστα μέσα από τα μάτια μιας νέας γυναίκας, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει.
Ξεκινάει σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όπου όλα είναι ήσυχα και ήρεμα, πεντακάθαροι οι δρόμοι, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, κατά την οποία ένα ανέμελο ερωτευμένο ζευγάρι, ο Μπόρις και η Βερόνικα, χαίρονται ο ένας την παρουσία του άλλου, κάνοντας αστεία και απολαμβάνοντας την ευτυχία της νιότης τους.
Κάποια στιγμή ένα κοπάδι από γερανούς πετάει σε σχηματισμό στον ασάλευτο μοσχοβίτικο ουρανό. Είναι παραμονές της εισβολής της Γερμανίας στη Ρωσία, Ιούνιος του 1941, και η ευτυχία τους δεν θα κρατήσει πολύ, τα γεγονότα του πολέμου και η απόφαση του Μπόρις να καταταγεί τσαλακώνουν τα σχέδιά τους.
Την επομένη, μάλιστα, είναι τα γενέθλια της Βερόνικα, που εκείνος αποκαλεί περιπαικτικά «σκιουράκι», και η ίδια πιστεύει ότι θα τα γιορτάσουν μαζί. Αντ’ αυτού τρέχει να τον προλάβει πριν φύγει, αλλά τον χάνει μέσα στους εκατοντάδες που αποχαιρετούν τους δικούς τους.
Μία ακόμα εκπληκτικά γυρισμένη σεκάνς με κορύφωση το πακέτο που πετάει η Βερόνικα προς τον Μπόρις, όταν τον εντοπίζει από μακριά, μήπως καταφέρει να τον κάνει να τη δει, αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι να σκορπιστούν δεκάδες χαρτιά ανάμεσα στα πόδια των στρατιωτών που ακολουθούν παραγγέλματα.
Το ζευγάρι δεν επανασυνδέεται στο υπόλοιπο της ταινίας. Το σύντομο διάστημα που περνούν μαζί οι δυο ηθοποιοί στην αρχή της ιστορίας, το φωτεινό πρωινό μιας Κυριακής μέσα στην απεραντοσύνη της άδειας Μόσχας που ακόμα δεν έχει ξυπνήσει, αναδεικνύει την υψηλού επιπέδου υποκριτική σκιαγράφηση των δύο νέων αλλά και την εκπληκτική χημεία μεταξύ τους.
Η δωρική ομορφιά και η ψυχρή λιτότητα στο παίξιμο της Σαμοΐλοβα, που ερμηνεύει τη Βερόνικα (κόρη του Γεβγκένι Σαμοΐλοβ, πρωταγωνιστή της ταινίας «Σορς: Το ξεσήκωμα ενός λαού» του Ντοβζένκο, του 1939), και η αναβλύζουσα ζωντάνια του Αλεξέι Μπακάλοβ, που ερμηνεύει τον Μπόρις, με το λαμπερό βλέμμα ενός τίμιου νέου άντρα αποτελούν την προσωποποίηση μιας ηθικής παλιάς κοπής, αν όχι ενός κομμουνιστικού ιδεώδους όπως το οραματίστηκε μια ολόκληρη γενιά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Ένας έρωτας αγνός και άδολος που δεν ολοκληρώνεται ποτέ γιατί «τα πράγματα δυστυχώς δεν είναι όπως τα θελήσαμε», όπως λέει και ο πατέρας-γιατρός του Μπόρις, όταν ξεσπάει ο πόλεμος. Γιατί η άψογη και αψεγάδιαστη εικόνα της απαστράπτουσας Μόσχας σύντομα μετατρέπεται σε μια απέραντη πολεμική ζώνη με οδοφράγματα, ερείπια, αποκαΐδια, καταστροφή.
Η απίστευτης ομορφιάς και λυρισμού ασπρόμαυρη φωτογραφία του διευθυντή φωτογραφίας Σεργκέι Ουρουζένσκι με τα κοντράστ και το εναλλασσόμενο παιχνίδι μεταξύ της κατάφωτης λευκότητας και της αποκαρδιωτικής σκοτεινιάς έχουν περάσει επίσης στην ανθολογία των κορυφαίων στιγμών της ιστορίας του κινηματογράφου.
Εξουθενωτικής ακρίβειας είναι και οι ζοφερές εικόνες στα πεδία των μαχών ανάμεσα σε λάσπες και χαρακώματα. Σκηνές αντίστοιχες με εκείνες στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Ταρκόφσκι, του 1962.
Η μοίρα τελικά χωρίζει τους δύο νέους. Στο μέτωπο ο Μπόρις κοιτάζει τη φωτογραφία της χαμογελαστής κοπέλας και αδημονεί να ξαναβρεθεί κοντά της και η Βερόνικα, στα μετόπισθεν, περιμένει απελπισμένα τα νέα του. Χάνει τους γονείς της σε έναν βομβαρδισμό –η σκηνή που ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες ανάμεσα στις φλόγες για να καταλήξει σε ένα διαμέρισμα που κρέμεται πάνω από ένα χάσμα που έχει ανοίξει σού κόβει την ανάσα– και την υιοθετεί η οικογένεια του αγαπημένου της.
Ο ξάδελφος του Μπόρις, ο Μαρκ, που ζει στο ίδιο σπίτι, καθώς έχει καταφέρει να αποφύγει τη στράτευση χάρη σε πλάγιους τρόπους, μια νύχτα που την πόλη σφυροκοπούν εχθρικά αεροπλάνα, την απομονώνει και τη βιάζει. Μια ανυπέρβλητη σκηνή με τα τζάμια να σπάνε και τις κουρτίνες να κυματίζουν μανιωδώς υπό τον ήχο της αεροπορικής επίθεσης και τις εκρήξεις να διαπερνούν το σκοτάδι σαν αστραπές.
Ο Μπόρις θεωρείται αγνοούμενος κι εκείνη, παγιδευμένη από τη μοίρα της, υποκύπτει στις πιέσεις του Μαρκ να τον παντρευτεί κι έτσι στιγματίζεται ως μία από εκείνες που πρόδωσαν τον αρραβωνιαστικό τους που έφυγε στο μέτωπο.
Η σκηνή του θανάτου του Μπόρις έχει επίσης τρομερή δύναμη, με την κάμερα να στροβιλίζεται καθώς το κορμί του καταρρέει, ενώ σε αυτήν αντιπαραβάλλεται μια φαντασιακή σεκάνς του γάμου που ονειρευόταν με το κορίτσι του. Η απόλυτη ευτυχία σε αντιπαράθεση με το οριστικό σκοτάδι.
Η Βερόνικα θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει όταν, λόγω των ενοχών της, αντιλαμβάνεται ως προσωπική επίθεση ένα επικριτικό σχόλιο σχετικά με τις γυναίκες που προδίδουν τους αγαπημένους τους που βρίσκονται στο μέτωπο που κάνει ο πατέρας του Μπόρις σε ένα νοσοκομείο στη Σιβηρία, όπου περιθάλπουν τραυματίες κι εκείνη είναι νοσοκόμα.
Όταν σταδιακά αποκαλύπτεται η δολιότητα του Μαρκ και κυρίως όταν έρχεται στα χέρια της το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Μπόρις, που διαβάζει καθυστερημένα, καθώς βρισκόταν μέσα στο δώρο γενεθλίων της –ένα σκιουράκι που έφτασε στα χέρια της μέσω της γιαγιάς του και όχι από τον ίδιο–, και δεν είχε προσέξει, της ξυπνάει το ένστικτο της οργής, βγαίνει από την παθητικότητα και τον λήθαργο όπου είχε πέσει και ενεργοποιείται. Μια σειρά από πράξεις την εξαγνίζουν, π.χ. η περίθαλψη ενός ορφανού με το όνομα Μπόρκα (παρατσούκλι του Μπόρις) – έχει πληροφορηθεί πια τον θάνατο του Μπόρις από τον άνθρωπο που ήταν ο τελευταίος που βρέθηκε μαζί του.
Όταν επιστρέφει από την πρώτη γραμμή, μαζί με τους άλλους επιζώντες, και της επιβεβαιώνει τα κακά μαντάτα για τον αγαπημένο της που αρνιόταν να αποδεχτεί γίνεται ένα με το πλήθος που γιορτάζει την ειρήνη, προσφέροντάς του τα λουλούδια που προόριζε για εκείνον. Κοιτάζει τον ουρανό, τον οποίο διασχίζει ένα κοπάδι γερανών.
Ο Καλατόζοβ, γεννημένος το 1903 στην Τιφλίδα της Γεωργίας με το όνομα Μιχαήλ Καλατοζβίλι, ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του ’30 με δύο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ αρχικά στην πατρίδα του τη Γεωργία, πριν μετακομίσει στη Ρωσία για να διεκδικήσει καλύτερη καριέρα σκηνοθέτη.
Παραμονές του πολέμου, το 1939, εγκαταστάθηκε στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) για να ενταχθεί στο σύστημα κινηματογραφικής παραγωγής της ΛΕΝΦΙΛΜ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έκανε προπαγανδιστικά φιλμάκια, ενώ πέρασε και ένα διάστημα ως ακόλουθος πολιτισμού στο προξενείο της ΕΣΣΔ στο Λος Άντζελες. Εκεί είχε την ευκαιρία να δει πολλές αμερικανικές ταινίες και να γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους του σινεμά από κοντά.
Αργότερα έγραψε ένα βιβλίο για τις εμπειρίες του στο Χόλιγουντ με έντονες αντιαμερικανικές απόψεις. Με τον διευθυντή φωτογραφίας Σεργκέι Ουρουζένσκι συνεργάστηκαν πρώτη φορά το 1956 στην ταινία «Το πρώτο κλιμάκιο». Μαζί έβαλαν τα θεμέλια για τις στυλιστικές επιλογές του «Όταν πετούν οι γερανοί» έναν χρόνο αργότερα, π.χ. τα γρήγορα τράβελινγκ, τις διαγώνιες και τις πανοραμικές λήψεις, τα καδραρίσματα, άλλοτε πολύ χαμηλά κι άλλοτε πολύ ψηλά, το βάθος πεδίου, τα ισχυρά κοντράστ.
Ο χαρισματικός Ουρουζένσκι, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Ντοβζένκο το 1943 στο πολεμικό ντοκιμαντέρ «Η Ουκρανία στις φλόγες», πίστευε ακράδαντα ότι ο κάμεραμαν οφείλει να παίζει μαζί με τον ηθοποιό. Οπότε, συχνά έπαιρνε την κάμερα στον ώμο και ακολουθούσε τον ηθοποιό κατά πόδας, όπως κάνει εδώ. Και οπωσδήποτε η δύναμη της εικόνας στους «Γερανούς» αποδεικνύεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας.
Σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας ταυτίστηκαν σε τέτοιον βαθμό χάρη σε αυτή την ταινία, που συνεργαστήκαν και στις δύο επόμενες, στο «Γράμμα που ποτέ δεν στάλθηκε» του 1959 και στο κρυφό αριστούργημα που την εποχή του αμφισβητήθηκε, το «Εγώ είμαι η Κούβα», του 1964 – αυτή την ταινία πολλές δεκαετίες αργότερα αποκατέστησαν ο Κόπολα και ο Σκορσέζε.
Η Τατιάνα Σαμοΐλοβα βραβεύτηκε σε διεθνή φεστιβάλ και ήταν υποψήφια για το βραβείο BAFTA στην κατηγορία καλύτερης γυναικείας ερμηνείας ξενόγλωσσου φιλμ. Μετά τον ρόλο της ως Βερόνικα είχε πολλές προτάσεις από την Ευρώπη αλλά και το Χόλιγουντ να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποδεχτεί λόγω των πολιτικών περιορισμών της χώρας της την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Μάλιστα το 1960 απολύθηκε από το Θέατρο Μαγιακόβσκι της Μόσχας και έμεινε για πολλά χρόνια άνεργη. Ο πιο σημαντικός ρόλος ήρθε το 1967, όταν έπαιξε την Άννα Καρένινα στην κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος. Παρέμεινε δημοφιλής, ζωντανός θρύλος για τις παλιότερες γενιές Σοβιετικών και Ρώσων, ζώντας μακριά από τη δημόσια σφαίρα και συμμετέχοντας πολύ επιλεγμένα σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Το 1993 ανακηρύχθηκε «Καλλιτέχνις του λαού», σημαντική τιμή για τους Ρώσους, ενώ το 2008 της απένειμαν βραβείο για το σύνολο του έργου της στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας.