Γενναιόδωρος σινεφίλ, νοσταλγικός σκηνοθέτης και μοιραίος εραστής, πνευματικό παιδί του Όρσον Γουέλς και ο άνθρωπος που γύριζε παλιές ταινίες καλύτερα απ’ όλους, κατά τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς πάντα ξεχώριζε στα μάτια μου από τους νεοχολιγουντιανούς, κυρίως μουσάτους συναδέλφους του, τη γενιά των Κόπολα, Σπίλμπεργκ, Ντε Πάλμα, Λούκας και Τσιμίνο.
Μανιώδης ταινιοφάγος από την παιδική του ηλικία, επίδοξος ηθοποιός (ψώνιο που ομολόγησε πως δεν του έφυγε ποτέ, και το εξασκούσε όποτε του δινόταν η ευκαιρία), ένα κράμα αφ’ υψηλού και τυχοδιώκτη, ενδεχομένως απ’ το πάντρεμα των σερβοβιεννέζικων γονιδίων των γονιών του, υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Αμερικανούς κριτικούς κινηματογράφου που στράφηκαν γρήγορα και επιτυχώς στη σκηνοθεσία, ακολουθώντας το παράδειγμα των «Καγιέδων» του κύματος της απέναντι όχθης.
Ως θεωρητικός ήταν ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς προτίμησε να δουλέψει σε περιοδικά υψηλής κυκλοφορίας με προσανατολισμό μεγάλων συνεντεύξεων, όπως το «Esquire», και άδραξε την ευκαιρία να φιλοτεχνήσει σπουδαία, σε δημοσιογραφικό εύρος και ιστορικό βάθος, προφίλ σκηνοθετών, την εποχή που ήταν ακόμη εφικτό το προνόμιο για έναν ρεπόρτερ να περάσει ημέρες σε ένα πλατό, ώμο με ώμο με σκηνοθέτες όπως ο Τζον Φορντ, ή ο Όρσον Γουέλς – διόλου τυχαία, δυο από τα είδωλά του. Όσο ήθελε να τους τιμήσει, άλλο τόσο επιδίωξε να τους γνωρίσει και να γίνει ισότιμος φίλος τους.
Ο Μπογκτάνοβιτς διένυε τέτοια πυρετώδη περίοδο αμέσως μετά το Last Picture Show, με τις σούπερ κριτικές, τις 8 υποψηφιότητες στα Όσκαρ και τις δυο νίκες για τον Μπεν Τζόνσον και την Κλόρις Λίτσμαν, και τις επιδόσεις στο box office, που οι παραγωγοί βιάστηκαν να τον κλείσουν έγκαιρα και δεν φαντάστηκαν πως σε κάποιες περιπτώσεις θα έκανε του κεφαλιού του.
Η πρώτη του ταινία, που ο Κουέντιν Ταραντίνο πέρυσι ανακήρυξε την καλύτερη που έχει βγάλει ο Ρότζερ Κόρμαν από τον πλούσιο b-κορβανά του, το Targets, ήταν ακριβώς το ντεμπούτο που χαρακτηρίζει τον μόνιμο καλλιτεχνικό διχασμό του: η μισή στέκει ως σύγχρονο σχόλιο για τη μαζική βία, και η άλλη μισή αφιερώνεται σε έναν από τους ήρωες της νιότης του, τον Μπόρις Καρλόφ στην αυλαία της καριέρας του.
Το πραγματικό ντεμπούτο του ωστόσο ήρθε με την Τελευταία Παράσταση, που είναι και το αριστούργημά του, μια θερμή ματιά στη μεταπολεμική επαρχία, με ειλικρινείς αποκαλύψεις για τη ζωή πίσω από τα americana ενσταντανέ και, κυρίως, αυθεντική αγάπη για τους ηθοποιούς και την έννοια του σινεμά ως πινακοθήκη αισθημάτων και χαρακτήρων.
Ο Μπογκτάνοβιτς κατέθεσε από νωρίς την ταχυδρομική του διεύθυνση και την ασχολία του: γεννήθηκε και κατοικούσε μέσα στο σινεμά, ζούσε μόνο για να γράψει και να σκηνοθετήσει το επόμενο φιλμ του, και ερωτευόταν στον κύκλο του. Ο ίδιος λέει πως προσπάθησε να αντισταθεί, όταν της είπε πως φοβάται ότι έχει ερωτευθεί τον χαρακτήρα του Λάρι Μακμέρτρι στο Last Picture Show, την Τζέισι, κι όχι εκείνην, αλλά η πρωταγωνίστριά του δεν τον άκουσε.
Η Σίμπιλ Σέπερντ, που αργότερα γνωρίσαμε στο τηλεοπτικό Moonlighting, μες στα 20χρονα νιάτα και τα ξανθά της ντουζένια, θεωρήθηκε η αιτία που ο περιζήτητος δημιουργός με το παλιομοδίτικο φουλάρι και τα υπερμεγέθη κοκκάλινα γυαλιά παράτησε την Πόλι Πρατ, με την οποία ταξίδεψε 10 χρόνια πριν οδικώς στο Λος Άντζελες για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, καθώς και τα δυο τους παιδιά.
Η Σέπερντ σήμανε την πρόωρη καμπάνα της καταστροφής του: το λουσάτο, εσωστρεφές, άψυχο έπος που απόθεσε στους όχι και τόσο σθεναρούς ώμους της, η μεταφορά του Daisy Miller του Χένρι Τζέιμς, αλλά και το ακριβούτσικο, αλά ‘30s μιούζικαλ At Long Last Love, με την ίδια και τον Μπερτ Ρέινολντς να τραγουδούν και να χορεύουν, ενώ ούτε τραγουδούσαν ούτε χόρευαν επαρκώς, ήταν η απόδειξη της παλιάς ρήσης πως στην πόλη του θεάματος αξίζεις όσο τα εισιτήρια της τελευταίας σου ταινίας.
Με τη διαφορά πως ο Μπογκτάνοβιτς διένυε τέτοια πυρετώδη περίοδο αμέσως μετά το Last Picture Show, με τις σούπερ κριτικές, τις 8 υποψηφιότητες στα Όσκαρ και τις δυο νίκες για τον Μπεν Τζόνσον και την Κλόρις Λίτσμαν, και τις επιδόσεις στο box office, που οι παραγωγοί βιάστηκαν να τον κλείσουν έγκαιρα και δεν φαντάστηκαν πως σε κάποιες περιπτώσεις θα έκανε του κεφαλιού του. Όπως στο αμέσως επόμενο, και ογκωδέστερο φιάσκο του, το ξαναβαφτισμένο Nickelodeon, έναν φόρο τιμής στο σινεμά του βωβού, όπου ο σκηνοθέτης ανέβηκε σε άλογο που κάλπαζε με την κάμερα να γυρίζει, γιατί το ίδιο είχε κάνει και ο Τζον Φορντ, 40 χρόνια πριν! Ο Μπερτ Ρέινολντς και ο Ράιαν Ο’Νιλ που συμμετείχαν το μετάνιωσαν οικτρά και όλοι λένε πως ο Μπογκτάνοβιτς είχε αλλάξει τα φώτα σε ένα καλό σενάριο, εμμένοντας πως αυτός ήξερε καλύτερα.
Είχε προηγηθεί, το 1972, μια πολύ αστεία, τεράστια επιτυχία του, το What’s Up Doc, ίσως η καλύτερη και πιο άνετη εμφάνιση της Μπάρμπρα Στράισαντ στο σινεμά, κελαριστό όχημα για το πηγαίο ταλέντο της, αφού έμπλεξε μοναδικά την Κάθριν Χέμπορν και τον Μπαγκς Μπάνι απέναντι στον Κάρι Γκραντ του Ράιαν Ο’Νιλ, σε μια ευφάνταστη παραλλαγή του Bringing Up Baby, στο έγχρωμο Σαν Φρανσίσκο.
Την επόμενη χρονιά, σε ένα ακόμη ταξιδιωτικό, ασπρόμαυρο νοσταλγικό κομμάτι από το παρελθόν του μύθου και της πραγματικότητας, χάρισε ένα Όσκαρ στην Τέιτουμ Ο’Νιλ, για το Χάρτινο Φεγγάρι. Οι αποτυχίες ήρθαν σαν τρένο να τον προσγειώσουν σε μια πλοκή που επιφύλαξε μια μεγάλη τραγωδία. Ο μεγάλος του έρωτας, η χαρά της ζωής όπως όλοι συμφωνούν, και πάρα πολύ σέξι πρώην κουνελάκι του «Playboy», η Ντόροθι Στράτεν, δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της ο οποίος μετά αυτοκτόνησε – το θέμα του Star 80 του Μπομπ Φόσι. Ήταν η πρωταγωνίστριά του στο πλανεμένο, όχι αστείο They All Laughed με την Όντρεϊ Χέμπορν.
Ο μονόκερός του είχε χαθεί, βίαια και απότομα. Μόλις το 1981, 10 χρόνια μετά την πρώτη του αποθέωση, τόσο κοντά στους θριάμβους και τις απανωτές ακυρώσεις του. Η Στράτεν ήταν το τελευταίο του σκίρτημα στο ανεξάντλητό του elan για μια καριέρα που συνδύαζε το Χόλιγουντ των παλιών στούντιο και τη νέα τάξη στο ανεξάρτητο σινεμά. Σαν να ήθελε να γίνει ένας Κασαβέτης με το στυλ του Χοκς.
Είχε προηγηθεί μια ιδιαίτερη, όχι τέλεια, αλλά αρκετά γενναία ταινία, το Saint Jack, το 1979, με τον Μπεν Γκαζάρα στην καλύτερή του ερμηνεία. Ακολούθησαν το Mask με τη Σερ, το 1985, που παραδόξως έφερε κέρδη, και μια σειρά από δοκίμια για τους αγαπημένους του auteurs, μικρές ταινίες και άπειρες συνεντεύξεις από έναν πολυλογά που πάντα ήξερε τι έλεγε, έλεγχε απόλυτα τις αναφορές του και δεν δίσταζε να εκθέσει τις προσωπικές του στιγμές.
Όπως στο Φεστιβάλ Βενετίας, που τον είδα πριν από μερικά χρόνια, για να παρουσιάσει τη γουντιαλενική του κομεντί She’s Funny that Way με την Ίμοτζεν Πουτς. Ήταν πάντα κύριος, λίγο κουρασμένος, κομψός, εννοείται με το φουλάρι και τα γυαλιά στολή ευδιάκριτη, και τις ιστορίες του να αναζωογονούν το ακροατήριο, και τον ίδιο, που φαινόταν χαρούμενος να ακούει τον εαυτό του να τις αφηγείται.