Στην αρχή της περασμένης χρονιάς, αν έπρεπε να παραθέσεις του πέντε βασικούς οσκαρικούς διεκδικητές για το 2022, η αυτοβιογραφικών στοιχείων και σινεφιλικών διαθέσεων «Αυτοκρατορία του Φωτός» («Empire of Light») του Σαμ Μέντες θα βρισκόταν οπωσδήποτε ανάμεσά τους.
Τελικά η ταινία έπεσε θύμα των προσδοκιών που είχαμε και βγήκε νωρίς εκτός οσκαρικής κούρσας, είναι όμως εκείνη η μικρή, ζεστή ταινία που χωράει καμιά φορά ο Σαμ Μέντες ανάμεσα σε πιο μεγαλεπήβολα σχέδιά του – θυμάστε το «Away we go»;
Η «Αυτοκρατορία του Φωτός» τοποθετείται γεωγραφικά σε μια παραθαλάσσια πόλη στις νότιες βρετανικές ακτές και η δράση της εκτυλίσσεται σε έναν κομψότατο κινηματογράφο, το «Empire». Κεντρικός χαρακτήρας είναι η Χίλαρι, υπεύθυνη προσωπικού και πάσχουσα από διπολική διαταραχή, την οποία υποδύεται η Ολίβια Κόλμαν. Ο χαρακτήρας είναι εμπνευσμένος από τη μητέρα του σκηνοθέτη, που είχε επίσης διπολική διαταραχή, και από την εμπειρία τού να μεγαλώνει μαζί της.
Η έλευση ενός νέου υπαλλήλου, του Στίβεν, θα πυροδοτήσει εξελίξεις για την ίδια, καθώς θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μια πρωτίστως συντροφική και δευτερευόντως ερωτική σχέση. Τον ήρωα υποδύεται ο ανερχόμενος Μάικλ Γουόρντ που γνωρίσαμε στο «Top Boy».
Πρόκειται για ένα τρυφερό έργο, με μια σκηνή μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα ικανή να διεγείρει τους δακρυγόνους αδένες σου όσο λίγα πράγματα φέτος.
Η «Αυτοκρατορία του Φωτός» είναι μια ταινία για το πώς το σινεμά μπορεί να σε θεραπεύσει, κι αυτό είναι κάτι που πιστεύω.
Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες στις 2 Φεβρουαρίου, συζητήσαμε με τον Σαμ Μέντες, την Ολίβια Κόλμαν και τον Μάικλ Γουόρντ, οι οποίοι μας μίλησαν, μεταξύ άλλων, και για τις γενικότερες κινηματογραφικές τους εμπειρίες και προτιμήσεις.
— Ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση που απευθύνεται και στους τρεις σας. Πώς γεννήθηκε το πάθος σας για το σινεμά;
Ολίβια Κόλμαν: Ξεκίνησα να βλέπω ταινίες από πολύ μικρό παιδί, μου άρεσαν, και μετά, όταν μεγάλωσα λίγο και αποκτήσαμε βίντεο, ήθελα να τις ξαναδώ, οπότε μου τις αγόραζαν. Αγαπούσα τις ταινίες από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και μεγαλώνοντας το γούστο μου καλλιεργήθηκε. Άρχισα να βλέπω πιο καλλιτεχνικές ταινίες από την εφηβεία κι έπειτα και σταδιακά ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο.
Σαμ Μέντες: Βασικά, η στιγμή που ερωτεύτηκα τις ταινίες διαφέρει από τη στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά μαζί τους. Είδα τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στο σινεμά ως παιδί και μαγεύτηκα, αλλά τότε δεν ήξερα ότι θα ασχολιόμουν επαγγελματικά με αυτό. Ήξερα μόνο ότι θα έβλεπα πολλές ταινίες κι αυτό με χαροποιούσε, γιατί σήμαινε ότι θα έτρωγα και πολύ ποπκόρν (γέλια).
Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, όμως, παρακολούθησα το «Ωραίο μου πλυντήριο» του Στίβεν Φρίαρς με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και ένιωσα ότι αυτό που έβλεπα είναι ο κόσμος μου, ότι γνώριζα αυτούς τους ανθρώπους. Και τότε, στα δεκαεννιά μου, συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να κάνω αυτήν τη δουλειά, να μιλήσω για τον κόσμο μου μέσα από το σινεμά, ακριβώς επειδή μπορούσα πια να αντιληφθώ ότι το σινεμά έχει κι αυτήν τη λειτουργία.
Μάικλ Γουόρντ: Με την παρέα μου στο σχολείο συνηθίζαμε τις Παρασκευές να πηγαίνουμε σινεμά. Ήταν μια δραστηριότητα που κάναμε όλοι μαζί, διαλέγαμε την ταινία και μετά βγαίναμε έξω και αναπαριστούσαμε σκηνές από της.
Το δεύτερο «Step Up» είναι μία από τις πρώτες ταινίες που θυμάμαι. Βγήκαμε έξω από την αίθουσα και χορεύαμε ασταμάτητα. Αυτή η εμπειρία της παρέας, του χορού και της αναπαράστασης της ταινίας μετά στο λεωφορείο, στον δρόμο για το σπίτι, θεωρώ ότι είναι κάτι που με καθόρισε ως άνθρωπο.
— Σαμ, οι περισσότερες ταινίες που αφορούν την εμπειρία του σινεμά συνήθως ακολουθούν τη δομή του «Σινεμά ο Παράδεισος». Ο ήρωας ξεκινά να βλέπει ταινίες, μαγεύεται από τις εμπειρίες των χαρακτήρων ως παρατηρητής και μετά χτίζει τις δικές του εμπειρίες, το δικό του, αληθινά βιωμένο δράμα. Στην ταινία σου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η ηρωίδα ζει και έχει μια σειρά από εμπειρίες και μετά νιώθει έτοιμη να παρακολουθήσει μια ταινία και κατά τη διάρκεια της προβολής, όσες πληγές και λαχτάρες κουβαλά, εκτονώνονται μέσα από αυτό που βλέπει στην οθόνη. Ήταν μια συνειδητή απόφαση;
Σ. Μ.: Όλα όσα κάνω στις ταινίες μου είναι προϊόντα συνειδητής απόφασης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έκανα ακριβώς λόγω του «Σινεμά ο Παράδεισος» και για να αντιστρέψω το μοτίβο στο οποίο αναφέρεσαι. Το έκανα γιατί είδα την «Αυτοκρατορία του Φωτός» ως μια ταινία λιγότερο για το σινεμά και περισσότερο για την ψυχική ασθένεια.
Οι ταινίες είναι για την ηρωίδα το σπίτι της, αλλά φοβάται τα συναισθήματα που μπορεί να της προκαλέσουν, είναι τόσο εύθραυστη που δεν μπορεί να παρακολουθήσει μια ταινία. Η ειρωνεία είναι ότι δουλεύει σε ένα μέρος που προβάλλει διαρκώς ταινίες. Αγάπησα αυτή την ειρωνεία. Και μόνο στο τέλος, όταν έχει διανύσει όλο αυτό το ταξίδι, νιώθει έτοιμη να δει ένα φιλμ και να χαθεί σε αυτό.
Γιατί, τελικά, η «Αυτοκρατορία του Φωτός» είναι μια ταινία για το πώς το σινεμά μπορεί να σε θεραπεύσει, κι αυτό είναι κάτι που πιστεύω. Είμαι ρομαντικός κατά βάθος και μπορώ να γίνω πολύ συναισθηματικός όταν αναφέρομαι σε τέτοια πράγματα. Πιστεύω ότι έχουμε το σινεμά για να μας βοηθά να βγάλουμε τη μέρα. Και ξέρω ότι στους δύσκολους καιρούς μας είναι πολύ εύκολο να γίνεις κυνικός, αλλά δεν ήθελα να κάνω μια κυνική ταινία.
Ήθελα να κάνω μια ταινία για το πώς το σινεμά μπορεί να θεραπεύσει τις πληγές μας, όπως αναφέρατε. Οπότε, από αυτήν τη σκοπιά, ναι, ήταν μια συνειδητή απόφαση.
— Έχεις γυρίσει αρκετές ταινίες, μα είναι μόλις το δεύτερο σενάριο που γράφεις και το πρώτο ολοκληρωτικά δικό σου. Πόσο διαφέρει το να σκηνοθετείς ένα σενάριο που έγραψες εσύ ο ίδιος απ’ ό,τι το σενάριο κάποιου άλλου;
Σ. Μ.: Ξεκίνησα να γράφω σενάρια όταν διαπίστωσα ότι ο χαρακτήρας ήταν πιο κοντά σε κάποιον που ξέρω και ένιωσα ότι είναι πιο εύκολο για μένα να αφηγηθώ την ιστορία – εδώ π.χ. έμπνευση ήταν η μητέρα μου. Η φαντασία μου είναι περιορισμένη, άλλοι σεναριογράφοι έχουν περισσότερη, καθώς και μεγαλύτερο εύρος επιρροών και θεμάτων από μένα.
Γράφοντας μόνος μου κατάλαβα από πρώτο χέρι γιατί σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να μαζευτούν έξι-επτά σεναριογράφοι και να δουλέψουν μαζί πάνω σε ένα σενάριο. Επίσης, για μένα τα σενάρια των άλλων λειτουργούσαν πάντα ως αφετηρία για οπτικές ιδέες για τη δημιουργία του φιλμικού σύμπαντος.
Τώρα όλα αυτά ήταν, σε πρώτη φάση, ήδη έτοιμα στο κεφάλι μου από το στάδιο του σεναρίου. Oπότε, αυτό που με βοήθησε εδώ ήταν να συζητώ τις ιδέες μου με τον Ρότζερ (σ.σ. τον διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς), την Ολίβια, τον Μάικλ και τους υπόλοιπους συντελεστές, και έπειτα να τους δίνω την τελική τους μορφή, την οποία είδατε κι εσείς στην οθόνη.
— Ολίβια και Μάικλ, καθώς διαβάζατε το σενάριο του Σαμ, ποιο ήταν το σημείο που αποφασίσατε ότι πρέπει οπωσδήποτε να παίξετε σε αυτή την ταινία;
Μ. Γ.: Εγώ δεν χρειάστηκε καν να φτάσω στο σενάριο. Μόλις έμαθα ότι ο Σαμ κάνει μια ταινία που θα τη φωτογραφίσει ο Ρότζερ και θα πρωταγωνιστήσει η Ολίβια, σκέφτηκα ότι θα ήμουν τρελός να μη θέλω να είμαι μέρος της. Όταν, όμως, διάβασα το σενάριο, διαπίστωσα ότι έπρεπε να παίξω οπωσδήποτε στην ταινία, αφενός γιατί ήταν ένα καλό σενάριο και αφετέρου για λόγους εκπροσώπησης.
Στους ρόλους που έχω κάνει μέχρι στιγμής εκπροσωπώ μια κοινότητα που δεν βλέπω να έχει το μερίδιο που της αναλογεί στη λονδρέζικη και, γενικότερα, στη βρετανική ψυχαγωγία. Οπότε ένιωσα ότι ήταν σημαντικό για μένα να δώσω φωνή σε όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Ο. Κ.: Εγώ είπα «ναι» στο πρότζεκτ πριν καν διαβάσω το σενάριο.
Σ. Μ.: Ακόμα το μετανιώνει αυτό. (γέλια)
Ο. Κ.: Τελικά, όταν διάβασα το σενάριο, χάρηκα που είπα «ναι». Το συζήτησα λίγο και με τον ατζέντη μου κι εκείνος μου έκανε ένα ωραίο τεστ. Μου είπε «φαντάσου να έπαιζε τον ρόλο ο χειρότερος εχθρός σου, η νέμεσή σου. Πώς θα αισθανόσουν γι’ αυτό;».
Σ. Μ.: Ελπίζω η επόμενη ερώτηση στη συνέντευξη να είναι «ποια είναι η νέμεση της Ολίβια». (γέλια)
— Ομολογώ πως μπαίνω στον πειρασμό. Αντ’ αυτού, όμως, θέλω να τη ρωτήσω ποια είναι η αγαπημένη της ταινία του Σαμ.
Ο. Κ.: Το «Αmerican Beauty». Ήμουν στη δραματική σχολή όταν κυκλοφόρησε, το είδαμε στο σινεμά και μας ενθουσίασε. Και μετά μαζευτήκαμε όλοι και παρακολουθήσαμε την απονομή των Όσκαρ. Όταν κέρδισε, πανηγυρίζαμε έξαλλα, ήμασταν ενθουσιασμένοι.
— Εσένα, Μάικλ;
Μ. Γ.: Εμένα η αγαπημένη μου ταινία του Σαμ είναι το «Road to Perdition». Λάτρεψα την ιστορία, τις ερμηνείες, την αίσθηση της οικογένειας και ιδιαίτερα τη σχέση μεταξύ πατέρα και γιου. Και τον τρόπο που έχτισε όλον αυτόν τον κόσμο μέσα στην ταινία, ένιωσα να χάνομαι μέσα του.
— Σαμ, εσένα ποια είναι η αγαπημένη σου δουλειά της Ολίβια και του Μάικλ;
Ο. Κ.: Επιτέλους, κάποιος τον ρώτησε κι εκείνον. (γέλια)
Σ. Μ.: Τον Μάικλ τον ήξερα προφανώς από το «Top Boy». Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, αυτό που με τράβηξε σε εκείνον ήταν η συνάντησή μου μαζί του στα βραβεία BAFTA, όταν διαγωνιζόταν το «1917». Ακτινοβολούσε, ήταν γεμάτος ενέργεια. Φυσικά, ήταν υποψήφιος για βραβείο, ήταν λογικό να είναι ευδιάθετος, αλλά δεν ξέχασα ποτέ αυτή την ενέργεια, τη λάμψη στα μάτια του.
Για την Ολίβια υπάρχει ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο στην «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου, δεν της έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Είναι μια σκηνή που ξεσπά σε έναν υπηρέτη. Βλέπεις, η Ολίβια είναι μια Φεράρι μασκαρεμένη σε ένα Mini Cooper. Σου δίνει την εντύπωση ενός Mini Cooper, έχει την εμφάνιση ενός Mini Cooper, αλλά κρύβει μέσα της έναν δωδεκακύλινδρο κινητήρα και μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να επιταχύνει από τα 60 χιλιόμετρα ανά ώρα στα 260.
Aυτό ακριβώς κάνει εκείνη τη σκηνή, εξαπολύει μια οργή, μια φωτιά που με άφησε με το στόμα ανοιχτό και με ενέπνευσε να γράψω τον βασικό ρόλο στην ταινία με εκείνη στο μυαλό μου.
— Θα ήθελα να κλείσουμε με ακόμα μία σινεφιλική ερώτηση, απευθυνόμενη προς όλους. Η Χίλαρι, που υποδύεται η Ολίβια, δεν έχει δει πολλές ταινίες στη ζωή της, για τους λόγους που ανέφερε παραπάνω ο Σαμ. Αν έπρεπε να της προτείνετε κάποιες ταινίες, τώρα που είναι πια έτοιμη και πρόθυμη να τις παρακολουθήσει, ποιες θα ήταν αυτές;
Ο. Κ.: Νομίζω ότι η «Φωλιά του Κούκου» δεν θα ήταν μια καλή επιλογή για την περίπτωσή της. Θα έλεγα το «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ». Όχι, όλοι θα το πρότειναν αυτό. Το «Moulin Rouge» ίσως… όχι, όχι, το βρήκα, το «Μια υπέροχη ζωή». Και το «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι.
Σ. Μ.: «Μια υπέροχη ζωή», «Η ζωή είναι ωραία». Βλέπω ένα μοτίβο εδώ. Γενικά, αγαπάμε τη ζωή. (γέλια) Θα τη βάλουμε να δει οποιαδήποτε ταινία με τη λέξη «ζωή» στον τίτλο.
Μ. Γ.: Το «Life» με τον Έντι Μέρφι και τον Μάρτιν Λόρενς είναι μια ωραία ταινία γι’ αυτήν.
Ο. Κ.: Το «Bridesmaids»!
Σ. Μ.: Ναι, θα γελάσει με αυτό.
Ο. Κ.: Της αξίζει λίγο γέλιο.
Μ. Γ.: Αν θέλει να κλάψει, μπορεί να παρακολουθήσει το «Interstellar».
Σ. Μ.: Θα μπορούσαμε να το συνεχίσουμε μέχρι αύριο, όπως καταλαβαίνετε.
— Θα ήταν ωραίο να το συνεχίσετε, αλλά μας ειδοποιούν ότι πρέπει να διακόψουμε. Σας ευχαριστώ πολύ.
Σ. Μ.: Κι εμείς.
Η ταινία «Η Αυτοκρατορία του Φωτός» θα ξεκινήσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους στις 2 Φεβρουαρίου από τη Feelgood Entertainment.