Σκαλίζοντας τη λίστα με τις ταινίες που έλαβαν την ύψιστη τιμή από την οσκαρική Ακαδημία μέσα στην τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, εκείνο που διαπιστώνεις είναι ότι όλες τους είναι αξιόλογες, πλην διαφορετικού βεληνεκούς και εκτοπίσματος, με δεδομένο ότι δύο-τρεις από αυτές είναι αδιαφιλονίκητα αριστουργήματα. Όλες τους, δε, είναι ταινίες πολύ αγαπητές και στο ευρύ κοινό. Μάλιστα, φαίνεται να υπάρχει μικρότερη απόσταση στις προτιμήσεις της Ακαδημίας και του κόσμου σε σχέση με τις αντίστοιχες επιλογές του εικοστού πρώτου αιώνα. Επίσης, σίγουρα γεννούν μια σημαντικά ποιοτικότερη ρετροσπεκτίβα από εκείνη της ακριβώς προηγούμενης δεκαετίας, των ‘80s, οπότε κέρδισαν ταινίες όπως οι «Δρόμοι της Φωτιάς» και ο «Σοφέρ της κυρίας Ντέζι».
Με αφορμή την επερχόμενη 94η απονομή των Όσκαρ, επιστρέφουμε σε όλες τις ταινίες που έλαβαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μέσα στη δεκαετία των ‘90s, τις βάζουμε σε αξιολογική σειρά, από τη χειρότερη στην καλύτερη, και γράφουμε γι’ αυτές.
10.
Shakespeare in Love (1998)
του Τζον Μάντεν
Η ιδέα ενός ερωτοχτυπημένου Σαίξπηρ που εμπνέεται από την προσωπική του κατάσταση για να συνθέσει την ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου, εκείνη του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας», γίνεται η αφορμή για μια καλαίσθητη, ελαφριά σαν πούπουλο κομεντί που επικυρώνει τη γοητεία που ασκούσαν οι εναλλακτικές αναγνώσεις γνωστών ιστοριών στα μέλη της Ακαδημίας εκείνη την περίοδο – θυμίζουμε ότι λίγα χρόνια πριν είχε επικρατήσει ο «Φόρεστ Γκαμπ». Τα βέλη της κριτικής στέκονται στην επικράτηση της Πάλτροου στον Α’ Γυναικείο Ρόλο, εμείς να επισημάνουμε τον άψογο κωμικό χρονισμό της και ότι στο έργο υποδύεται μια γυναίκα που υποδύεται έναν άνδρα που υποδύεται την Ιουλιέτα, έχουμε δηλαδή όχι ένα, αλλά τρία διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας. Δεν το λες εύκολο, η Πάλτροου το καταφέρνει μια χαρά. Το βασικό μειονέκτημα της ταινίας είναι ότι πρόκειται για ένα εντελώς αβαρές θέαμα. Από την άλλη, κανείς δεν θα το λογάριαζε για μειονέκτημα, αν δεν συνδυαζόταν με την οσκαρική της νίκη.
9.
American Beauty (1999)
του Σαμ Μέντες
Δανειζόμενο το τέχνασμα του νεκρού αφηγητή από το «Sunset Boulevard», όχι για να πληρωθεί η νομοτέλεια του νουάρ αλλά για να υπαγορεύσει την ειρωνεία που διακρίνει το σύνολο της δραματουργίας και της σκηνοθετικής προσέγγισης του Μέντες, το «American Beauty» θα κοιτάξει πίσω από τις κουρτίνες των αμερικανικών προαστίων για να ανακαλύψει μυστικά και ψέματα, δυσλειτουργικές σχέσεις και καταπιεσμένες επιθυμίες. Πολύ ωραία όλα αυτά, μόνο που τα είχαμε δει καλύτερα (και πιο αιχμηρά) τόσο στην κατάμαυρη, σαρκαστική εκδοχή τους στο «Happiness» του Τοντ Σόλοντζ, όσο και στην τραγική τους στο «Ice Storm» του Ανγκ Λι. Ως άριστος σκηνοθέτης ηθοποιών, πάντως, ο Μέντες θα αποσπάσει μια ευθυγραμμισμένη, εξαιρετική ερμηνεία συνόλου από το καστ του, με κορυφαίο του Χορού εκείνον τον ηθοποιό, το όνομα του οποίου δεν θα αναφέρουμε εδώ, επειδή είναι γραμμένο στη γλώσσα της Μόρντορ.
8.
The English Patient (1996)
του Άντονι Μινγκέλα
«Κάθε βράδυ ξερίζωνα την καρδιά μου, μα το πρωί είχε φυτρώσει και πάλι». Αρκεί μια ατάκα σαν αυτή για να δώσει αθανασία στο κινηματογραφικό σου ρομάντζο, αυτό το ερωτικό twist στον μύθο του Προμηθέα είναι ανάμεσα στις κορυφαίες. Σίγουρα βοηθά και το γεγονός ότι ο Μινγκέλα έχει διδαχτεί τους κώδικες του είδους από τους καλύτερους και ξετυλίγει μεθοδικά την ιστορία των καταραμένων εραστών του, η οποία γνωρίζουμε ότι δεν θα έχει ευτυχές τέλος από την κατάσταση του ήρωα που αφηγείται την ιστορία, αλλά θέλουμε να μάθουμε πώς αυτή συνέβη και, κλασικά, αφού ερωτευτούμε κι εμείς στο πλευρό των χαρακτήρων, ευχόμαστε να έχουμε καταλάβει λάθος. Θα ήταν ψηλότερα στη λίστα αν δεν υπήρχε η παραφωνία της υποπλοκής με τα ερωτικά σκιρτήματα της νοσοκόμας της Ζιλιέτ Μπινός. Πραγματικά, από τις πιο περίεργες επιλογές στην οσκαρική ιστορία η βράβευσή της από την Ακαδημία γι' αυτό τον ρόλο και αυτή την ερμηνεία.
7.
Braveheart (1995)
του Μελ Γκίμπσον
Τα περιπαικτικά δημοσιεύματα έδιναν και έπαιρναν στον Τύπο πριν από την κυκλοφορία της ταινίας –μα ο Μελ Γκίμπσον Σκωτσέζος επαναστάτης;–, τελικά βγήκε η ταινία και η προφορά του ήταν αρκετά ανεκτή, ώστε να κατευνάσει εκείνους που επιχειρηματολογούν σε βάρος μιας ερμηνείας με γνώμονα αποκλειστικά αυτό το σκέλος. Στη συνέχεια η δυσμενής κριτική εστίασε στην ιστορική ανακρίβεια. Τα έχουμε ξαναπεί όμως, το σινεμά δεν οφείλει καταγραφή της αλήθειας, αυτό το έργο αφήνεται στους ιστορικούς, όσον αφορά το παρελθόν και στους δημοσιογράφους όσον αφορά το παρόν. Με ένα πρώτο ημίωρο που φλερτάρει με τη φαντασία και ένα επικό όραμα που κορυφώνεται στις έντονες και ρεαλιστικές σκηνές μάχης –νιώθεις τη λάσπη στο στόμα και σταγόνες αίματος στο πρόσωπο–, το Braveheart γίνεται τόσο συναρπαστικό που σε κάνει να προσπερνάς τις μεσσιανικές ανησυχίες του σκηνοθέτη του αλλά και τον αφόρητο μελοδραματισμό που πλασάρει για επικότητα στον «αποχαιρετισμό» του χαρακτήρα. Δυσκολότερα προσπερνάς τη νίκη της ταινίας σε μια χρονιά που είχε ταινίες σαν το «12 Monkeys», το «Heat», το «Seven», το «Bridges of Madison County», το «Usual Suspects» και το «Casino», οι οποίες δεν βρέθηκαν καν στην πεντάδα της Καλύτερης Ταινίας.
6.
Forrest Gump (1994)
του Ρόμπερτ Ζεμέκις
Απογειώνοντας την τεχνική που σύστησε πρώτος ο Γούντι Άλεν στον «Zelig» του, ένα εντυπωσιακό εφέ που τοποθετεί τους ηθοποιούς σε πλάνα αρχείου με το αποτέλεσμα να δείχνει πέρα για πέρα αυθεντικό, το «Forrest Gump» των Ρόμπερτ Ζεμέκις και Έρικ Ροθ διατρέχει τρεις δεκαετίες αμερικανικής ιστορίας με όχημα έναν φανταστικό ήρωα που ήταν εκεί στις μεγάλες στιγμές. Πρόκειται για αφηγηματικό θρίαμβο που προσφέρεται για πολλαπλές επαναληπτικές προβολές. Σεβαστό το επιχείρημα όσων βλέπουν συντηρητισμό στο έργο, βέβαια όσο σκωπτικό είναι απέναντι στην «εναλλακτική» Αμερική της Ρόμπιν Ράιτ το έργο, άλλο τόσο είναι προς την «επίσημη» του Τομ Χανκς. Είναι επίσης συμπονετικό προς αμφότερους και κλείνει με την υπόσχεση ενός καλύτερου αύριο που γέννησαν παρέα. Κρίμα που κάποιοι θεωρούν τον Τομ Χανκς δεδομένο σήμερα, η φυσικότητα με την οποία πρεσβεύει την καλοσύνη και το συνολικό ερμηνευτικό του εκτόπισμα θα μας λείψουν πάρα πολύ, όταν σταματήσει.
5.
Schindler's List (1993)
του Στίβεν Σπίλμπεργκ
Έργο ζωής για τον σκηνοθέτη, με την επίσημη κριτική να μιλά για «ενηλικίωση» του τρομερού παιδιού – δεν τη λες και πολύ «ανήλικη» ταινία το «Jaws», βέβαια, και γυρίστηκε δύο δεκαετίες πριν από τη «Λίστα». Η οσκαρική Ακαδημία συμφώνησε και φιλοδώρησε την ταινία με επτά Όσκαρ, ανάμεσά τους εκείνα της Σκηνοθεσίας και της Καλύτερης Ταινίας. Η αθωότητα, ενσαρκωμένη από ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό που σπάει την ασπρόμαυρη μονοτονία, σκοτώνεται, η ανθρωπιά όμως παραμένει το ύψιστο ιδανικό και πρέπει να της αποδοθεί τιμή κατά τον Σπίλμπεργκ, ακόμα και σε βάρος της κινηματογραφικότητας – μέγιστο φάουλ η σκηνή με τους πραγματικούς επιζήσαντες στο φινάλε. Σε κάθε περίπτωση, η «Λίστα του Σίντλερ» είναι από τις ταινίες που πρέπει κάποτε να δεις και που ποτέ δεν θα ξεχάσεις. Kαι δεν πρέπει να ξεχάσεις.
4.
Dances with Wolves (1990)
του Κέβιν Κόστνερ
Από έναν πρωταγωνιστή που έμελλε να καταστεί συνώνυμο της αμερικανικότητας έρχεται ένα φιλμ που τιμά το κλασικότερο είδος αυτής της κινηματογραφίας, το γουέστερν, και έρχεται για να φορτωθεί τα κρίματα της Άγριας Δύσης αλλά και της σχετικής φιλμογραφίας και να ζητήσει συγγνώμη από τον μεγάλο «κακό». Για τον Ινδιάνο ο λόγος, που ως φορέας διαφορετικότητας και πηγή αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας φόρεσε αυτή την ιδιότητα (ή μάλλον του φορέθηκε), ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος ανταγωνιστής στη μυθολογία της Άγριας Δύσης. Η ταινία τείνει χείρα συμφιλίωσης και λύνει την παρεξήγηση, αποτελώντας παράδειγμα και υπόδειγμα σινεμά μεγάλου κοινού, υψηλών ψυχαγωγικών αρετών και ανθρωπιστικής ευαισθησίας. Τα τοπία της αμερικανικής ενδοχώρας φωτογραφίζονται εκθαμβωτικά και αναβαθμίζονται σε πίνακες ζωγραφικής χάρη (και) σε μερικές από τις ωραιότερες σουίτες που έγραψε ποτέ ο Τζον Μπάρι.
3.
Titanic (1997)
του Τζέιμς Κάμερον
Επί δύο χρόνια οι ειδικοί της βιομηχανίας δεν σταματούσαν να στάζουν χολή για το «ναυάγιο» που ετοίμαζε ο Τζέιμς Κάμερον, με τον Αμερικανό να γελά τελευταίος, καθισμένος στον θρόνο του «βασιλιά του κόσμου». Ο σκόπελος της κοινής γνώσης της επικείμενης καταστροφής προσπερνιέται από την άγνοια (και την έγνοια) για την τελική τύχη των δύο ερωτευμένων νεαρών, του Τζακ και της Ρόουζ. Καταραμένο ρομάντζο, ταινία καταστροφής, έπος προσώπων, όπως το δίδαξε ο Ντέιβιντ Λιν, και ανεπανάληπτο φαινόμενο λαϊκής αποδοχής. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα είναι ο «Τιτανικός», που σε επαναληπτικές προβολές θα σε εκπλήξει με τη δημοκρατικότητά του απέναντι στον θάνατο –σημαίνοντες και αφανείς χαρακτήρες θα πάρουν το πλάνο που τους αναλογεί, όταν έρθει η κρίσιμη ώρα–, θα σε συναρπάσει με το μέγεθος και την ψυχαναγκαστική επιμέλεια της κατασκευής του και θα σε κάνει να πατήσεις εκείνο το «αυτήν τη φορά δεν θα κλάψω» που υποσχέθηκες στον εαυτό σου πριν ξεκινήσει η προβολή. Αν ψάχνεις, δε, τον λόγο της διαχρονικής γοητείας του, θα τον βρεις στην ακλόνητη πίστη του ότι οι μεγάλοι έρωτες, ακόμα κι αν έληξαν πρόωρα ή άδοξα, θα ζουν για πάντα στη μνήμη εκείνων που τους έζησαν και που έζησαν για να τους αφηγηθούν.
2.
The Silence of the Lambs (1991)
του Τζόναθαν Ντέμι
Ένα ακαδημαϊκό ταμπού, αυτό της αντιμετώπισης του σινεμά τρόμου ως σινεμά δεύτερης διαλογής, σπάει, με τη δημιουργία του Τζόναθαν Ντέμι να καταφέρνει εκείνο που δεν κατάφερε ο «Εξορκιστής» του Φρίντκιν και να κερδίζει και τα πέντε μεγάλα βραβεία. Πέραν όλων των (πολλών) υπολοίπων, η «Σιωπή» είναι μια καταπληκτική και πολύ αποτελεσματική φεμινιστική ταινία. Ο φακός του Ντέμι υιοθετεί τα αδιάκριτα, υποτιμητικά βλέμματα του αρσενικού περιβάλλοντος προς την μικροκαμωμένη πράκτορα Κλαρίς Στάρλινγκ. Έτσι το φιλμ τοποθετεί τον θεατή στη θέση μιας γυναίκας που καλείται να επιβιώσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο μέσω της αισθητικής του. Kι έπειτα, είναι εκείνο το υπό κάθε έννοια φοβερό φινάλε. Το Κακό, ενσωματωμένο στο πρόσωπο του Χάνιμπαλ Λέκτερ, περπατά με βήματα αργά και ανάλαφρα προς το επόμενο θήραμά του, κυκλοφορεί ανάμεσά μας με μια έπαρση που πηγάζει από την εγκατεστημένη γνώση πως κανείς δεν θα το σταματήσει. Και το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει, ενώ αρχίζουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους, συνηγορεί σε μια φρικιαστική διαπίστωση: αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος.
1.
Unforgiven (1992)
του Κλιντ Ίστγουντ
Ερχόμενοι σε μια περίοδο που η κριτική αρχίζει να παίρνει πιο σοβαρά το (ήδη σπουδαίο) σκηνοθετικό έργο του Κλιντ Ίστγουντ, οι «Ασυγχώρητοι» θα θεμελιώσουν τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους Αμερικανούς δημιουργούς. Η ταινία καταφέρνει να είναι όχι μόνο ένα αναθεωρητικό γουέστερν αλλά ταυτόχρονα και το τελευταίο γουέστερν, η ιστορία που κλείνει τον μύθο του πιστολέρο. Μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και ως σχόλιο για την προδιάθεση ενός έθνους να κάνει επανεκκίνηση στις βίαιες εργοστασιακές ρυθμίσεις του με την πρώτη αφορμή. Περισσότερο απ' όλα, όμως, είναι μια ταινία για τον μύθο και την αλήθεια που αντιπαραβάλλονται και αντιδιαστέλλονται σχεδόν σε κάθε σκηνή. Καθετί στην οθόνη είναι προσεκτικά ενταγμένο ώστε να δοθεί η δέουσα δραματική έμφαση, αλλά χωρίς ποτέ να «φωνάζει» τη σημασία του. Γι’ αυτό και κάθε επαναληπτική προβολή των «Ασυγχώρητων» φανερώνει ακόμα περισσότερα. Στην πραγματικότητα, όλα όσα προηγήθηκαν στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη οδηγούσαν εκεί. Κι ας μην έβρισκαν μερικοί τίποτα που να εξηγούσε πώς ο Κλιντ Ίστγουντ, «ένας ρεπουμπλικάνος σταρ και μέτριος ηθοποιός που πρωταγωνιστούσε σε φασίζουσες περιπέτειες, γύρισε μια τόσο καλή και φιλελεύθερη ταινία».