Ο ΤΖΙΜΙ ΓΟΥΕΜΠ, θρυλικός συνθέτης μεγάλων επιτυχιών, όπως το «By the time I get to Phoenix, Wichita Lineman» και το βραβευμένο με Grammy καλύτερου τραγουδιού «Up Up and Away» των 5th Dimension, είχε γράψει μια παράδοξης μουσικής δομής, επική σε στιχουργική πλοκή μπαλάντα, το «McArthur Park», που προοριζόταν για το «ηλιόλουστο ποπ» συγκρότητημα Association, απορρίφθηκε ως πολύ «γεια σου», το άκουσε ο πασίγνωστος ηθοποιός Ρίτσαρντ Χάρις, που μόλις είχε ξεκινήσει καριέρα ηθοποιού με το «Κάμελοτ», το ηχογράφησε με πομπώδη, μελιστάλαχτα πνευστά και έγχορδα, και το μετέτρεψε σε παγκόσμια επιτυχία, την οποία χρόνια αργότερα διασκεύασε ο Τζιόρτζιο Μορόντερ για την Ντόνα Σάμερ, κάνοντας ξανά θραύση.
Όλοι ψάχνουν να βρουν τον πατέρα Ντιτζ, που τον έφαγε καρχαρίας, και κοιτάζουν να αποφύγουν πάση θυσία την άκρως επικίνδυνη, «ψυχοφάγο» Ντελόρες, μια απόλυτα eurogoth κακιά που υποδύεται με ανανεωμένο κέφι η Μόνικα Μπελούτσι – σύντροφος πλέον του Μπάρτον.
Αυτό το πολυκύμαντο, ασυνήθιστο, μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι για το άδοξο τέλος ενός μεγάλου και πραγματικού έρωτα, του ίδιου του συνθέτη, με φόντο ένα πάρκο που λιώνει στο σκοτάδι του Λος Άντζελες, με το κέικ που καίγεται στον φούρνο και τους γηραιούς κυρίους που παίζουν ντάμα, προφανώς άγγιξε την αξιαγάπητα λοξή ψυχή του Τιμ Μπάρτον στην παιδική του ηλικία (ήταν 10 χρονών όταν πρωτοβγήκε, το 1968), και ακούγεται σαν να γράφτηκε γι’ αυτόν, και σίγουρα να τον αφορά, με αναδρομικούς όρους.
Έτσι, το να αποτελεί το κεντρικό κομμάτι στο απογειωτικό, εκτροχιασμένο φινάλε του «Σκαθαροζούμη Σκαθαροζούμη», του remake της πρώτης του μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας, και ταυτόχρονα το αντίστοιχο piece de resistance με το «Banana Boat song» του Χάρι Μπελαφόντε, δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Η διαβολεμένα γρήγορη συνέχεια της κλασικής Haloween, και όχι μόνο, φαντασίας με έναν παιχνιδιάρη νεκρό βιο-εξορκιστή (ο Μάικλ Κίτον σε έναν ρόλο με τη στάμπα του) και την οικογένεια Ντιτζ άξιζε την αναμονή 36 ετών, όχι γιατί πρωτοτυπεί, ακόμη και για τα στάνταρ του Αμερικανού σκηνοθέτη, αλλά γιατί παίρνει την πρώην goth έφηβη Λίντια που τώρα μεγάλωσε (Γουινόνα Ράιντερ, που ξέρει να χτυπά τις σωστές '90s χορδές της νοσταλγίας), την τρελάρα μητριά της (η πάντα σπαρταριστή Κάθριν Ο’Χάρα) και τη θυμωμένη κόρη της (Τζένα Ορτέγκα), η οποία ερωτεύεται έναν γλυκομίλητο μυστηριώδη τύπο σε ένα δεντρόσπιτο, για μια επινοητική βόλτα στο λούνα παρκ του κάτω κόσμου, που είναι σχεδιασμένο σαν πράσινο εργαστήρι του δόκτορος Καλιγκάρι, με την ευδιάκριτη υπογραφή του Μπάρτον σε κάθε πλάνο, με σεβασμό στο original και πολύ κέφι στην πλοκή.
Όλοι ψάχνουν να βρουν τον πατέρα Ντιτζ, που τον έφαγε καρχαρίας, και κοιτάζουν να αποφύγουν πάση θυσία την άκρως επικίνδυνη, «ψυχοφάγο» Ντελόρες, μια απόλυτα eurogoth κακιά που υποδύεται με ανανεωμένο κέφι η Μόνικα Μπελούτσι – σύντροφος πλέον του Μπάρτον.
Ζωηρός, fun και έξοχα χορογραφημένος, με το παλιό τηλεοπτικό «Soul Train» να κολάζεται στο λίκνισμα πριν από την έσχατη διαδρομή στην κόλαση, ο «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης», που κανείς δεν θέλει γιατί είναι άτακτος, μπαμπέσης και μπελάς, επανέρχεται με τριπλή επίκληση για να δημιουργήσει ένα νόστιμο, καρτουνίστικο μπλέξιμο, και μαζί του ο Μπάρτον, ο τέλειος ισορροπιστής της παιδικής γλύκας με τη μακάβρια εκτροπή, συνέρχεται από τη ντισνεϊκή κατάθλιψη που υποστηρίζει πως του συνέβη με το «Ντάμπο», επιστρέφοντας στη σκεπή που του ταιριάζει και τον καταλαβαίνει περισσότερο, δηλαδή στη Warner.