Ακόμα κι όταν πυροδοτείται από ένα πραγματικό εξωτερικό γεγονός ή κάποια ενδογενή ζύμωση, η συναισθηματική εκδήλωση στα social media είναι αποκομμένη τόσο από την πραγματικότητα όσο κι από το ίδιο το συναισθηματικό βίωμα.
Έχει μια ένταση και μια υπερβολή, επειδή έχουμε την ανάγκη να νιώσουμε κάτι έντονο και επειδή μέσω αυτής της έντασης γινόμαστε αρεστοί στους υπόλοιπους χρήστες που μοιράζονται την ίδια ανάγκη με μας. Ταυτόχρονα, έχει και την απαραίτητη αποστασιοποίηση, ώστε η διαχείριση του συναισθήματος και της εκδήλωσης να γίνονται με ασφάλεια, χωρίς την επίδραση που θα είχαν στον πραγματικό κόσμο.
Στις 21:45 «τρέμουν τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο και δεν μπορούμε να συνέλθουμε» επειδή διαβάσαμε κάτι άσχημο στο αστυνομικό ρεπορτάζ, στις 22:24 αποθεώνουμε τη Μαρίνα Σάττι που πάντρεψε την παράδοση με μια urban σύγχρονη μουσική τάση και στις 23:17 κάνουμε ένα ξεκαρδιστικό αστείο για τα κιλά που θα πάρουμε από το γαλακτομπούρεκο που φάγαμε μόλις.
Η συχνότητα αυτής της συμπεριφοράς απαλείφει το αποτύπωμα του όποιου συναισθήματος – έχει κάποια επίδραση στον ψυχισμό μας όχι τέσσερις μέρες, μα τέσσερις ώρες μετά, το «τρέμουλο στα δάχτυλα» που αναφέραμε;
Το πρόβλημα του «Spiderhead» δεν εντοπίζεται στη σκηνοθεσία του. Ως ταινία μοιάζει να αλλάζει είδος κάθε λίγο, όπως αλλάζουν τα χορηγούμενα συναισθήματα στους τροφίμους, μα ο Κοζίνσκι διαχειρίζεται με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα τον τόνο, δεν νιώθεις ποτέ ότι βλέπεις ένα αποσπασματικό, άνισο έργο – ίσως μόνο στο κυνηγητό του φινάλε να του ξεφεύγει λίγο.
Όλο αυτό γίνεται με τη συναίνεσή μας, συνδράμουμε είτε εκουσίως είτε ακουσίως, και εμποδίζει την ενδοσκόπηση – γιατί άραγε να αφιερώσουμε χρόνο και χώρο σε εκείνο που πραγματικά πονά, όταν μπορούμε να πονέσουμε ανώδυνα με ένα δακρύβρεχτο post, συναφές με το trend των ημερών και να επιβραβευτούμε γι’ αυτό με τη συμπόνια του άλλου, η οποία θα του κοστίσει μόνο ένα care reaction;
Ναι, φαινομενικά φαντάζει απελευθερωτικό, μα αφενός μας αναισθητοποιεί –όταν όλα έχουν την ίδια, υπερχειλίζουσα δραματικότητα, πώς θα ξεχωρίσουμε το πραγματικά δραματικό;– κι αφετέρου μας σκλαβώνει, καθώς εναποθέτουμε το συναίσθημά μας στον αλγόριθμο, ο οποίος θα γεμίσει, πχ., το newsfeed μας με οργισμένα post απέναντι σε ένα γεγονός και θα χειραγωγήσει την οργή μας.
Σε πρώτο επίπεδο θα εμφυτεύσει στο κεφάλι μας την ιδέα ότι πρέπει οπωσδήποτε να καταδικάσουμε ένα γεγονός –ή αυτούς που το καταδικάζουν–, σε δεύτερο ότι το εν λόγω γεγονός είναι σημαντικότερο από άλλα. Περιττό να αναφέρουμε τις επιπτώσεις του σοσιαλμιντιακού «πειράματος» στην κριτική σκέψη και κατ’ επέκταση στην ελεύθερη βούληση.
Το «Spiderhead», η ταινία που γύρισε ο Τζόζεφ Κοζίνσκι όσο περίμενε την έξοδο του «Top Gun: Maverick» στις αίθουσες, λειτουργεί ως παραβολή, σχετική με όσα αναφέραμε παραπάνω.
Ένας τρελός επιστήμονας κάνει πειράματα με ουσίες, οι οποίες διεγείρουν ένα συναίσθημα σε βαθμό που μπορεί να επηρεάσει την ελεύθερη βούληση του δέκτη. Μπορεί να τον οδηγήσει να κάνει παθιασμένο σεξ με κάποιον που δεν βρίσκει καθόλου ελκυστικό ή να τον ωθήσει σε γέλια μέχρι δακρύων στο άκουσμα μιας τραγικής ιστορίας.
Τα πειραματόζωα αποτελούνται από μια ομάδα καταδίκων, οι οποίοι επέλεξαν οικειοθελώς τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα και βρέθηκαν έτσι σε ένα πιο φιλικό στο μάτι περιβάλλον εγκλεισμού, ικανό να τους κάνει να ξεχάσουν τον λόγο που βρίσκονται εκεί ή να νιώθουν λιγότερο άσχημα γι’ αυτό, χάρη στις συχνές συναισθηματικές ενέσεις. Πριν από κάθε ένεση, δίνουν τη συναίνεσή τους, φαινομενικά διατηρώντας το δικαίωμα της επιλογής. Στην πράξη, όμως, αν αρνηθούν την ένεση του χορηγούμενου συναισθήματος, θα αποπεμφθούν από αυτό τον αποστειρωμένο «παράδεισο», θα βρεθούν και πάλι στην προηγούμενη φυλακή τους.
Θα μπορούσε να είναι επεισόδιο του «Black Mirror», αν ο συσχετισμός με την τεχνολογία στην οποία αναφέρεται ήταν πιο ευθύς – ή πιο χοντροκομμένος, όταν κάνουμε λόγο για τα λιγότερο καλά επεισόδια της σειράς.
Η ιδέα είναι εξαιρετική, όχι τυχαία προήλθε από ένα μικρό διήγημα του συγγραφέα Τζορτζ Σόντερς για λογαριασμό του «New Yorker». Το διήγημα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει υλικό και για ένα επεισόδιο του «Twilight Zone», για τους παλιότερους. Έλα, όμως, που τα επεισόδια του τελευταίου κρατούσαν μόνο είκοσι λεπτά και σίγουρα χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από μια καλή ιδέα για να στηρίξεις μια ταινία μεγάλου μήκους.
Το πρόβλημα του «Spiderhead» δεν εντοπίζεται στη σκηνοθεσία του. Ως ταινία μοιάζει να αλλάζει είδος κάθε λίγο, όπως αλλάζουν τα χορηγούμενα συναισθήματα στους τροφίμους, μα ο Κοζίνσκι διαχειρίζεται με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα τον τόνο, δεν νιώθεις ποτέ ότι βλέπεις ένα αποσπασματικό, άνισο έργο – ίσως μόνο στο κυνηγητό του φινάλε να του ξεφεύγει λίγο.
Με τη συνδρομή του οσκαρικού διευθυντή φωτογραφίας Κλαούντιο Μιράντα, αξιοποιεί όσο καλύτερα γίνεται τον περιορισμένο χώρο, τοποθετώντας συχνά ένα κάδρο μέσα στο κάδρο – η δράση στο δωμάτιο των ερευνητών και εκείνη στο δωμάτιο των πειραματόζωων συχνά παντρεύονται μέσα στο ίδιο πλάνο.
Ούτε υποκριτικά υστερεί το φιλμ, ειδικά ο Κρις Χέμσγουορθ γίνεται μέσα σε δευτερόλεπτα από μαγνητικός γλοιώδης, ανάλογα με τις απαιτήσεις της σκηνής, έχει δε και ένα στιγμιότυπο που χορεύει στον ρυθμό του «More than This» των Roxy Music, το οποίο, δεδομένα, θα αποτελέσει τη μαγιά για δεκάδες gifs.
Το πρόβλημα έγκειται στην ελλιπή δραματική ανάπτυξη, που οι σεναριογράφοι του «Deadpool» πασχίζουν να καλύψουν με ψευδο-ανατροπές, στη σεναριακή επανάληψη και σε μια ευτυχή, διδακτική κατάληξη, απέχουσα παρασάγγας, όπως διαβάζουμε, από εκείνη της λογοτεχνικής πηγής και αρμόζουσα όχι σε σκεπτόμενη επιστημονική φαντασία, αλλά σε ένα κινηματογραφικό προϊόν που παρασκευάστηκε με στόχο να ευχαριστήσει όσο το δυνατόν περισσότερους συνδρομητές. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να πήρε και η ίδια η ταινία με τη συναίνεσή της μια δόση από τις βλαβερές ουσίες που ποτίζει ο Χέμσγουορθ τα πειραματόζωά του.